Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

975 Σπυρίδιον διακεκαυμένον λύχνῳ. οἱ γὰρ πρεϲβύτεροι, διὰ τὸ [*](Ar.) μόλιϲ βαδίζειν, ἐν ϲπυρίδι ἔκρυπτον τὸν λύχνον, ὥϲτε ϲῴζειν τὸ πῦρ.

976 Σπυρίδων, Σπυρίδωνοϲ, ὄνομα κύριον. μιᾶϲ τῶν ἐν Κύπρῳ [*](Δ) πόλεων Τριμηθοῦντοϲ ἐπίϲκοποϲ· ὃϲ δι᾿ ἀτυφίαν πολλὴν ἐχόμενοϲ τῆϲ [*](Ε) ἐπιϲκοπῆϲ ἐποίμαινε καὶ τὰ πρόβατα· καὶ μέϲηϲ νυκτὸϲ κλέπται ταῖϲ ἐπαύλεϲι τῶν θρεμμάτων ἐπελθόντεϲ λαθραίωϲ ἀφαιρεῖϲθαι τῶν θρεμμάτων ἐϲπούδαζον· οἱ δὲ ἀοράτῳ δυνάμει παρὰ ταῖϲ ἐπαύλεϲιν [*](968 — ἀρχῆϲ pr. ═ P, Ba 369, 9 Σπουδαρχίδηϲ sq. sch. Ar. Ach. 595 pleniora cf. Phryn. 109, 14 969 ὁ sq. Xen. An. 1, 9, 28 ═ EV 2 66, 5 970 — ϲοφόϲ ═ Ba 369, 8, Σa cf. P ὡϲ—δαίμονοϲ fort. Aelian. πλούϲιον sq. Aelian. fr. 83 971 Ἰϲίδωροϲ sq. Dam. fr. 35 972 cf. Ap. S. 144, 10, sch. A (non Aristonic.) in Β 99; μόλιϲ ═ sch. D in Β 99 cf. Apion 973 ═ L, Zon. 1666 cf. Ambr. 697 974 — γενικῇ cf. Synt. Gud. et Laur. εἶτα — ϲπῶντεϲ Aeliano attr. Valck. οἱ sq. Aelian. fr. 73 975 Ar. Ach. 453 c. sch. 976 Σπυρίδωνοϲ ═ Ambr. 669, Ps. Herodian. 196 ὄνομα κύριον ═ Ambr. 665 μιᾶϲ sq. Socr. h. e. 1, 12) [*](970 Aelian. fr. 83 cf. v. Κ 2098 971 cf. v. Π 2335 974 init. cf. vv. Υ 179 et Β 535; Aelian. fr. 73 cf. vv. Α 463 et 2108 975 cf. v. Δ 571 976 hinc v. Τ 990) [*](1 ἄρξαϲ V ϲπουδάξαϲ A 3 πατρωνυμικῶϲ V 9 αὐτῷ G ϲύνταξιϲ A(GFVMIB) om. GF 11 παρὰ GF 12. 13 ἁπτομένων ἐφαπτομένῳ GT 14 προϲήκει GVM; in Π 2335 F 18 ῥοφοῦντεϲ] φρουροῦντεϲ BIac ἐμφορούμενοι Glec cf. vs. 19 ὑπέβρεχον cf. ad Υ 119 22 Σπυριδὴ A διακεκαυμένῳ G 23 τὸν λύχνον om. V 24 Σπυρίδωνοϲ GM: Σπυρίδων A om. FV ὁ ἅγιοϲ Σπυρίδων ὁ μέγαϲ Θαυματουργόϲ mg. add. Ar ὄνομα κύριον om. AFV 25 Τριμηθοῦντοϲ GFMec, v. Τ 7 990 cf. Socr.: Προμηθοῦντοϲ AMac Προθυμοῦντοϲ V 26 καὶ om. G τὰ om. V)

422
ἐδέδετο. ὄρθροϲ τε ἦν, καὶ παρῆκεν ἐπὶ τὰ ποίμνια. ὡϲ δὲ εἶδε ϲυνδεδεμένουϲ καὶ ἔγνω τὸ γεγονόϲ, λύει τοὺϲ κλέπταϲ, πολλά τε παραινέϲαϲ ἐκ δικαίων πόνων μὴ μὴν ἐξ ἀδίκων λαμβάνειν, κριόν τε αὐτοῖϲ χαριϲάμενοϲ ἀπέλυϲε, χαριέντωϲ ἐπιφθεγξάμενοϲ· ἵνα μή, φηϲί, μάτην ἠγρυπνηκότεϲ φανῆτε. καὶ ἄλλα δὲ πάμπολλα θαύματα εἰργάϲατο· ὃϲ καὶ παρῆν ἐν τῇ ϲυνόδῳ τῇ ἐν Νικαίᾳ.

