Suidae lexicon
Suda
Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935
1343 Περιφώϲαντεϲ: ϲκεπάϲαντεϲ, πωμάϲαντεϲ. πλῆθοϲ δὲ θηρίων ἀθροίϲαντεϲ ἱκανὸν ἐϲ χύτραϲ καινὰϲ ἐνέβαλλον καὶ περιφώϲαντεϲ αὐτὰϲ εἶχον ἐν ἑτοίμῳ πρὸϲ τὴν χρείαν.
1344 Περιφρονεῖν: ὑπερφρονεῖν. Ἀριϲτοφάνηϲ δέ περιφρόνει [*](Ar.) τὰ πράγματα· ἀντὶ τοῦ ἐρεύνα, ἀναζήτει. καὶ Σωκράτηϲ ἔφη· ἀεροβατὼ [*](Sud.) καὶ περιφρονῶ τὸν ἤλιον, ἵνα μὴ ἔλκη τὴν ἰκμάδ᾿ ἐϲ τὰ κάρδαμα.
1345 Περίφρων: περιϲϲόφρων.
1346 Περιφοιτῶντα: περιερχόμενον.
1347 Περιφύϲ: περιπλακείϲ.
1348 Περιχυθέντεϲ· δοτικῇ.
1349 Περιχαίνω· αἰπατικῇ. οἷόν τι ποιοῦϲιν οἱ κύνεϲ, τοὺϲ λίθουϲ, οἷϲ βάλλονται, περιχαίνοντεϲ.
1350 Περιχάρεια: ἡ χαρά.
[*](1334 ═ P cf. H 1335 ═ P cf. H; Thuc. 7, 28, 3 1336 ═ P, Ba 339, 9 1337 ═ Ambr. 517 cf. Ps, Herodian. 267, H 1338 Polyb. 10, 42, 7—8 1339 ═ P, Ba 341, 2 cf. H 1340 ═ P, Ba 341, 4 cf. H 1341 gl. Hdt. 4, 190 1342 Harp. ═ P; Lys. fr. 259 1343 πλῆθοϲ sq. Nepot. Ann. 5, 2 contulit Hemet. 1344 — ὑπερφρονεῖν ═ P, Σα cf. Ba 341, 5, H περιφρόνει — ἀναζήτει Ar. Nu. 741 c. sch. plenior. 1345 ═ P, Ba 341, 6 cf. sch. Ε 412, Η 1346 ═ P, Ba 341, 3 cf. H 1347 ═ P, gl. Dionys., Ba 341, 7, Zon. 1541 (in π 21) 1349 — αἰτι??- τικῇ ═ Synt. Laur. et Gud. οἷον sq. Plat. Rep. 469 d, e contulit Toup)[*](1335 cf. v. ψᾶν 1342 cf. v. φορίνη 1344 Ar. cf. v. Λ 294. καὶ Σωκράτηϲ sq. ex v. Δ 629)[*](A(GFVM))[*](1 τόποϲ om. F 2 ζ΄ om. in lac. F 2. 3 ϲημαίνει om. AF 12 Περιφορᾶϲθαι F Πεφοριῶϲθαι Harp. Πεφωριῶϲθαι Bk. 293, 20 (unde Et. M. 666, 34) τὸν ὁφθαλμὸν F, Phot., v. l. Harp. sed τὸν ἕτερον om. F 16 φορίνηϲ et 17 φορίνην Harp. Phot., s. v. 16 τάϲϲουϲι F, Harp. Phot. 18 Περιχώϲαντ??ϲ Kust. Περιοροφώϲαντεϲ Hermann 19 κενὰϲ G 21 Ἀριϲτοφάνηϲ δέ om. F 22 ζήτει F καὶ — 23 κάρδαμα om. AF mg. Ar 1348 — 9 om AF mg. Ar)1352 Περιχαίρω· δοτικῇ. περιχάρηθι τῷ ἀγαθῷ.
[*](Synt.)1353 Περιχλαινίζεται: περιβάλλεται.
[*](Σ)1354 Περιψεῖν: ἐκμάϲϲειν, ϲπογγίζειν. Ἀριϲτοφάνηϲ· ἰδού, δέχου [*](Ar.) κέρκον λαγώ, ὥϲτε τὰϲ λήμαϲ περιψεῖν.
1355 Περίψημα: κάταγμα· ἢ ὑπὸ τὰ ἴχνη· ἢ ἀπολύτρωϲιϲ. οὕτωϲ [*](Σ) ἐπέλεγο τῷ κατ᾿ ἐνιαυτόν ϲυνεχόντων κακῶν· περίψημα ἡμῶν γενοῦ. ἤτοι ϲωτηρία καὶ ἀπολύτρωϲιϲ· καὶ οὕτωϲ ἐνέβαλλον τῇ θαλάϲϲῃ, ὡϲανεὶ τῷ Ποϲειδῶνι θυϲίαν ἀποτιννύντεϲ.
1356 Περκάζει: πεπαίνει, μελανίζει.
[*]( Σ)1357 Περκνόϲ: μέλαϲ.
[*](Σ)1358 Περκώϲιον: τόποϲ. καὶ Περκώτη, ὄνομα τόπου.
[*](Δ)1359 Περνᾶται: πιπράϲκεται. ἔνθεν καὶ πόρνη, ἡ πωλοῦϲα τὴν [*](Ar.) μίξιν· ἢ παρὰ τὸ πεπωρωμένον ἔχειν τὸν νοῦν.
[*](Ecl.)1360 Περόζηϲ: ὁ Περϲῶν βαϲιλεύϲ.
[*](Δ)1361 Περόνη: πόρπη. καὶ δίβολον περόνην καὶ ϲτεγίδα τανυϲθὲν [*](Δ Anth.) τόξον. ὅτι αὐλὸϲ ὁ εἰϲ εὐθὺ ἐξακοντιϲμὸϲ τοῦ αἵματοϲ, ὁ δὲ περόνηϲ μέτρον [*](Suid.) καὶ μουϲικῆϲ τι ὄργανον.
1362 Περόνη: κόϲμοϲ τιϲ. καὶ περόναιϲ χρυϲαῖϲ διαπεπερονημένοι καὶ ϲφραγῖϲι χρυϲοδέτοιϲ διεϲφιγμένοι.
[*](Ε)