Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

[*](Σ)

1776 Σχεδίοι: εὐτελεῖϲ.

1777 Σχεδίῳ ϲ ἐκτράφηθι.

[*](Σ)

1778 Σχεδόν: πληϲίον, πέλαϲ, ἢ ἐκ χειρόϲ.

[*](Ar+ Σ)

1779 Σχελίδεϲ: βοὸϲ πλευρά. ἢ ἁπλῶϲ τὰ πλευριμϲαῖα τῶν κρεῶν. Ἀριϲτοφάνηϲ ἀλλὰ ϲχελίδαϲ ἐδηδοκὼϲ ὠνήϲομαι μέταλλα.

[*](Σ)

1780 Σχέϲιϲ: ὁρμή, ϲυνάφεια. Σχέϲιϲ ἐπὶ τῶν πρὸϲ τὶ λέγεται, οἷο πατρὸϲ πρὸϲ υἱόν, φίλου πρὸϲ φίλον· ταῦτα γὰρ καὶ ἔχει καὶ ἔχεται ὑπʼ ἀλλήλων· διὸ καὶ ϲχέϲειϲ προϲείρηνται. πρόϲ τι δέ εἰϲι καὶ τὰ κατὰ ϲύγκριϲιν λεγόμενα, οἷον μικρόν, μεῖζον, διπλάϲιον, καὶ ἐπιϲτήμη, καὶ αἴϲθηϲιϲ. καὶ ὁ Θεολόγοϲ· ὡϲ μόναϲ τὰϲ ϲχέϲειϲ λείπεϲθαι ὀρφανὰϲ τῶν πραγμάτων. ἀφίεμεν γὰρ τὴν μητέρα, καὶ ἀφιέμεθα ὑπʼ αὐτῆϲ· ὥϲτε μερίζεϲθαι εἰϲ υἱοὺϲ καὶ πατέραϲ. τὸ δὲ θεῖο ἀμέριϲτον.

[*](Σ)

1781 Σχετικῶϲ: οἰκειωτικῶϲ.

[*](Σ)

1782 Σχετλιάζει: δυϲχεραίνει, ἢ βλαϲφημεῖ.

[*](Σ)

1783 Σχέτλιοϲ: ὀδυνηρόϲ, χαλεπόϲ, ἀγνώμων, ἀτυχήϲ, δεινοπαθήϲ, ἄδικοϲ, ἄποροϲ, θλιβόμενοϲ, τλήμων, ἐπαχθήϲ.

[*](Phil.)

1784 Σχῆμα: ἡ τοιάδε τῶν προτάϲεων κοινωνία· οἷά εἰϲι τὰ παρʼ Ἀριϲτοτέλει. τρία καλούμενα ϲχήματα· μέροϲ γὰρ ἡ πρόταϲιϲ τῆϲ ϲυμπλοκῆϲ. αὕτη δὲ οἷον ὕλη παρὰ τοῦ ϲχήματοϲ εἰδοποιεῖται, καὶ καθάπερ τινὰ μορφὴν ἀπολαμβάνουϲα. τὴν πρὸϲ τὸ μέϲον ποιὰν ϲυνάρτηϲιν.

[*](Σ)

1785 Σχηματιζόμενοϲ: προϲποιούμενοϲ, ἢ ϲυνταττόμενοϲ. λέγεται καὶ Παραϲχηματίζειν, τὸ διεϲτραμμένα λέγειν.

[*](Σ)

1786 Σχήϲεϲθαι: ἐπιϲχεθήϲεϲθαι.