[*](Δ)

977 Στάγειρα: ὄνομα τόπου. καὶ Γάδειρα, καὶ Τόπειρα, Ἄβδηρα δέ, [*](Suid.) καὶ Φάληρα, καὶ Κύθηρα.

[*](Δ)

978 Σταγείριοϲ: ὄνομα κύριον.

[*](Δ?)

979 Σταγειρίτηϲ: ὁ Ἀριϲτοτέληϲ, ἀπὸ τόπου κληθείϲ. Πιϲίδηϲ· ποίουϲ ϲτρατηγοὺϲ ἢ Σταγειρίταϲ ἔχων ἐπῆλθεϲ εἰϲ γῆν εὐτυχούντων [*](Ε) βαρβάρων. διόλου τὸν Σταγειρίτην καταπιὼν εἴη μᾶλλον, ἢ ὁ ῥήτωρ ὁ Παιανιεὺϲ τὸν Ὀλώρου. τουτέϲτιν ὁ Δημοϲθένηϲ τὸν Θουκυδίδην.

[*](Δ)

980 Σταγόνοϲ: ῥανίδοϲ ὕδατοϲ.

[*](Σ)

981 Στάδιον: ὁ τόποϲ τοῦ ἀγῶνοϲ. καὶ μέροϲ τι τοῦ λεγομένου μιλίου· ἑπτὰ γὰρ ἥμιϲυ ϲτάδια ποιοῦϲι μίλιον. λέγεται ϲτάδιον καὶ ἁπλῶϲ τὸ ἴϲταϲθαι καὶ ἀκινητίζειν. Δίων ἐν λθ΄ Ῥωμαϊκῶν· τῷ δὲ δὴ ϲταδίῳ τῶν ϲκαφῶν προδιδόμενοι δεινῶϲ ἤϲχαλλον. ἀντὶ τοῦ τῇ ϲτάϲει καὶ ἀκινηϲίᾳ τῶν ϲκαφῶν προδιδόμενοι ϲφόδρα ἠνιῶντο. καὶ [*](Call.) Στάδιοϲ χιτών, ὁ ποδήρηϲ, ὁ τέλειοϲ· παρὰ Καλλιμάχῳ ἐν Ἑκάλῃ. [*](Ar.) καὶ Ἀριϲτοφάνηϲ· δέομαι ὑμῶν τουτὶ πάνυ μικρόν, εἶναί με τῶν Ἑλλήνων [*](Ε) ἑκατὸν ϲταδίοιϲιν ἄριϲτον. καὶ Σταδίᾳ μάχη. οὐδενὸϲ δὲ αὐτὸν ἐν ϲταδίᾳ μάχῃ ὑφιϲταμένου. ὅτι τὰ ἑπτὰ ἥμιϲυ ϲτάδια ποιοῦϲι μίλιον ἕν, τὰ δὲ δέκα μίλια ἔχουϲι ϲτάδια π΄. ἄλλωϲ· ὅτι τὸ ϲτάδιον ἔχει πόδαϲ χ΄, τὸ δὲ μίλιον πόδαϲ ‚δϲ΄, τὸ δὲ πλέθρον πόδαϲ ρ΄, ἡ ἄρουρα πόδαϲ ν΄, ὁ ποῦϲ δακτύλουϲ ιϚ΄ ὁ πῆχυϲ πόδα α΄ ἥμιϲυν. ἐν Anth. Ἐπιγράμμαϲι· ἐν ϲταδίοιϲ Ἰϲθμοθήκην Νεμέᾳ. ὅτι Φιλιππίδηϲ ὁ ἡμερόδρομοϲ Suid. α΄ καὶ φ΄ ϲτάδια ἤνυϲε διὰ μιᾶϲ νυκτόϲ. καὶ ζήτει ἐν τῷ Ἱππίαϲ.

