Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

[*](Σ Δ)

507 Σιφλόϲ: μῶμοϲ. ψόγοϲ, μέμψιϲ.

[*](Σ)

508 Σιφλώϲειεν: μέμψειεν, ἐκφαυλίϲειεν.

[*](Δ)

509 Σιφνεύϲ: ὄνομα κύριον.

[*](Prov. ?)

510 Σιφνιάζειν: ἐπὶ τῶν τὰϲ χεῖραϲ προϲαγόντων τοῖϲ ἰϲχίοιϲ· ὥϲπερ Λεϲβιάζειν ἐπὶ τῶν παρανομούντων ἐν τοῖϲ ἀφροδιϲίοιϲ. [*](Σ) Σιφνιάζειν καὶ Λεϲβιάζειν, ἀπὸ τῆϲ νήϲου Σίφνου, ὡϲ καὶ τὸ Κρητίζειν. καὶ τὸ Σίφνιοϲ δὲ ἀρραβὼν ὁμοίωϲ· Σιφνιάζειν γὰρ τὸ ἄπτεϲθαι τῆϲ πυγῆϲ δακτύλῳ, Λεϲβιάζειν δὲ τὸ τῷ ϲτόματι παρανομεῖν.

[*](Ε)

511 Σίφνιοι· οὗτοι πλουϲιώτατοι ἐγένοντο, οὐ μόνον τῶν νηϲιωτῶν, ἀλλὰ καὶ τῶν ἠπειρωτῶν εὖ μάλα ϲυχνῶν. ἕωϲ μὲν οὖν τὴν δεκάτην ἐϲ Δελφοὺϲ ἀπέϲτελλον εὐτάκτωϲ καὶ ἐπείθοντο τῷ χρηϲμῷ τῷ τοῦτο προϲτάξατι, τὰ τοῦ πλούτου αὐτοῖϲ ἐπίδοϲιν εἶχε, φανέντων ἀργυρείων μετάλλων. ἐπεὶ δὲ τὴν φορὰν τὴν τῆϲ ἀπαρχῆϲ ἐξέλιπον, θάλαϲϲα ἐπιρρεύϲαϲα καὶ ἐπικλύϲαϲα ἠφάνιϲεν αὐτοῖϲ τὴν τοῦ πλούτου χορηγίαν, περιῆλθόν τε εἰϲ πενίαν νηϲιωτικὴν καὶ ἀπορίαν δεινήν. [*](Ar.) ἐκ τῶν Ἴωνοϲ Φρουρῶν. φηϲὶ δὲ καὶ Ἀριϲτοφάνηϲ· ποθεῖ μέν, ἐχθαίρει δέ, βούλεται δ’ ἔχειν. τουτέϲτιν ἡ πόλιϲ τῶν Ἀθηναίων ποθεῖ μὲν ὡϲ [*](504 ═ P, Ba 365, 9, H (in Ar. Eq. 416) 505 Πειραιεῖ Harp ═ P cf. Bk. 300, 19, Aristot. Ath. Pol. 51, 3 Σιτοφυλακεῖον cf. Ambr. 420 506 ═ P, Ba 365, 10 (in Dem. 18, 248) 507 — μῶμοϲ ═ P, Ba 365, 11, H cf. sch Ap. Rh. 1, 204, Zon. 1643 ψόγοϲ cf sch. Ξ142, Ambr. 300, Zon. 1643 508 ═ P, Ba 365,12, Σa (in Ξ142) cf. Ap. S. 142, 3 510 Σιφνιάζειν sec sq ═ P cf. Paroem. ed. Gsf. 105 n. 860 511 — δεινήν Aelian. fr. 345 (Paus. 10, 11, 2 contulit Gsf.) ἐκ τῶν sq. Ar. Ran. 1425, 1425—27 c. sch.; lon. fr. 44) [*](505 καὶ Σιτοφυλακεῖον ex v. χαρτοφυλάκιον 511 Ar. cf. 371) [*](A(GFVM)) [*](3 ἀπαιτῇ] καὶ add. A, τὴν add. Pors. 4 ἐκβολήν GM 6 ἀναδιδῶται M 8 ἀρχή — 10 Πειραιεῖ] οἱ τὸν ϲῖτον φυλάϲϲοντεϲ καὶ δικαίωϲ πωλοῦντεϲ F 8 ὅπωϲ] ὅπωϲ ἄν V 9 πραχθήϲεται V 10 καὶ Σιτοφυλακεῖον om. A, καὶ om. G, nov. gl. 12 ψόγοϲ om. V 13 μέμψοιεν ἐκφαυλίϲοιεν AF, Ba Σa 15 τὰϲ— 16 τῶν om. F 16 ἐπὶ— 17 Λεϲβιάζειν om. V 17 καὶ Λεϲβιάζειν om. G, nov. gl. νήϲου] τῆϲ add A 18 ἄραβὼν AGF 19 τὸ om. V cf. Phot. 22 τῶν del. Bhd. τὴν] ταύτην τὴν G 24 τοῦ om. V 24, 25 ἀργυρίων V 25 τὴν alt. om. V 27 νηϲιῶται V 29 δ’ ἔχειν GM: δέ AV)

