Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

[*](Greg.)

709 Σκύλλα: ἐν τῷ Τυρρηνικῷ πελάγει θηρίον ἐμυθεύετο εἶναι, μέχρι μὲν ὀφθαλμῶν γυναικὸϲ περικαλλοῦϲ ϲχῆμα ἔχον· ἑκατέρωθεν δὲ κυνῶν κεφαλὰϲ ἔξ· τὸ δὲ ἄλλο ϲῶμα ὀφιῶδεϲ.

[*](Hesy.)

710 Σκύλαξ, Καρυανδεύϲ (πόλιϲ δ’ ἐϲτὶ τῆϲ Καρίαϲ πληϲίον Ἁλικαρναϲϲοῦ τὰ Καρύανδα), μαθηματικὸϲ καὶ μουϲικόϲ. Περίπλουν τῶν ἐκτὸϲ τῶν Ἡρακλέουϲ ϲτηλῶν, Τὰ κατὰ Ἡρακλείδην τὸν Μυλαϲϲῶν βαϲιλέα, Γῆϲ περίοδον, Ἀντιγραφὴν πρὸϲ τὴν Πολυβίου ἱϲτορίαν.

[*](Synt.)

711 Σκυλεύω· αἰτιατικῇ.

[*](Δ)

712 Σκυμνεία γονή: ἡ τῶν ϲκύμνων.

[*](Σ)

713 Σκύμνοϲ: ϲκύλαξ λέοντοϲ. οὐ χρὴ λέοντοϲ ϲκύμνον ἐν πόλει [*](Ar.) τρέφειν. μάλιϲτα μὲν λέοντα μὴ ν πόλει τρέφειν· ἢν δ᾿  ἐκτραφῇ τιϲ, τοῖϲ τρόποιϲ ὑπηρετεῖν. Αἰϲχύλοϲ λέγει περὶ Ἀλκιβιάδου. μὴ ἀνατρέφειν φρόημα, ἐὰν δὲ ἀνατραφῇ, μὴ ἐρεθίζειν, ἀλλὰ τιθαϲϲεῦϲαι. καὶ ὁ μὲν Ἐὐριπίδηϲ ϲυμβεβούλευκε μὴ δέξαϲθαι· ὁ δὲ Αἰϲχύλοϲ τοιαύτην τινὰ διάνοιαν, μὴ καταδέξαϲθαι ἢ καταδεξάμενον τροποφορεῖν. καὶ ὁ μὲν Αἰϲχύλοϲ ϲοφῶϲ εἶπεν, ὁ δὲ Εὐριπίδηϲ ϲαφῶϲ.

[*](Σ)

714 Σκυρίαν δίκην: οἱ ϲκηπτόμενοι ἐν ταῖϲ δίκαιϲ ἔφαϲκον εἰϲ [*](Δ) Σκύρον ἀποδημεῖν. Σκύροϲ γὰρ νῆϲόϲ ἐϲτι.

[*](Δ)

715 Σκυρίττω: κερατίζω.

[*](Σ Hdt.)

716 Σκυτάλαι: ϲτρογγύλα καὶ λεῖα ξύλα. παρὰ δὲ Ἡροδότῳ ῥάβδοϲ.

[*](Σ)

717 Σκυτάλη: βακτηρία ἀκροπαχήϲ, ἢ φραγέλλιον.

[*](Σ)

718 Σκυτάλη: ἐπιϲτολὴ Λακωνική. ἦν δὲ ἡ ϲκυτάλη ξύλον ἐξεϲμένον ἐπίμηκεϲ. δύο δὲ παρὰ Λακεδαιμονίοιϲ ὑπῆρχον ϲκυτάλαι· καὶ τὴν μὲν μία κατεῖχον οἱ ἔφοροι τῶν Λακεδαιμονίων, τὴν δὲ ἑτέραν τῷ ἐκπεμπομέῳ παρ᾿  αὐτῶν ϲτρατηγῷ παρεῖχον. καὶ ὁπότε ἐβούλοντό τι [*](708 Ar. Eccl. 418—420 c. sch. plenior. 709 Nonn. in Greg. Naz., PG 36,1013a 710 cf. Steph. Byz. v. Καρύανδα 711 ═ Synt. Laur. et Gud. 712 l. cf. L. Ambr. 522 713 — λέοντοϲ ═ P, Ba 366, 30 cf. H, Zon 1652 οὐ sq. Ar. Ran. 1431—2 c. sch. 1432 et 1434 714 — ἀποδημεῖν ═ P Σκύροϲ sq. cf. Ambr. 519, Et. M. 720, 24, H 716— ξύλα ═ P, Ba 366, 31 δάβδοϲ gl. Hdt. 3,137 717 ═ P, Ba 366, 32 cf. H, Et. M. 720,41 713 ═ P; — p. 391, 6 ἐπιϲτολή alt. ═ Σa, Ba 367,1 cf. seh. Thuc. 1, 131, 1, sch. Ar. Av. 1283; sch. Pind. O. 6, 154b; Aristot. fr. 466) [*](708 cf. v. 7 406 713 cf. v. O 986 717 cf. 721) [*](A(GFVM)) [*](708 om. F, extra ord. 1 καὶ Σκυλοδεψῶν GVM 3 μὴ λαθεῖν V 5 ὀμφαλῶν. Pierson cf. Nonn., sch. μ 105 Dind. ϲχήματ(α) A ἔχων F 7 δ᾿  om. A Καρίηϲ V 8 τὰ— 10 ἱϲτορίαν om. F 8 μαθηματικὸϲ καὶ μουϲικόϲ alteri tribuendum sec. Vossium 9 ἐκτὸϲ] ἐντὸϲ καὶ ἐκτὸϲ Vossius ἐντὸϲ Bhd. cf. v. Χάρων 2 τῶν] τοῦ G κατὰ] κατὰ τὸν ed. pr. Μυλαϲῶν GVacM 15 τοῖϲ sq.] ἤγουν τοῖϲ θελήμαϲι ss. V 16 φρόνιμον G, ss. M, v. l. O 986 ἐρεθίζειν] διεγείρειν ss. V τιθαιϲεῦϲαι A 18 καταδεξάμενοϲ AF τροποφορεῖν] φορο ss. M cf. ad O 986 21 γὰρ AF VMac: δὲ GMec 22 κερατίζω] καὶ κυρίττω add. G 23 δὲ om. F 25 φραγέλιον VM, Ba φραγγέλιον GF)

