Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

1796 Σχολάζω· δοτικῇ.

1797 Σχολάριοι,   γφ΄ ἐπὶ φυλακῇ τοῦ Παλατίου ἦϲαν τεταγμένοι, [*](Ε) ἀριϲτίνδην ἀπολεχθέντεϲ ἐξ Ἀρμενίων, οἷϲ ϲυντάξειϲ ἀνέκαθεν πλείουϲ ἢ τοῖϲ ἄλλοιϲ ἅπαϲι τὸ δημόϲιον ἐχορήγει.

1798 Σχολαρχήϲαϲ: ϲχολῆϲ ἄρξαϲ, τουτέϲτι διατριβῆϲ περὶ Ἐπικούρου [*](x+ Hesy.) φηϲί.

1799 Σχολαῖον: ἀργόν, διατριβὴν ποιούμενον. καὶ ϲχολαίτερον ἢ [*](Σ) ϲχολαιότερον, τὸ ἠρεμαιότερον. ὁμοίωϲ καὶ ϲχολαιότηϲ. καὶ Σχολαῖοϲ, [*](Δ) ὁ ἀργόϲ· καὶ Σχολαιότηϲ. καὶ ὁ Μακεδονικὸϲ ἄρχων [*](Ε) οὐ διὰ ϲχολαιότητοϲ ἀφικνεῖται. ἀντὶ τοῦ οὐκ ἀργίαϲ.

1800 Σχολαίτερον: ἀργότερον. μαϲτιγοφόροι τε παριόντεϲ ἐπετάχυνον [*](Σ + Ε) τῆϲ ὁδοῦ τοὺϲ ϲχολαίτερον προϲιόνταϲ. ὁ δὲ ἀπεφθέγγετο [*](Ε) παροιμιῶδέϲ τι καὶ βαρβαρικόν τε καὶ ἀφελέϲ, ἐνεργὸν δὲ ὅμωϲ καὶ χρήϲιμον· ὡϲ δεῖ πρότερον ἀποϲοβεῖν τὰϲ μελίτταϲ, καὶ ἔπειτα τὸ μέλι ϲχολαίτερον αἱρεῖϲθαι. Σχολαιότηϲ λέγεται ἡ μέλληϲιϲ, καὶ ἡ ἐπιμονή. Θουκυδίδηϲ· ἡ δὲ ἐν τῷ Ἰϲθμῷ γενομένη ἐπιμονὴ καὶ [*](Ε) κατὰ τὴν ἄλλην πορείαν ἡ ϲχολαιότηϲ διέβαλεν αὐτόν.

[*](1787 ═ P, Σᵃ, Ba 378, 22 cf sch Μ 4, H 1788 ═ P, Ba 378, 24 cf. Ap. S 148, 11, H, sch. Λ 819, Ambr. 1098, Ps. Herodian. 130 1789 cf. Et. M. 741, 18 (in 1 Reg 18, 33) 1790 sch. Ar. Pac. 1024; Α 462 1791 ═ Synt. Laur. et Gud. 1793 -τοιοῦτοϲ cf. Zen. V 96. ἐπὶ alt. — ϲχῖνον cf. H; P ═ Et. M. 740, 47 1794 aliter Ambr. 1087 ═ Zon. 1700 1795 ═ P, Ba 379, 6 cf. Moer. 196, 5 Thrym. Ecl. 125, Thom. 327,14 1796 ═ Synt. Laur. et Gud 1797 Proc. h. A. 24, 15 —16 1799 — ϲχολαιότηϲ pr. ═ P, Σa cf.  Ba 379, 3, Et. M. 741, 3, Et. Gen, H; ϲχολαιότερον ═ Ambr. 1089 1800 μαϲτιγοφόροι —προϲίονταϲ Thuc. 4, 47, 3 ὅ — αἱρεῖϲθαι Agath. 3, 6, p. 149, 1 ἡ sq. Thuc. 2, 18, 3)[*](1795 cf. 1802 1798 cf. vv. 3261 et 2404 1800 Agath. cf. v. Α 4576)[*](2 ϲχῶϲι om. F ὑφέξονται V ἐφέξουϲι Phot. Ba 3 Σχίδακαϲ om. FV A(GFVM) 1790 non nov gl. AF GM 7 καὶ Σχίζουϲα GM 8 ἐπὶ— 9 τοιοῦτοϲ om. F 9 ἐπὶ— 11 ϲχῖνον om. A 9. 10 ἐπὶ τῶν καλλωπιζομένων om. G 12 Τρίκη FV, καὶ add F 13 οἱ Ἀττικοί FV 15 γ om. FV Παλ(λ)ατίου e Proc. Kust.; Παλατ᾿  V Παλλαντ’ A Πάλαντοϲ G Πάλλαντοϲ FM 16 ἀνέκαθε AF 21. 22 ϲχολαιότηϲ καὶ Σχολαῖοϲ] ϲχολαίτηϲ καὶ ϲχολαίτηϲ A 22 καὶ Σχολαιότηϲ del. ed. pr. 23 οὐκ] οὐ δι᾿  Bhd. 24 Σχολαιότερον F μαϲτιγοφόροι— 30 αὐτόν om. F 26 τε] τι G 28 Σχολαιότηϲ nov. gl. G)
492
[*](Δ)

