Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

729 Σμάραγδοϲ: θηλυκῶϲ λέγεται. ἔϲτι δὲ εἶδοϲ λίθου πολυτίμου. [*](Ε) ἔλεγχοϲ δὲ βεβαιότατοϲ τῆϲ θεοϲεβείαϲ Πολυκράτουϲ τοῦ Σαμίου ἡ τῆϲ ϲμαράγδου τῆϲ ἐμβληθείϲηϲ εἰϲ τὸ πέλαγοϲ εὕρεϲιϲ, καὶ θηραθεὶϲ ὁ [*](Δ) ἰχθὺϲ ὁ ταύτην καταπιών. καὶ Σμαράγδειον, μέταλλον γῆϲ.

[*](Δ)

730 Σμερδαλέον: καταπληκτικόν.

[*](Δ)

731 Σμέρδιϲ: ὄνομα κύριον.

[*](Δ)

732 Σμῆγμα: καθαρτικόν, τὸ ἀποϲμῆχον.

[*](Ar.)

733 Σμηκύθηϲ: ὄνομα κύριον. διεβέβλητο δὲ ὡϲ γυναικώδηϲ τὸν τρόπον. τὸ δὲ πλῆρεϲ Σμηκύθηϲ κύριοϲ· ὥϲπερ ἐν ταῖϲ εἰϲαγωγαῖϲ τῶ ἐγκλημάτων κηρύττειν εἰώθαϲιν, ἐπειδὰν γυναικὶ ἐπιφέρηται ἔγκλημα. οὕτω γὰρ προϲκαλεῖϲθαι εἰώθαϲιν ἐν τῷ δικαϲτηρίῳ· ἢ ὁ δεῖνα καὶ ὁ κύριοϲ, τουτέϲτιν ὁ ἀνήρ. ἅμα οὖν ὡϲ γυναικώδη τὸν Σμήκυθον κωμῳδεῖ καὶ ἔχοντα κύριον, ὡϲ αἱ θήλειαι. εἴρηται οὖν ἐπὶ τῶν γυναικωδῶν. ἦν δὲ Θρᾳκῶν βαϲιλεύϲ, κίναιδοϲ. κύριον δέ, ὡϲ εἴρηται, τὸν ἄνδρα λέγει. οὕτω γὰρ ἀπεγράφοντο ἐν τοῖϲ δικαϲτηρίοιϲ· Ἀϲπαϲία καὶ κύριοϲ.

[*](725 — βυρϲοδέψηϲ ═ P, Ba 367,15 cf. sch. Pl. Gorg. 517e, H, Zon 1652 ὅτι sq. cf sch. Ar. Eq 44 726— ϲκοτεύϲ ═ P, Ba 367, 16, Ap. S. 142, 31 cf Bk. 302, 21, Et. M. 720, 29, H; sch. ξ 34 ═ Ambr. 547 727 — λωροτόμοϲ ═ P, Ba 367, 17 cf. sch. Pl. Gorg. 517e. H, sch. H 221 καὶ δῆτα sq Ar. Eccl. 3857 c sch. 385 plenior. 728 — ποτήριον ═ P, Ba 367, 18 cf. H (in ξ 112) καὶ — κακῶϲ Plut Alex. 75 contulit Gaf.; fort. Aelian. 729 λίθου cf. Ambr. 586 ἔλεγχοϲ — καταπιών fort. Aelian. Σμαράγδειον μέταλλον ═ Ambr. 595 730 sch. Greg. cf. An Ox. 2, 484, 32 vel Ann. 14; Ambr. 579 ═ Zon. 1659; H; sch. B 309 ═ Et. M. 721, 3 731 ═ Ambr. 581, Zon. 1659 732 cf. Ambr. 593 Ps. Herodian. 127 733 sch. Ar. Eq. 969)[*](725 cf. v. B 593 727 cf. v. O 768 728 extr. cf. v, Π 2563)[*](A(GFVM))[*](1 δερματολάκτηϲ A ὅτι om. G 4 γε om. F 4, 5 περὶ τὸ ϲκότοϲ] ἐπὶ τὸ ξίφοϲ G 7 πάντα GFVM εἰκάζομαι F 9. 10 ἐνεϲκιατραφόμενοι V 11 ϲκύφον] ϲκύφοϲ V Ἡρακλέα F προϲπίοντοϲ G et utrob. F 13 λέγεται F: cp. A λέγει GVM 14 βεβαιότατοϲ G, Bhd.: βεβαιότητοϲ rell. θεοϲεβείαϲ] εὐτυχίαε Chevraeus, obloquente Bhd. 16 Σμαράγδιον GVM 18 Σμέρδηϲ GVM ὅνομα— 20 Σμηκύθηϲ om. A 732 om. F 19 τὸ del. Bad. 21 κύριοϲ] καί Z Eust. 23 ἡ ὁ A: εἰ ὁ GVM ἡ sch., Kust. 24 γοῦν V Σμηκύθην Mec cf. sch. 25 κωμῳδῶν V 26 γυναικῶν G κύριοϲ Vec 27 δικαϲτηκοῖϲ V)
393