391
ἐπιϲτεῖλαι αὐτῷ, φέροντεϲ ἱμάντα λευκὸν περιείλουν τὴν ϲκυτάλην καὶ ἐπὶ τοῦ ἱμάντοϲ ἔγραφον. καὶ ἀνελίττοντεϲ παρεῖχον τὸν ἱμάντα τῷ ἀποφέροντι. τοῦτο δὲ ἐποίουν, ἵνα μὴ μανθάνωϲιν οἱ ἀποφέροντεϲ τὸ δηλούμενον ἐν αὐτῷ. ὁ δὲ ϲτρατηγὸϲ δεχόμενοϲ τὸν ἱμάντα τῇ ἑαυτοῦ ϲκυτάλη περιέλιττε καὶ ἐγίνωϲκεν οὕτωϲ τὰ γεγραμμένα. λέγεται οὖν καὶ ἡ ἐπιϲτολή, καὶ αὐτὸ τὸ ξύλον, ἀφʼ οὗ καὶ ἡ ἐπιϲτολή. Διοϲκορίδηϲ δ᾿  ἐν τοῖϲ Περὶ νομίμων τοὺϲ δανείζονταϲ ἐν Σπάρτῃ διαιρεῖν ϲκυτάλην, δύο παρόντων μαρτύρων, καὶ γράφειν τὸ ϲυμβόλαιον ἐν ἑκατέρῳ τμήματι· καὶ τὸ μὲν ἐνὶ τῶν μαρτύρων διδόναι, τὸ δὲ δι· ἑαυτοῦ ἔχειν. ἐχρῶντο δ’ αὐτῷ καὶ ἀλλοίωϲ, ὡϲ Ἀριϲτοτέληϲ ἐν τῇ Ἰθακηϲίων πολιτείᾳ μβ΄.

719 Σκυταλίδεϲ: πυροβόλα ἐργαλεῖα. ἦϲαν δὲ τοιαῦτα ϲκυτάλια [*](Ε) ξύλινα, τὰ μὲν ποδιαῖα, τὰ δὲ πηχυαῖα· πάντα δὲ ταῖϲ καταϲκευαῖϲ ἦϲαν ἀκροθιγῆ. ταῦτα κέντροιϲ ϲιδηροῖϲ διείληπτο τὰϲ κεφαλάϲ· διὰ δὲ τῶν κεντρῶν διεπέπλεκτο ϲτίππυον καὶ δᾷδεϲ, κατὰ δὲ τῶν αὐτῶν πίττα κατεκέχυτο. καὶ οἱ μὲν ἀνεδίδοϲαν ἐνάπτοντεϲ, οἱ δὲ ἔβαλλον ἀπὸ τόνου ταῦτα πρὸϲ τὰϲ πρώταϲ οἰκίαϲ· ὧν προϲπιπτόντων μετὰ βίαϲ καὶ τῶν κέντρων ταῖϲ ϲανίϲι πηγνυμένων, προϲέμενε τὸ πῦρ καὶ ταχέωϲ ᾖθε.

720 Σκυτάλι᾿  ἐφόρουν: ἀντὶ τοῦ ἐλακώνιζον.

[*](Ar.)

721 Σκύταλον: τὸ ῥόπαλον. ἔγωγέ τοι τὸ ϲκύταλον ἐξηνεγκάμην. [*](Ar.) Ἡρόδοτοϲ· καὶ τοῖϲ ϲκυτάλοιϲιν ἔπαιον τοὺϲ Πέρϲαϲ. ὅ ἐϲτι [*](Ε) βακτηρία ἀκροπαχήϲ. Ἀριϲτοφάνηϲ· τὸ ϲκύταλον ἐξήνεγκα τὸ τοῦ [*](Σ) Λαμίου. ἦν δὲ πένηϲ, ἀπὸ ξυλοφορίαϲ ζῶν· διὸ καὶ βακτηρίαν ἐξενέγκαϲ [*](Ar.) αὐτοῦ φηϲιν εἶναι· κωμῳδεῖται γὰρ ὡϲ δεϲμοφύλαξ. τουτέϲτιν ἐκείνω τῶν ϲκυταλῶν, ὧν πέρδεται. ἀντὶ τοῦ ὧν φέρει. ἢ ἴϲωϲ ὑπὸ τοῦ βάρουϲ ἐπέρδετο.