1801 Σχολεῖον: τὸ διδαϲκαλεῖον. ϲχόλιον δέ.

[*](Σ)

1802 Σχολή: οὐχὶ ὁ τόποϲ ἐν ᾦ ϲχολάζουϲι καὶ διατρίβουϲι περὶ παιδείαν, οὐδὲ αὐτὴ ἡ ἐν λόγοιϲ εὐμουϲία καὶ διατριβή, ἀλλὰ ἣν οἱ πολλοὶ ἀκύρωϲ καλοῦϲιν εὐκαιρίαν· τὸ δὲ εὐκαιρεῖν βάρβαρον· ἀλλ᾿  ἀντὶ μὲν τοῦ εὐκαιρεῖν ϲχολὴν ἄγειν λέγουϲιν. ἡ δὲ εὐκαιρία βάρβαρον μὲν οὐκ ἔϲτιν ὄνομα, τάττεται δὲ οὐκ ἐπὶ ϲχολῆϲ, ἀλλ’ ἐπὶ καιροῦ [*](Rhet.) τινὸϲ εὐφυΐαϲ καὶ ἀρετῆϲ. καὶ ἀντὶ τοῦ οὐδαμῶϲ. Σχολὴ οὖν τὸ μηδὲν δρᾶν, ἢ τὸ περί τι ϲχολάζειν. καὶ ἀντὶ τοῦ ϲχολάζειν λέγουϲιν [*](Ε) εὐκαιρεῖν. καὶ Αἰλιανόϲ· ἐγὼ δὲ ταῦτα περιῆλθον, οὔτι που ϲχολὴν ἄγων τὰ τῶν προϲτυχόντων κακὰ τοῖϲ ἐμαυτοῦ λόγοιϲ τιμᾶν, [*](Σ) ἀλλ’ ὑπὲρ τοῦ μὴ πράττειν ἀλλουϲ παραπλήϲια. Ἡ Σχολὴ οὖν ἡ παρὰ πολλοῖϲ ἄκαιροϲ εὐκαιρία.

[*](soph)

1803 Σχολῇ γ᾿  ἄν: ἀντὶ τοῦ οὐδ᾿  ὅλωϲ, βραδέωϲ, οὐδαμῶϲ. Σοφοκλῆϲ· ἐπεὶ ϲχολῇ ϲ᾿  ἂν οἴκουϲ τοὺϲ ἐμοὺϲ ἐϲτειλάμην.

[*](Σ)

1804 Σχόλια· ϲεμνολογήματα· ἢ ὑπομνήματα, καὶ ἑρμηνεῖαι.

[*](Σ)

1805 Σχόμενοϲ: καταϲχών, ἢ καταϲχεθείϲ.

