Suidae lexicon
Suda
Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935
527 Σκάλοπαϲ: μύαϲ τινάϲ, οὓϲ φαμὲν ἀϲπάλακαϲ.
529 Σκαμβή: διεϲτραμμένη.
530 Σκαμβὸν ξυλὸν οὐδέποτ’ ὀρθόν· ζήτει ἐν τῷ τὸ ϲκαμβόν.
531 Σκάμων: ὄνομα κύριον.
532 Σκαμμωνία: εἶδοϲ βοτάνηϲ.
533 Σκαμμωνίδαι: δῆμοϲ τῆϲ Λεοντίδοϲ.
534 Σκανδάληθρα: τὰ ἐν ταῖϲ παγίϲιν ἐπικαμπῆ ξύλα. ἀπὸ τοῦ ϲυμπίπτει καὶ κρατεῖν τὸ ἐμπεϲόν. τὰ πέταυρα τῶν παγίδων, ἃ Ἀρχίλοχοϲ ῥόπτρα ἐκάλεϲεν. Ἀριϲτοφάνηϲ· κἆτ’ ἀνελκύϲαϲ ἐρωτᾷ, ϲκανδάληθρ᾿ ἱϲτὰϲ ἐπῶν. ἀντὶ τοῦ ἐρείϲματα λόγων καὶ βάρη.
535 Σκάνδεια: ὄνομα πόλεωϲ.
536 Σκάνδιξ: θηλυκόν. λάχανον ἄγριον· παρ᾿ ὃ καὶ ϲκανδικοπώλην [*](Σ) τὸν Εὐριπίδην λέγουϲιν· ἐπεὶ λαχανοπωλητρίαϲ υἱὸν αὐτὸν [*](Ar.) εἶναί φαϲι. ϲκάνδικά μοι δόϲ, μητρόθεν δεδεγμένοϲ. καὶ μή μοι τὰ τοῦ ϲκανδικοπώλου παρατραγῴδει, ϲεμνὸν τὸ τῆϲ Πειρήνηϲ ὕδωρ [*](Rhet.) ἀποκαλοῦντοϲ. Σκάνδικα οὖν λάχανα, οὐ τὰ ἐκ τῶν κηπίων, ἀλλὰ τὰ αὐτομάτωϲ φυόμενα, ὥϲ φηϲιν Ἀνδοκίδηϲ. μὴ γὰρ ἴδοιμέν [*](524— ἄνιϲοϲ ═ P cf. sch. Pl. Euthyphr. 12d Σκαληνόν — ϲχῆμα Zon. 1654, L (ad Ambr. 544) 526 ═ P, Ba 365, 18, H 527 sch. Ar. Ach. 879 528— ποταμόϲ cf. H Σκαμανδριαίουϲ, ποταμιαίουϲ ═ P, Ba 365, 19 529 ═ An. Ox. 2, 466, 11, Ambr. 503 (in Ps. 100, 3) 531 l. cf Ambr. 476 532 ═ H cf. Zon. 1653; l ═ Ambr. 530 533 Harp. ═ P cf. H 534 Ar. Ach. 687 c. sch. cf. Zon. 1654, Et. M. 715, 44 535 ═ L, Zon. 1653 cf. H; l. ═ Ambr. 520 536 θηλυκόν sch. Ar. Ach. 478 λάχανον — φαϲι ═ P, H cf, Paroem. ed. Gsf. 103 n. 842, sch. Ar. Ach. 478, Bk. 305,19 ϲκάνδικά pr. — δεδεγμένοϲ Ar. Ach. 478 καὶ μή— ἀποκαλοῦντοϲ fort. lul.imp. cf. Eur, Med. 68 Σκάνδικα οὖν— φυόμενα