Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

1323 Περιτιθῶ· αἰτιατικῇ.

[*](Synt.)

1324 Περίτιοϲ: μήν, ὁ Φεβρουάριοϲ κατὰ Μακεδόναϲ.

1325 Περιτομή· ἡ περιτομὴ τοῖϲ Ἰουδαίοιϲ διὰ τρεῖϲ αἰτίαϲ ἐδόθη. ἀϲτε ϲημεῖον εἶναι πίϲτεωϲ, καὶ τοῦ Ἀβραμιαίου γένουϲ δηλωτικὸν καὶ ϲύμβολον, καὶ αἶνιγμα πολιτείαϲ καθαρᾶϲ καὶ ϲώφρονοϲ. ὥϲτε οὐχ ὡϲ δικαιοϲύνηϲ ποιητικὴ ἐδόθη, ἀλλὰ ϲφραγὶϲ καὶ ϲημεῖον τῆϲ ἐκ πίϲτεωϲ δικαιοϲύνηϲ τοῦ Ἀβραάμ.

1326 Περιττόϲ: ἀντὶ τοῦ πολύϲ. Σαλούϲτιοϲ, ὁ τῆϲ αὐλῆϲ ἔπαρ χοϲ, ἀνὴρ ἦν διαφερόντωϲ περιττὸϲ εἰϲ φιλανθρωπίαν.

[*](Ε)

1327 Περιττότερα: μείζονα. τὰ δὲ λεγόμενα χρυϲᾶ μῆλα τῶν Ἑϲπερίδων οὐ χρυϲᾶ ἦϲαν, ἀλλὰ περιττότερα τῶν ἄλλων.

1328 Περιτράγῃ: περικόψει, περιφάγῃ. ἀντὶ τοῦ κλέψει. Ἀριϲτοφάνηϲ· [*](Ar.) κὰν τὤχλῳ φυλάττεϲθαι ϲφόδρα, μή τιϲ λαθών ϲου περιτράγῃ τὰ χρυϲία.

1329 Περιτρέπω· αἰτιατικῇ.

[*](Synt.)

1330 Περιτροπῇ: ἐν περιόδῳ. τῆϲ νυκτὸϲ τὸν καιρόν, ἐϲ ὃν [*](Σ) τοῖϲ Ἰϲαύροιϲ ἡ φυλακὴ τοῦ τείχουϲ, ὕπνον ἐκ περιτροπῆϲ τῶν ἄλλων [*](Ε) αἱρουμένων, ἐνέβαλε.

1331 Περιτροπέων· ἀπερίτροποϲ λέγεται ὁ ἀνεπίϲτροφοϲ οὔτε γὰρ Ἀγαμεμνονῖδηϲ [*](Suid.) νονίδηϲ παῖϲ ἀνεπίτροποϲ οὔθ᾿ ὁ παρὰ τὸν Ἀχέροντα θεὸϲ ἀνάϲϲων. ἀπὸ κοινοῦ τὸ ἀνεπίϲτροφοϲ τοῦ τοὺϲ ἐχθροὺϲ μετελθεῖν, ἀλλ᾿ ἔχει ἐπιϲτροφὴν καὶ ἐπιμέλειαν πιϲείται. ἢ ἀνεπέλευϲτοϲ· ἔνθεν καὶ τὸ περιτροπέων ἐνιαυτόϲ.

1332 Περιοίκιον· Ἰϲαῖοϲ ἐν τῷ πρὸϲ Μενεκράτην· καὶ τὸ περιοί [*](Harp.) κιον καὶ τὴν οἰκίαν. μήποτε ὃ ἡμεῖϲ λέγομεν ἐποὶκιον.

1333 Περίοικοι καὶ Ἀμφικτύονεϲ· ζήτει ἐν τῷ Ἀμφικτύονεϲ.

[*](1317 P, Ba 340, 28, H 1318 P, Ba 340, 29 1319 ═ P, Ba 340, 30 Ba H, sch. B 551, Et. Gen. 1320 ═ Synt. Laur. et Gud. 1324 ═ P, Ba 340, 31 1323 ═ Synt. Laur. 1325 in Ep. Rom. 4, 9 sq. 1326 Σαλοὶκτιοϲ sq. Eunap. fr. 17, FHG 4, 21 1328 Ar. Ach. 257—8 c. sch. plenior. ?? ═ Synt. Laur. et Gud. 1330— περιόδῳ ═ P, Ba 341, 1 τῆϲ sq. Proc. Bell. 7, 20, 14 1332 Harp. ═ P; lsac. fr. 102)[*](1326 cf. v. Σ 63 1331 ex v. 3046)[*](6 δολιχεύεϲθαι F 7 τοιοῦτον A: τοῦτον GFVM 1323—4 om. Ar mg. Ar A(GFVM) 10 Περίτινοϲ G 19 ἦϲαν suspectum Bhd. 20 περικόψῃ περικύψη G ??έψη F cp. G 21 κἀνά τῷ ὄχλῳ F μαθὼν GVM 26 ἐνέβαλλεν AVM ἐτέβαλε Proc. 1331 om. AF mg. Ar 27 ἀπερίτρεπτοϲ ArV 28 ἀνεπίϲτροφοϲ ϲτροφοϲ 29 τοῦ] τῷ Ar μεταμέλειαν V 32 δ om. F 1333 om. AF mg. Ar 33 ζήτει—Ἀμφικτύονεϲ om. V)
112
[*](Σ)

1334 Περίοικοϲ: ὁ περὶ τὴν οἱκίαν, ἢ τὴν ἔπαυλιν τόποϲ.

[*](Σ)

1335 Περιοίϲειν: τὸ περιέϲεϲθαι καὶ ἀνθέξειν. Θουκυδίδηϲ ζ΄. ϲημαίνει καὶ τὸ ἀνοίϲειν ἐκ τῆϲ νόϲου.

[*](Σ)

1336 Περιοιϲτικόϲ: φορητόϲ.

[*](Δ)

1337 Περιφάνεια.

[*](Ε)

1338 Περίφαϲιϲ· Πολύβιοϲ· ἐκέλευϲε διαϲαφεῖν αὐτῷ πάντα τὰ γινόμενα διὰ τῶν πυρϲῶν ἐπὶ τὸ Τίϲαιον· ἔϲτι δὲ τῆϲ Θετταλίαϲ ὄροϲ, εὐφυῶϲ κείμενον πρὸϲ τὰϲ τῶν προειρημένων τόπων περιφάϲειϲ.

[*](Σ)

1339 Περιφερέϲ: κύκλῳ, ϲτρογγύλον.

[*](Σ)

1340 Περιφορά: κίνηϲιϲ.

[*](Hdt.)

1341 Περιφόρητα: ἀκτά. Ἡρόδοτοϲ.

[*](Harp.)

1342 Περιφοριῶϲθαι· Λυϲίαϲ· ἢ τῶν ὀφθαλμῶν τὸν ἔτερον γλαυκότερον εἶναι ἢ περιφοριῶϲθαι. ἐπὶ τοῦ ἀποκεκλιμένου Εὐφορίων κέχρηται τῷ ὀνόματι. εἰϲὶ δέ τινεϲ ὀφθαλμοὶ κεχαλαϲμένα τὰ βλέφαρα ἔχοντεϲ καὶ οἱονεὶ μύοντεϲ. ἐὰν δὲ γράφηται πεφορινῶϲθαι, εἴη ἆν πεπαχύνθαι, ἀπὸ τῆϲ φορόνηϲ· τάττουϲι γὰρ ἐπὶ ἀνθρώπων τὴν φορόνην.