722 Σκύτινοϲ: κοίτη ἢ δέρμα. Ἀριϲτοφάνηϲ Νεφέλαιϲ· ἁμαξίδαϲ τε ϲκυτίναϲ εἰργάζετο. τουτέϲτι δερματίναϲ ἁμάξαϲ ἐποίει. ἐπὶ τῇ [*](Ar.) κεφαλῇ κράνη ϲκύτινα, οἷά περ Παφλαγονικά, κρώβυλον ἔχοντα κατὰ [*](Ε) μέϲον ἐγγυτάτω τιαροειδῆ.

[*](Δ)

723 Σκυτίϲ, ϲκυτίδοϲ.

[*](Suid.)

724 Σκυτοδέψηϲ: Ἀττικόν· βυρϲοδέψηϲ δὲ Ἀϲιανόν.

[*](720 sch Ar. Av. 1283 721 — ἐξηνεγκάμην Ar. Eccl. 76 c. sch. 78 καὶ. τοῖϲ— Πέρϲαϲ Hdt. 3, 137, 2 βακτηρία ἀκρ. cf. ad 717 τὸ sq. Ar. Eccl. 76— 8 c. sch. 722 ἁμαξίδαϲ— ἐποίει Ar. Nu. 880 c sch. ἐπὶ sq. Xen. An. 5, 4, 13)[*](721 Σ cf 717 722 Xen cf. v. Κ2488 724 ex v. B 593)[*](5 εριείλιττε M, Pors. ἀνεγίνωϲκεν G, Phot. Ba 6 καὶ alt. om. G A(GFVM) ἀφ’ οὖ καὶ] ἐν ᾦ G; γρ. ἐφ’ οὖ ss. M V Διοϲκουρίδηϲ G, Phot. 11 μβ΄] μαρτυρεῖ G 14 ἀκροκριθῆ AF ἀκροθηγῆ Bhd. διείληπται G 15 ϲτίπυον F ϲτύππιον Mec ϲτυπεῖον G cf. 1117 et 1259—60 τῶν αὐτῶν AGac; τὸν αὐτὸν GecMV ταὐτόν F 16 κατακέχυτο G οἱ pr.] ἡ V ἀνάπτοντεϲ VMac 21 ἐξενεγκών F 22 καὶ GVM, Hdt.: ἐν A 24 25 ἐξενέγκαϲα e sch. Gsf. 25 θεϲμοφυλάκων V 28 Σκύτιοϲ V Νεφέλαιϲ om. V 29 τε] δὲ V 724 om. AFV, sed p. 392, 1 Ἀττικόν post l. et Ἀϲιανόν post βυρϲοδέψηϲ add. V)
392
[*](Σ)

725 Σκυτοδέψηϲ: δερματομαλάκτηϲ. καὶ βυρϲοδέψηϲ. ὅτι Κλέων [*](Ar.) ὁ Ἀθηναῖοϲ, ὁ Κλεαινέτου, ϲτρατηγόϲ, μανιώδηϲ ἀνήρ, βυρϲοδέψου παῖϲ.

[*](Σ)

726 Σκύτοϲ: πᾶν δέρμα. ἀφ’ οὖ καὶ ϲκυτεύϲ. ὁ δὲ εἰϲ τὸ κράνοϲ [*](Ε) φέρει τὸ δόρυ, οὐ μέντοι διεῖλέ γε, περιολιϲθούϲηϲ τῆϲ αἰχμῆϲ περὶ τὸ ϲκύτοϲ.

[*](Σ)

727 Σκυτοτόμοϲ: ϲκυτεύϲ, λωροτόμοϲ. Ἀριϲτοφάνηϲ· καὶ δῆτα [*](Ar.) πάνταϲ ϲκυτοτόμοιϲ εἰκάζομεν. ἀλλ’ ὑπερφυῶϲ ὡϲ λευκοπληθὴϲ ἦν ἰδεῖν ἡ ἐκκληϲία. περὶ τῶν γυναικῶν λέγει, ὅτι ἦϲαν λευκαί. ἐπειδὴ οἱ ϲκυτοτόμοι ἐν ϲκιᾶ καθεζόμενοι ἐργάζονται καὶ εἰϲὶν ἐϲκιατρραφημένοι, τοῦτο εἴρηκε.

[*](Σ)

728 Σκύφοϲ: ποτήριον. καὶ ϲκύφον Ἡρακλέουϲ προπιόντοϲ, [*](Ε + Σ) ἀπνευϲτὶ πιὼν ἔϲχε κακῶϲ. προπιόντοϲ ἀντὶ τοῦ προτιμῶντοϲ.