[*](977 — τόπου ═ Ambr. 811 979 l. cf. Ambr. 767 ποίουϲ—βαρβάρων Pisid. Heracl. 1, 159—60 διόλου—Ὀλώρου Agath. 2, 28, p. 126, 7 980 cf. H v. ϲτάγονεϲ, Ambr. 780; l. ═ Ambr. 807 981 — ἠνιῶντο ═ P, Ba 369, 11 cf. Zon. 1676, sch. Pl. Crit. 115d; Cass. D. 39, 43, 4 Στάδιοϲ—Ἑκάλη Call. fr. 145 K. 59 S. c. sch. δέομαι—ἄριϲτον Ar. Nu. 429—430 ἐν ϲταδίοιϲ l. Νεμέᾳ Anth. 6,259, 4)[*](977 καὶ Γάδειρα sq. ex v. Α 26 979 Agath. cf. v. Χοϲρόηϲ 981 vs. 24 ὅτι— 27 αὔ cf. vv. Α 3990, Μ 1064, Π 1543 extr., 1720, 2148. ὅτι Φιλιππίδηϲ sq. ex v. I 545.)[*](A(GFVM))[*](2 δεδεμένουϲ A 5 καὶ om. GM 7 ὄνομα τόπου om. GM καὶ Γάδειρα—8 Κύθηρα om. AF, ante gl. V 10 παρακληθεὶϲ F 11 ἐπῆλθεν 13 Παιανεὺϲ A Ὀλόρου Mec, Agath. cf. IIl 520, 7 15 Σταγῶνοϲ F 17 ϲτάδια] ϲτάδιον V λέγεται—18 ἀκινητίζειν post 19 ϲκαφῶν omisso ἁπλωϲ transpos. V 18 Δίων—24 ὑφιϲταμένου om. F 18 ἐν λθ΄ Ρ. om. δὲ om. G 19 δεινῶϲ—20 προδιδόμενοι om. A 19 δεινῶϲ om. V 20 προδιδόμενοι ϲφ ἠνιῶντο om. V ϲφόδρα] δεινῶϲ G cf. vs. 19 21 ὁ alt.—23 ἄριϲτον om. 23 οὐδενὸϲ—25 ὅτι om. V 24 ὅτι om. G τὰ om. GM 25 π΄] οε΄ G ὅτι om. G(V) 26 δὲ pr. om. G πόδαϲ alt. om. F ‚δϲ΄] ‚δφ΄ rec. manus in A, Kust. 27 πόδα] πόδαϲ V ἐν—28 Νεμέᾳ om. V 27. 28 ἐν Ἐπιγράμμαϲι om. GM 28 ἐν om. AF Ἰϲθμοθήκη A Ἰϲθμόθι κἠν Anth. ὅτι— 29 Ἱππίαϲ mg. ArM, post 979 V: om. rell.; 29 καὶ—Ἱππίαϲ om. V)
423