[*](Ε)

1806 Σχόντεϲ· δοτικῇ. ὀκείλαντεϲ, προϲορμιϲθέντεϲ. Θουκυδίδηϲ· καὶ ϲχόνπεϲ ἐϲ τὰ καταντικρὺ Κυθήρων τῆϲ Λακωνικῆϲ, τῆϲ τε γῆϲ ἔϲτιν ἃ ἐδῄωϲαν, καὶ ἐτείχιϲαν ἰϲθμῶδέϲ τι χωρίον.

[*](Σ)

1807 Σχών: καταϲχών.

[*](Σ)

1808 Σχοίητε: νομίϲοιτε, ἢ ὑπολάβοιτε.

[*](Thdr.)

1809 Σχοινία: αἱ ἐπιβουλαὶ παρὰ τῷ Δαβίδ.

[*](Σ)

1810 Σχοινίον μεμιλτωμένον: εἰ βραδύνοιεν ἐπὶ τὴν ἐκκληϲίαν, οἱ τοξόται ϲχοινίον μιλτοῦντεϲ ϲυνήλαυνον καὶ τὰ πρατήρια διέκλειον. [*](Ar.) καὶ παροιμία· τὸ ϲχοινίον φεύγουϲι τὸ μεμιλτωμένον. ὑπὲρ τοῦ ἐξ ἀνάγκηϲ αὐτοὺϲ εἰϲ τὰϲ ἐκκληϲίαϲ ἰέναι τοῦτο ἐμηχανῶντο καὶ πολλὰ ἄλλα. ἀνεπετάννυϲαν γὰρ τὰ γέρρα καὶ ἀπέκλειον τὰϲ ὁδοὺϲ τὰϲ μὴ φερούϲαϲ εἰϲ τὴν ἐκκληϲίαν, καὶ τὰ ὤνια ἀνῄρουν ἐν ταῖϲ ἀγοραῖϲ. ὅπωϲ μὴ περὶ ταῦτα διατρίβοιεν· ἔτι μὴν καὶ μεμιλτωμένῳ ϲχοινίῳ [*](1801 ═ L cf. Ambr. 1090 —1, Ps. Herodian. 268 1802 — οὐδαμῶϲ ═ P, Et. M 741, 50 cf. Ba 379, 8, sch. Pl. Rep. 610 e et 388 d, sch Soph 0T 1286, H vs. 7 Σχολὴ— ϲχολάζειν cf. gl. Dionys, Et M. 741, 25, H ἐγὼ—παραπλήϲια Aelian. fr. 26 vs. 11 Ἡ Σχολὴ sq. cf sch. Pl. Euthyphr. 6 c 1803 Soph. 0T 434 c. sch. cf Zon. 1702, sch. Thuc. 1, 142, 1 1804 ═ P, Ba 379, 10 cf H 1805 ═ P, Ba 379,12 (in Μ 298) cf. Ap S. 148, 13, unde H 1806 δοτικῇ ═ Synt. Gud., An Ox. 4, 300, 8 καὶ ϲχόντεϲ sq. Thuc. 7, 26, 2 1807 ═ P, Ba 379, 13 cf. H 1808 ═ P, Ba 378, 28, H 1809 Thdr. in Ps. 118, 61 PG 80, 1841 a 1810 διέκλειον ═ P cf H vs. 25 τὸ sq. Ar. Ach. 22 c. sch.) [*](1802 cf. 1795, 1803, vv. Α 4303, Δ 797, Ε 2654 1810 Ar. cf. v. Μ 564) [*](A(GFVM)) [*](4 ἀκύρωϲ] ἄκραν F δὲ om. V 5 ἀντὶ τοῦ μὲν F 6 ἐπὶ alt ] γρ. ἐπικαιροῦ ss. M 7 καὶ ἀρετῆϲ om F οῦν] ἦν GM 8 τὸ om. V 10 τῶν om. A 12 παρὰ] τοῖϲ add. Bhd. ἄκυροϲ ed. pr. ἀκύρωϲ e vs. 4 Kust. 14 ϲ’] γ’ G οἴακαϲ A 21 νομίϲητε G V, Hes. ὑπολάβητε G ad 1802 ϲχοινία ἁμαρτωλῶν περιεπλάκηϲαν (Ps. 104, 11) mg. add. Ar cf. ad 1134 24 τοξόται F, Phot.; δημόται rell. 25 καὶ—p 493, 6 ζημίαν om. F; 26 καί — p. 493, 2 ἄλλωϲ om. V)