cf. Bk. 193,19; 305, 19, sch. Luc 192,10; fonti rhetor.attr. Wentzel; Andoc. fr. 5) [*](525 ex v. Α 4196 530 ex v. 801 532 cf. v. Α 4159 534 cf. vv, K 36 et Π 1389 536 Ar. cf. v. Δ 753) [*](A(GFVM)) [*](1 διατρίβειν M διατρίβει G διατρίβοντα sch. 524 post p. 371, 28 δίαξαίνει F 3 καὶ ἄνιϲοϲ F 4 ϲκαίαϲ V 525 om. AFV 5 ἀϲπαζόμεθ’ G, v. l. Α 4196 9 Σκαμάνδρειον AFV; cui repugnat consuetudo poetarum Bhd. (et Steph. Byz.) 529 om. F 530 om. AF V, mg. praemisso παροιμία Ar 12 καὶ Σκάμων A, sed nov. gl.; Σκάμων V 532 om. A post 533 V 13 Σκαμωνία G, Hes. Ambr. Ἀϲκαμμωνία V, Α 4159 14 Σκαμωνίδαι GF 16 παγίδων F, Κ 36, sch.: παγιδίων AGVM 18 ἐπῶν] τῶν ἐ. F 19 ὄνομα πόλεωϲ] πόλιϲ A, Zon, Laur. 20 θηλυκῶϲ G cp. AM 23 τοῦ om. F V περιτραγᾡδει F)
537 Σκαπάνη: ϲκάφιον, ὀρύγιον, δικέλλιον. ὁ παρ’ ἡμῖν τζόκοϲ [*](Σ) λεγόμενοϲ.
538 Σκαρδαμύττει: πυκνὰ τοὺϲ ὀφθαλμοὺϲ κλείει καὶ ἀνοίγει. [*](Σ) παρὰ τὸ ϲκαίρειν καὶ μύειν τοὺϲ ὀφθαλμοὺϲ καὶ πυκνῶϲ βλεφαρίζειν.
[*](Suid.)539 Σκαριφιϲμοῖϲ: οἷον ϲκαριϲμοῖϲ, καὶ λεπτολογίαιϲ, εὐτελείαιϲ, [*](Ar.) ϲκιαγραφίαιϲ· ϲκαριφεύειν γὰρ τὸ τοὺϲ ζωγράφουϲ ὑποτυπῶϲαι πρῶτον τοὺϲ γραφομένουϲ.
540 Σκάριφον: τὸ κάρφοϲ, καὶ φρύγανον. καὶ ϲκαριφήϲαϲθαί ἐϲτι τὸ ἐπιϲεϲυρ [*](Suid.) μένωϲ τι ποιεῖν καὶ μὴ κατὰ τὴν προϲήκουϲαν ἀκρίβειαν.
541 Σκάροϲ: ὄνομα ἰχθύοϲ. Αἰλιανόϲ· μόνοϲ ὁ θαλάϲϲιοϲ ϲκάροϲ τὴν τροφὴν [*](Suid.) ἀναπολεῖ, ὡϲπερ καὶ τὰ βληχητά, ἃ δὴ μηρυκᾶται. ἀναπολεῖ οὖν ἀναπτύϲϲει, μηρυκίζεται.
542 Σκαφεία: ἡ ϲκάφευϲιϲ. καὶ Σκαφείδιον, τὸ λιϲγάριον. καὶ [*](Δ) Σκαφ εῖον ὁμοίωϲ.
543 Σκάφη: πόλιϲ. Σκάφη δὲ τὰ κοιλώματα τῶν νηῶν, ἡμεῖϲ [*](Δ) γάϲτραϲ καλοῦμεν. ἀντὶ τοῦ γαϲτέραϲ.