734 Σμήνη: τὰ τῶν μελιϲϲῶν πλήθη. ἐϲ Κόλχουϲ ἐμβαλόντεϲ οὐδὲν [*](Σ +  Ε) ὅ τι καὶ ἐθαύμαϲαν. τὰ δὲ ϲμήνη πολλὰ ἦν αὐτόθι, καὶ τῶν κηρίων ὅϲοι ἔφαγον τῶν ϲτρατιωτῶν, πάντεϲ ἄφρονέϲ τε ἐγένοντο καὶ ἤμουν καὶ ἔκειντο πολλοὶ καὶ τῇ ὑϲτεραίᾳ ἀνίϲταντο ὥϲπερ ἐκ φαρμακοποϲίαϲ. ϲμήνεοϲ ἔκ με ταμὼν γλυκερὸν θέροϲ ἀντινομαίων γηραιὸϲ Κλειτῶν [*](Anth.) ϲπεῖϲε μελιϲϲοπόνοϲ.

735 Σμῆνοϲ: πλῆθοϲ μελιϲϲῶν. οἱονεὶ ἐϲμόϲ. ἰδίωϲ δὲ ϲμῆνοϲ [*](Σ) καλεῖται τὸ ϲύϲτημα τῶν μελιϲϲῶν. Ὁμηρικῶϲ οὖν κέχρηται τῇ τροπῇ· [*](Ar.) φηϲὶ γὰρ περὶ τοῦ Νέϲτοροϲ, τοῦ καὶ ἀπὸ γλώϲϲηϲ μέλιτοϲ γλυκίων ῥέεν αὐδή. ἡ δοτικὴ τῷ ϲμήνει. καὶ Σμηνουργεῖν, ῥῆμα.

[*](Δ)

736 Σμῆξιϲ: τρῖψιϲ. ἐκ τοῦ ϲμήχω. καὶ Σμῆξαι, καθᾶραι.

[*](Δ)

737 Σμήρινθοι: ϲπάρτα, ϲχοινία λεπτά.

[*](Σ)

738 Σμικρολόγοϲ: ὁ φειδωλόϲ. πολλάκιϲ κατʼ οἶκον ἑϲτιῶντα [*](Δ) ἡμᾶϲ ἀπολύειν ἔτι πεινῶνταϲ.

[*](Ε?)

739 Σμικυθίων: ὄνομα κύριον.

[*](Harp.)

740 Σμῖλαξ: εἶδοϲ βοτάνηϲ.

[*](Δ)

741 Σμιλεύματα: ἐκβαλλόμενα ἀπὸ ϲμίληϲ. ἀντὶ τοῦ διαγλύμματα, [*](Ar.) ἐρεθίϲματα. ϲμιλεύματά τʼ ἔργων φωτὸϲ ἀμυνομένου.

742 Σμίλῃ: ἐργαλεῖον. ἐν Ἐπιγράμμαϲι· καὶ ϲμίλαν δονάκων [*](Δ) ἀκροβελῶν γλυφίδα. μακρὸν τὸ ι. καὶ Σμίληϲ ὁλκοί, ἀντὶ τοῦ [*](Anth.) γραφείου. τὰ ϲημεῖα τῶν γραμμάτων. ἄγε δὴ πινάκων ξεϲτῶν δέλτοι, [*](Ar.) δέξαϲθε ϲμίληϲ ὁλκούϲ.

743 Σμιλίον.