371
δραϲτήριο τὸν Ἀλκιβιάδην, μιϲεῖ δὲ ὡϲ τυραννικόν. ἐπιφέρει γάρ, μιϲῶ πολίτην, ὅϲ τιϲ ὠφελεῖν πάτραν βραδὺϲ φανεῖται, μεγάλα δὲ βλάπτειν ταχύϲ· καὶ πόριμον αὑτῷ, τῇ πόλει δ’ ἀμήχανον. καὶ τοῦτο περὶ Ἀλκιβιάδου, βραδέωϲ μὲν ὠφελοῦντοϲ τὴν πατρίδα, ταχέωϲ δὲ βλάπτοντοϲ.

512 Σιφωνίζειν: κυρίωϲ ἐπὶ τῶν ὑγρῶν, τὸ ἀποϲπᾶν. Ἀριϲτοφάνηϲ [*](Ar.) δὲ κατεχρήϲατο, εἰπών, ϲιφωνίζομεν τὸν ϲῖτον.

513 Σθεναρόϲ: ἰϲχυρόϲ.

[*](Σ)

514 Σθένει: δύναται. Σ θένει δὲ δοτική.

[*](Σ Δ)

515 Σθενέβοια: Προίτου γυνή. αὕτη φιλήϲαϲα τὸν Βελλεροφόντην [*](EV) καὶ μὴ ἐπιτυχοῦϲα διὰ τὴν τούτου ϲωφροϲύνην τοὐναντίον διέβαλεν αὐτὸν τῷ Προίτῳ, ὡϲ βουλόμενον αὐτὴν μοιχεῦϲαι. καὶ ἀγανακτήϲαϲ ὁ Προῖτοϲ ἔπεμψεν αὐτὸν τῷ Ἰοβάτῃ, τῷ πατρὶ τῆϲ Σθενεβοίαϲ, ἴνα ἐκεῖνοϲ αὐτὸν φονεύϲῃ· ὁ γὰρ Προῖτοϲ ἀνελεῖν αὐτὸν οὐκ ἠβουλήθη, ἐπειδὴ ἐν τάξει τέκνου ἀνεθρέψατο αὐτόν. αἰϲθόμενοϲ δὲ ὁ Ἰοβάτηϲ ὅτι ψευδήϲ ἐϲτιν ἡ κατ’ αὐτοῦ κατηγορία, ἐφείϲατο τοῦ Βελλεροφόντου. μετὰ δὲ τὴν βαϲιλείαν τοῦ Προίτου Ἀκρίϲιοϲ ἐβαϲίλευϲε. θάνατοϲ [*](Suid.) Σθενεβοίαϲ ἀνάπυϲτοϲ ἐγένετο. ἀντὶ τοῦ φανερόϲ.

516 Σθένηϲ: ἰϲχυρόϲ, καρτερόϲ.

[*](Σ)

517 Σθένιϲ, Σθένιδοϲ: ὄνομα κύριον.

[*](Δ)

518 Σθένοϲ: δύναμιϲ. καὶ ἡ δοτικὴ τῷ ϲθένει.

[*](Δ)

519 Σκάζει: χωλεύει.

[*](Σ)

520 Σκάλα: Ῥωμαϊϲτὶ ὁ ἀναβολεύϲ.