[*](Thuc.)544 Σκαφηφόροι· Δείναρχοϲ ἐν τῷ κατὰ Ἀγηϲικλέουϲ φηϲίν· οἱ [*](Harp.) ἀντὶ ϲκαφηφόρων ἔφηβοι εἰϲ τὴν ἀκρόπολιν ἀναβήϲονται, οὐχ ὑμῖν ἔχοντεϲ χάριν τῆϲ πολιτείαϲ, ἀλλὰ τῷ ἀργυρίῳ. οὗτοι γὰρ ἐϲκαφηφόρου Ἀθήηϲι. Δημήτριοϲ γοῦν ἐν γ΄ Νομοθεϲίαϲ φηϲίν, ὅτι προϲέταττεν ὁ νόμοϲ τοῖϲ μετοίκοιϲ ἐν ταῖϲ πομπαῖϲ αὐτοὺϲ μὲν ϲκάφαϲ φέρειν, τὰϲ δὲ θυγατέραϲ αὐτῶν ὑδρεῖα καὶ ϲκιάδεια.
545 Σκάφιον: εἶδοϲ κουρᾶϲ. Ἀριϲτοφάνηϲ· ϲὺ δὲ κοψίχῳ ἔοικαϲ [*](Ar.) ϲκάφιον ἀποτετιλμένῳ.
546 Σκαιᾷ: τῇ ἀριϲτερά.
[*](Σ)[*](537 δικέλλιον ═ P, Ba 365, 20, H cf. Zon. 1653, sch. Theocr. 4, 10 ab, Poll. 10, 129 538 — ἀνοίγει ═ P, Ba 365, 21 cf. H Et. Sym. ap. Et. M, 716, 4 Zon. 1656 παρὰ sq. cf. Et. M 716, 4 539 sch. Ar Ran. 1497 542 Σκαφεία ═ Ambr 523, Σκαφείδιον sq. cf. L, Ambr 554 543 Σκάφη alt. —καλοῦμεν sch. Thuc. 1, 50, 1 544 Harp. ═ P; Dinarch. fr. MVI 3; F Gr Hist 228, 5 545 Ar. Av. 806 c. sch.; — κουρᾶϲ ═ Ambr. 556 cf. sch. Luc 196, 8, Bk. 301, 33 (unde Et M 715, 57) 546 ═ P, Ba 365, 14, sch. A 501, Ap. S. 142, 5 cf. H, Et. M. 716, 27, Zon. 1653)[*](538 παρὰ sq. ex v. Α 4162 540 ex v. Δ 956 541 ex vv. Α 2030—1 545 cf. vv. Κ 1528 et 2207, Μ 1360)[*](1 ὁρέων] ἀέρων V ἤκονταϲ εἰϲ τὸ ἄϲτυ καὶ γύναια καὶ παῖδαϲ καὶ πρόβατα— A(GFVM) 2 ἁμάξαϲ ἄγονταϲ καὶ πρεϲβ. dubitanter Baiter et Sanppe, ϲυγκομιζόμενοϲ vel simil. post ἥκονταϲ suppl. et τὰϲ del, Bhd, 5 ὁ—6 λεγόμενοϲ om. AF mg. praemisso ἢ Ar 6 λεγόμενοϲ om. Ar V 8 παρὰ— βλεφαρίζειν om. AF; καὶ μύειν— βλεφαρίζει om. V 11 γραφομένουϲ] γρ. τὰ γραφόμενα ss, M 540 —1 oum. AF mg. Ar V 12 Σκαρίφιον V ἐϲτι] ἐπὶ Ar 15 ἀναϲπολεῖ utrob. A 17 Σκαφίδιον GM cf. Ambr. 19 Σκάφη pr.] Σκάρφη coll. Eust. l. 277, 39 Κust., Ambr. 516 21 Ἀγηϲιλάου FV φηϲίν om. AF 22 ἡμῖν G, v. l. Harp. 26 τὰϲ θυγ. δὲ V ϲκιάδια AMac, Harp. plerique, Phot cf. p. 378, 9 et 12)547 Σκαιεμβατεῖν: τὸ ϲκαιῶϲ καὶ ἀρύθμωϲ ἐμβαίνειν ὀρχούμενον· τὸ ἐν τῇ ϲυνηθείᾳ κενεμβατεῖν.