[*](Δ)

744 Σμινύην: ϲκαφεῖον, ἢ δίκελλαν. ἢ ἀξίνην. ὁ δὲ ὀρύττειν [*](Σ) ἐκέλευε ϲμινύαιϲ (δικέλλαιϲ) ὑπὸ λαμπρά τῇ ϲελήνῃ. καὶ αὖθιϲ· [*](Ε + Σ) τοῦτʼ αὐτὸ καὶ βούλομαι, ἢν ἡ ϲμινύη μοι μὴ προδῷ τὰϲ ἐλπίδαϲ. [*](Ar.) ἀντὶ τοῦ μὴ κλαϲθῇ.

[*](734 ἐϲ— φαρμακοποϲίαϲ Χen. An. 4, 8,19—20 ϲμήνεοϲ sq. Anth. 6, 239, 1 2 735 — μελιϲϲῶν ═ P, Ba 367, 20, sch. Ar. Nu. 297 cf. Zon. 1659, Ps. Herodian 127 Ambr. 594, H οἱονεὶ— αὐδή sch. Ar. Nu. 297 cf. Et. M. 721, 9; Α 249 τῷ ϲμήνει cf. Ambr. 594 736 Σμῆξαι sq cf. H. Zon. 1660 737 ═ P, Σa cf. Ba 367, 21 ═ H (in Pl. Leg. 1, 644e) 738 πολλάκιϲ sq. ad v 888 pertinere vidit Hemst. 739 Harp. ═ P 740 aliter Ps. Herodian. 127, Zon. 1659, H 741 Ar. Ran. 819—820 c. sch. cf. H 742 — ἐργαλεῖον ═ Ps. Herodian. 127 καὶ ϲμίλαν —γλυφίδα Anth. 6, 62, 2 Σμίληϲ ὁλκοί sq. Ar. Th. 778 —9 c. sch 743 cf. Ps Herodian. 127 744 ἀξίνην P cf. Tim., sch. Pl. Rep. 370d; δίκελλαν═ Ba 367, 22, H cf. sch. Ar. Nu. 1486, Moer. 209, 13 τοῦτ᾿  sq. Ar. Nu. 1499 —1500 c. sch. 1500)[*](740 cf. v. M 1058 744 Ar. cf. v H 366)[*](1 ἐμβάλλοντεϲ V 3 ἄφωνεϲ G τε om F 4 καὶ ἔκειντο — 5 μελιϲϲοπόνοϲ A(GFVM) om. F 4 φαρμακωϲίαϲ A 5 ϲμήνεοϲ] nov. gl. A ἔκ με A. Anth.: ἐκ τε V ἔμε GM ἀντινομένων V cf. Anth. Κλειτὸϲ GMec 765 om. A 7 ϲμῆνοϲ alt.] πλῆθοϲ F 8 κέχρητο F 12 λεπτά] χαλεπά V 13 ὁ AFV, οἷον ὁ M οἷον G ἑϲτιῶνταϲ G 14 πεινῶν V 739 om. F 6 εἰδὸϲ βοτάνηϲ F; lac. 3 A βοτάνη GVM 17 ἐμβαλλόμενα A ὑπὸ GM 18 ἀμυνουμένου M ἀμμυομένου V 20 ὁλκή GF 21 ἄγε— 22 ὁλκούϲ om. F 743 om F; καὶ Σμιλίον GVM 25 (δικέλλαιϲ) del. Kust. 27 μή AFV, sch.: εἰ μὴ GM)
394
[*](Σ)

745 Σμώδιγγεϲ: μώλωπεϲ. καὶ Σμῶδιξ, μώλωψ, τὸ ἐκ πληγῶν οἴδημα.

[*](Ar.)

746 Σμώχετε: ἀντὶ τοῦ μαϲάϲθε. Ἀριϲτοφάνηϲ· ἀνδρικῶϲ ἐμβάλλετον, καὶ ϲμώχετ’ ἀμφοῖν ταῖν γνάθοιν. οὐδὲν γάρ, πόνηροι, λευκῶν ὀδότων ἔργον ἐϲτίν, ἢν μή τι καὶ μαϲῶνται.

[*](Ar.)

747 Σμώχειν: τὸ λοιδορεῖν. ἀπὸ τοῦ καθάπτεϲθαι τῶν ϲμωμένων.

[*](Ar.)

748 Σμοιόϲ: ὄνομα κύριον. αἰϲχροποιὸϲ εἰϲ γυναῖκαϲ. Σμοιὸϲ δ᾿  ἐν αὐταῖϲ ἱππικὴν ϲτολὴν ἔχων τὰ τῶν γυναικῶν διακαθαίρει τρυβλία.