[*](1774 ═ P, Ba 378, 16 cf Zon. 1702 1775 — ἑτοίμου ═ P, Ba 378, 18 ταῦτα ἔοικε sch. Ar. Nu. 971 [Ar. r. 954] 1776 ═ P, Ba 378, 17, H 1778 ═ P, Ba 378,14, Et. Gen (═ Zon 1702) cf Et. M 739, 44, sch. Γ 15, H 1779 praeter τῶν κρεῶν Ar. Eq. 362 c. sch.; πλευριμαῖα τῶν κρεῶν cf. Theognost. 12, 5, P, H 1780 — ϲυνάφεια ═ P, Σa cf. sch. Luc. 32,18 Σχέϲιϲ alt — αἴϲθηϲιϲ fort in Greg.; φίλον cf. sch. Luc. 32, 21. ὡϲ πραγμάτων Greg. Naz. PG 36, 80 b 1781 ═ P, Σa, H 1782 ═ P, Σa, Et. M. 740, 33 cf. Ba 378, 15. H, Ambr. 1092 1783 ═ P, Ba 378,19 cf. Et Gen., Et. M 740, 27, Apion 3p Ap. S. 148, 1, Apion, H, sch. Κ 164, An Ox 2, 484, 17, Ambr 1079 1785 — ϲυνταττόμεοϲ Tim. ═ P, Et. M. 740, 34 cf H, Phryn. p. 119, 8, sch. Hermiae in Pl. Phaedr. 255a 1786 ═ P, Ba 378, 23 cf. sch. 235, Ap. S. 148, 10, H)[*](1775 Ar. cf. v. Φ 761, extr. cf. 1772 et v. Ε 3258 1785 init. cf. v. Ε 3260)[*](A(GFVM))[*](6 πέραϲ V. Σχεδὸν ϲημαίνει τὸ ἐγγύϲ, πληϲίον, πέλαϲ ἢ ἐκ χειρόϲ. γίνεται παρὰ τὸ ϲχέθω, τὸ κωλύω, ϲχεδόν. ἐτυμολογεῖται δὲ παρὰ τὸ ϲχέϲιν ἔχειν ἄλλον. πρὸϲ ἄλλοϲ mg. add. F ═ Et. M. 739, 45 7 Σχελεῖδεϲ cett. A V 9 Σχέϲιϲ alt.]  nov. gl. G 10 πατρὸϲ πρὸϲ F V; πρὸϲ πατρὸϲ GM πρὸϲ A 11 ϲχέϲιϲ προϲείρηται πρὸϲ δὲ τί εἰϲι F 13 μόνον AFV 15 καὶ om. F 21 παρ᾿ ] περὶ V 24 25 ϲυνάντηϲιν G 28 Σχήϲεϲθε ἐπιϲχεθήϲεϲθε A Fac VM cf. Ap. S.)
491

1787 Σχήϲειν: ἀνθέξειν.

[*](Σ)

1788 Σχήϲουϲι: ϲχῶϲι, κρατήϲουϲιν, ὑφέξουϲι.

[*](Σ)

1789 Σχίδακαϲ: ϲχίζαϲ. 

1790 Σχίζαϲ: κυρίωϲ ἔλεγον οἱ παλαιοὶ τὰ ἐπὶ ταῖϲ θυϲίαιϲ τιθέμενα [*](Ar.) ξύλα· ὡϲ καὶ Ὅμηροϲ· καῖε δ’ ἐπὶ ϲχίζαιϲ ὁ γέρων.

1791 Σχίζω· αἰτιατικῇ.

[*](Synt.)

1792 Σχίζουϲα: ἡ ὁδόϲ, ἢ τρίοδοϲ.

1793 Σχῖνον διατρώγειν: ἐπὶ τῶν καλλωπιζομένων καὶ λευκαινόντων [*](Prov.) τοὺϲ ὀδόνταϲ. ὅθεν καὶ ϲχινοτρὼξ λέγεται ὁ τοιοῦτοϲ. ἐπὶ τῶν καλλωπιζομένων. διὰ γὰρ τὸ λευκαίνειν τοὺϲ ὀδόνταϲ ἤϲθιον ϲχῖνον. καὶ Σχινέλαιον.

[*](Δ)

1794 Σχίϲιϲ: ἡ Τρίκκη. ὄνομα κύριον.

[*](Δ)

1795 Σχολάζειν καὶ ϲχολὴν ἄγειν, οὐκ εὐκαιρεῖν λέγουϲιν Ἀττικοί.

[*](Σ)