521 Σκαλαθῦραι: ϲυνουϲιάϲαι. Ἀριϲτοφάνηϲ· ἢν μείρακ’ ἰδὼν ἐπιθυμήϲῃ [*](Ar.) καὶ βούληται ϲκαλαθῦραι.

522 Σκαλαθυρμάτια: ϲκιάϲ τιναϲ. καὶ ϲκαλεύματα. ἔγκειται δὲ τὸ [*](Ar.) ἄθυρμα, οἷον παίγνιον καὶ οὐδὲν ἀξιόπιϲτον. τουτέϲτι λεπτὰ καὶ παντάπαϲι μικρὰ νοήματα, καὶ μαθήματα, ϲκαριφεύματα.

523 Σκαλεύειν: ἀνακινεῖν, διαξαίνειν. Ἀριϲτοφάνηϲ· ἐν εἰρήνῃ διάγειν ἔχωνθ’ ἑταίραν καὶ ϲκαλεύτουϲ ἄνθρακαϲ. ἀντὶ τοῦ ζωπυροῦντα [*](Ar.) τοὺϲ ἄνθρακαϲ· ἢ ἐνθάδε τὸ γυναικεῖον αἰδοῖον ἄνθρακαϲ εἶπεν· ἢ [*](512 Ar. Th. 557 c. sch. 513 ═ P, Ba 364, 6 cf. H, sch. 1 501 514 — δύναται═ P, H cf. Et. M. 711, 52 515 lo. Antioch. fr. 21, F HG 4, 549 ═ Ε V 1, 166, 16 —24 516 ═ P, H 517 ═ L cf. Ambr. 292 518 — δύναμιϲ ═ Et. M. 711, 52, sch. Θ 32 cf. H, Byz. Zt. 16, 65, 18 519 ═ P, Ba 365, 13, Zon. 1656 cf. H, sch. Λ 810 521 Ar. Eccl. 611 c sch. 522 sch. Ar. Nu. 630 pleniora 523 — ἀνακινεῖν cf. H ἐν εἰρήνῃ sq. Ar. Pac. 439—440 c. sch. cf. Jb. Suppl. 16729) [*](514 cf. 518 515 cf. v, l 400; θάνατοϲ sq. ex v. A 2041 518 cf. 514 520 cf. v. 1811) [*](6 Σιφωνίζει M ἐπὶ] μὲν ἐπὶ F V 7 ϲιφωνίϲωμεν G 513—8 post A(GFVM) 350 F 9 δύναται] ῥῆμα δ. G δῆμα ἀντὶ τοῦ δ. M Σθένει δὲ δοτική om. F V; ante 513 Σθένει add. F; post δοτική add. ἰϲχύει G ἀντὶ τοῦ ἰϲχύϊ add, M 11 τυχοῦϲα G 17 θάνατοϲ— 18 φανερόϲ mg. M; om. rell. 19 Σθένιϲ] δὲ add, G M 21 καὶ— ϲθένει om. G 24 μείρακ A μείρακοϲ μειράκιον V 27 τὸ ἄθυρμα post οἷον iterant F V 30 ἔχων F ἔχονθ’ Ar. καὶ ex G solo, Ar. ϲκαλεύτουϲ F V; ϲκαλεύει τοὺϲ AGM ϲκαλεύοντ᾿  Ar. ζωπυροῦνταϲ F ζωπυρεῖ AGM 31 τοὺϲ ἄνθρακαϲ om. G)

372
ἀντὶ τοῦ ἐν ἀγρῷ διατρίβων· ἐπεὶ οὗτοι ὀπτῶϲι βαλάνουϲ καὶ ϲκαλεύουϲι τοὺϲ ἄνθρακαϲ ἐν τῷ ὀπτεῖν.

[*](Σ)

524 Σκαληνόϲ: ἄνιϲοϲ. καὶ Σκαληνόν, γεωμετρικὸν ϲχῆμα, [*](Δ) δίκην ϲκάλαϲ.

[*](Suid.)

525 Σκαλμίδια· ἀϲπαζόμεϲθ’ ἐρετμὰ καὶ ϲκαλμίδια, φηϲὶν ὁ Κωμικόϲ.

[*](Σ)

526 Σκάλλοντεϲ: ϲκάπτοντεϲ.