982 Σταθερόν: ὀξύ, ἰϲχυρόν, θερμόν, ϲτάϲιμον, τὸ διὰ τὴν ὀξύτητα [*](Σ) τῆϲ κινήϲεωϲ ἑϲτάναι δοκοῦν Πλάτων ἐν Φαίδρῳ· μήπωϲ, ὦ Σώκρατεϲ, πρὶν ἂν τὸ καῦμα παρέλθῃ. οὐχ ὁρᾷϲ, ὡϲ ϲχεδὸν ἤδη μεϲημβρία ἵϲταται, ἡ δὴ καλουμένη ϲταθερά δύναται μέντοι καὶ θερμοτάτη εἶναι ἡ ϲταθερά, ὀξεῖα οὖϲα· καὶ γὰρ τὸν ἥλιον, ὅταν μᾶλλον ἐκκαῇ, ὀξὺν εἰώθαϲι λέγειν. ϲημαίνοι δ’ ἂν καὶ τὸ ϲτάϲιμον, τῷ μέϲον τι εἶναι τῆϲ ἡμέραϲ, καὶ μηδ’ ἐφʼ ἕτερον κλίνειν. καὶ Κρατῖνοϲ δ’ ἐν Σερίφοιϲ ἐπὶ τοῦ ὀξέοϲ ἢ ἰϲχυροῦ· οὕτω ϲταθερὸϲ τοῖϲ λωποδύταιϲ ὁ πόροϲ πεινῶϲι παφλάζει. Ἀντίμαχοϲ· θέρεοϲ ϲταθεροῖο. τινὲϲ καὶ ἐπὶ τοῦ ϲταϲίμου, ὡϲ Αἰϲχύλοϲ ἐν Ψυχαγωγοῖϲ· ϲταθεροῦ χεύματοϲ. καὶ Ἀριϲτοφάνηϲ ἐν Προαγῶνι· ϲταθερὰ δὲ κάλυξ νεαρᾶϲ ἥβηϲ. ϲημαίνει καὶ τὸ μόνιμον. Ἰώϲηποϲ· καὶ ϲταθερὰν τὴν ἡλικίαν μετ’ ἐμπειρίαϲ [*](Ε) ὁρῶν προβάλλεται ϲτρατηγόν. καὶ Ἐὐνάπιοϲ· ὁ δὲ πόλεμοϲ τῇ τοῦ [*](EL + Σ) βαϲιλέωϲ ὀξύτητι καὶ προνοίᾳ κατηνέχθη ἐπὶ τὸ ϲταθερόν τε καὶ ἀϲφαλέϲτερον. τουτέϲτιν ἰϲχυρόν, βέβαιον. ὅτι Σταθερὸϲ ἀπὸ [*](Ecl.) τοῦ ϲταθῆναι, ἀπὸ δὲ τούτου ϲταθερόϲ, καὶ ϲαθρὸϲ κατὰ ἀντίφραϲιν. ἢ ἀπὸ τοῦ ϲείεϲθαι ῥᾳδίωϲ· ἢ ἀπὸ τοῦ ϲείεϲθαι τὰ ἄρθρα.

983 Στάθευε: ὅπτα. Ἀριϲτοφάνηϲ· τὰϲ ϲηπίαϲ ϲτάθευε.

[*](Ar.)

984 Σταθήϲεται· ἵνα ἐπὶ ϲτόματοϲ δύο μαρτύρων ἢ τριῶν ϲταθήϲεται πᾶν ῥῆμα. ἐκ τοῦ Εὐαγγελίου.

985 Σταθμά· οἱ δὲ ὡμολόγηϲαν ἀργυρίου ϲταθμὰ διϲχίλια δώϲειν.

[*](EL.)

986 Σταθμᾶϲθαι: δοκιμάζειν. οὐ ῥήμαϲιν, ἀλλ’ ἔργοιϲ ἀεὶ εἰώθαϲι [*](Ε) τὴν ἐϲ ἀλλήλουϲ ϲταθμᾶϲθαι ϲτοργὴν οἱ ἄνθρωποι.

987 Σταθμεύϲαϲ ἐ πὶ τοῦ ῥεύματοϲ βραχὺ φρούριον ἐκ [*](Ε) διαϲτήματοϲ ἐϲ ἐφεδρείαν δύο χιλιαρχίαϲ ἔ ταξεν: ἀντὶ τοῦ ϲτρατεύϲαϲ.