493
περιβάλλοντεϲ αὐτοὺϲ ϲυνήλαυνον εἰϲ τὴν ἐκκληϲίαν. τοῦτο δὲ ἐποίουν ὑπὲρ τοῦ μὴ βραδύνειν· ὅϲοι γὰρ ἐχρίοντο ζημίαν ἐξέτινον. ἄλλωϲ· ἐπεὶ ὀκνηρῶϲ εἶχον οἱ Ἀθηναῖοι πρὸϲ τὰϲ ϲυνόδουϲ, εἰώθειϲαν ὑπηρέται δύο μεμιλτωμένον ϲχοινίον ἐκτείνοντεϲ, διὰ τῆϲ ἀγορᾶϲ διώκειν τὸν ὄχλον εἰϲ τὴν ἐκκληϲίαν, ὡϲ φηϲι Πλάτων ὁ κωμικόϲ. ὅϲοι δὲ ἐχρίοντο ἐξέτινον ζημίαν.

1811 Σχοίνιϲμα: μέτρου μέροϲ, κληρουχία. ἡ τῆϲ γῆϲ δεϲποτεία· [*](Σ) ἴδιον γὰρ τῶν κεκτημένων μέτρῳ τὴν γῆν ὑποβάλλειν.

[*](Thdr.)

1812 Σχοῖνοϲ: μέτρον γεωργικόν· ὥϲ φηϲιν Ἡρόδοτοϲ ἐν τῇ β΄ [*](Σ) τῶν ἱϲτοριῶν.

1813 Σχοῖνοϲ: εἶδοϲ φυτοῦ, κατὰ τὸ ἄκρον ὀξέοϲ, ἐοικότοϲ βελόνη. [*](Ar.) λέγεται δὲ ἀρϲενικῶϲ. Ἀριϲτοφάνηϲ Ἀχαρνεῦϲι· πρὶν ἂν ϲχοῖνοϲ οὐ τοῖϲιν ἀντεμπαγῶ. τουτέϲτιν πρὶν αὐτοὺϲ τρώϲω ὡϲ ϲχοῖνοϲ ὀξὺϲ καὶ ὀδυνηρόϲ.

1814 Σχοίνου ϲυμβολεῖϲ: οἱ ψιαθοπλόκοι. καὶ ϲχοῖνοϲ, ἡ ψίαθοϲ.

[*](Hdt.)

1815 Σχοινοτενέϲ: παρὰ Ἡροδότῳ ἀντὶ τοῦ μακρόν, ὀρθόν.

[*](Hdt.)[*](1811 — κληρουχία ═ P, Ba 378, 29 cf. H, Et M 740, 46 (e sch. Greg.) ἡ sq. Thdr. in Ps. 104,11, PG 80, 1712c 1812 ═ P, Σa, Ba 379, 1, Et. Gen. cf. Et. M 740, 39; Hdt. 2, 6,1 1813 Ar. Ach. 229 —30 c sch. cf. Ambr. 1084 1814 gl. Hdt. 4, 190 1815 gl. Hdt 1, 189 (l. e. 7, 23) ═ H)[*](1813 cf. 648)[*](2 τοῦ om. A 5 ὅϲοι 6 ζημίαν oum. A 7 μέτρον Alberti 1812 post A(GFVM) 1815 V 9 γεωμετρικόν Phot. Ba Et. β΄ ] βίβλῳ V 10 τῶν ἱϲτοριῶν om. G 11 ὀξέωϲ GF ἐοικότοϲ— 14 ὀδυνηρόϲ] ὃ λέγεται βροῦλον F 12 δὲ om. A ἀρϲενικόν cp. A 13 ὁξὺϲ GM; αὐτοῖϲ ὁξὺϲ V om. A 16 ἀντὶ τοῦ om. G μακρόν] καὶ add FV)