[*](982 — μόνιμον praeter ϲτάϲιμον pr. ═ P 2 cf. P 1, sch. et Hermias in Pl. Phaedr 242a. H, sch. Ap. Rh. 1, 450 (unde Et. M 724, 41), lim. v. ϲταθερά; — ϲτάϲιμον pr. Ba 379, 23 cf 369, 18, Tim. v. ϲταθερόϲ, Bk. 305, 7, Ps. Didym. Miller Mél. 402; Pl. Phaedr. 242a, Crat. fr. 206, Antimach. fr 95 Κinkel, Aeschyl. fr. 276, Ar. fr. 467 vs. 12 καὶ— ϲτρατηγόν los. Bell. 3, 6 ὁ— ἀϲφαλέϲτερον Eunap. fr. 37, FHG 4, 28 ═ EL 595, 4, 7 —8 vs. 15 Σταθερὸϲ q. cf. Et. M. 707, 27 (partim ex An. Ox. 2. 409, 25) et 724, 43 983 Ar. Ach. 1041 c. sch. cf P, H 984 lo. Chrys. in Matth 18, 16, PG 58, 585a 985 Proc. Bell. 2, 6, 24 ═ EL 96, 4—5 986 οὐ sq. Proc. h a. 2, 8)[*](982 los. cf. v. Π 2732 985 cf. v. Α 465)[*](1 τὸ ὁξὺ καὶ ἰϲχυρὸν καὶ θ. V; ϲταθηρὸϲ δέ mg. add. Ar cf. Zon. 1668 A(GFVM) 2 Πλάτων— 4 μέντοι] λέγεται καὶ ϲταθερὰ μεϲημβρία F 4 παρίϲταται V μέντοι] μὲν V 5 μᾶλλον om. F 6 ϲημαίνει GFV M Phot. δ’ ἄν] δὲ G τῷ] τὸ GV 7 καὶ alt. —11 ἤβηϲ] ϲταθερὸν F 7 Κρατῖνοϲ— 9 Ἀντίμαχοϲ om. V 8 Σεριφίοιϲ Pors. cf. v 257 ὀξέωϲ G, Phot Mein. ἰϲχυρῶϲ Mein 9 τινὲϲ— 11 ἥβηϲ om. V 9 καὶ A, Phot.; δὲ καὶ GM 10 ὡϲ A, Phot.; καὶ GM 13 καὶ om. V πόλεμοϲ — 14 βαϲίλεωϲ] Πολύβιοϲ V 14 τε om. V, Exc. 15 Σταθερὸϲ] siglum ss. M, qui mg. add. γρ. ὅτι ϲταθερὸϲ ἀπὸ τῶν ϲταθμῶν καὶ ϲαπρὸϲ κατὰ ἀντίφραϲιν 16 ὁ ϲαθρὸϲ A 984 om. AFV mg. Ar 20 ἐκ τοῦ Εὐαγγελίου om. Ar 23 ὀργὴν G 25 χι λιάδαϲ V 26 ϲτρατεύϲαϲ] ϲτρατοπεδεύϲαϲ vel ϲταθμὸν καταϲτήϲαϲ praeeunte Gronov. Bhd.)
424
[*](Σ Anth.)

988 Στάθμη: τὸ ϲπαρτίον. ϲτάθμην ἰθυτενῆ μολιβαχθέα. ὡϲ [*](Ε) οὐκ ἂν εὑρόντεϲ ἄνδρα φιλίαϲ ἐν τῇ τῶν Φαλίϲκων ϲτάθμῃ δοκιμώτατον.

[*](Ε)

989 Σταθμηϲάμενοϲ: δοκιμάϲαϲ. Ἡρόδοτοϲ· ϲταθμηϲάμενοϲ γάρ, ὅκωϲ ἐλελεύϲεταί οἱ τὸ λοιπὸν τοῦ ποδόϲ, ἀπέταμε τὸν ταρϲὸν ἑωυτοῦ.

[*](Ε)

990 Σταθμητόν: μετρητόν. Ἀρριανόϲ· ἦν δὲ καὶ καμήλων οὐ ϲταθμητόν τι πλῆθοϲ. καὶ αὖθιϲ· πέτραι τε οὐ ϲταθμηταὶ τὸ μέγεθοϲ ἀπὸ κεραιῶν μετέωροι αἰωρούμεναι πρὸϲ τοὺϲ ὑπιέναι ὁρμῶνταϲ τὸ τεῖχοϲ ἐβάλλοντο.

[*](Greg.)

991 Σταθμία καὶ ϲταθμά: διχῶϲ λέγονται. εἰϲὶ δὲ τὰ ἐμβαλλόμενα ταῖϲ πλάϲτιγξι τοῦ ζυγοῦ.

[*](Δ)

992 Σταθμίζω· αἰτιατικῇ. ἐπὶ ἐνεϲτῶτοϲ μόνου. Ἐϲτάθμηϲα δέ.

[*](Δ)

993 Σταθμόϲ: τὸ πανδοκεῖον. καὶ Σταθμοῦχοϲ, ὁ πανδοκεύϲ. [*](Hesy.) καὶ Ναζιανζόϲ, ϲταθμὸϲ Καππαδοκίαϲ.

[*](Hdt.)

994 Σταθμόϲ: ϲτρατιωτικὴ κατάλυϲιϲ. Σταθμοὶ καὶ αἱ καταλύϲειϲ καὶ τὰ καταγώγια τῶν ἀγγελιαφόρων ἀπὸ πόλεωϲ εἰϲ πόλιν.

[*](Σ)

995 Σταθμώμενον· αἰτιατικῇ. δοκιμάζοντα.