Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

1363 Περῶ, περαίω, περαιῶ. ὡϲ μῶ, μαίω, μαιῶ.

[*](Δ)

1364 Περῶνοϲ.

[*](Δ)

1365 Περπερεία: ἡ κολακεία. ἡ ἀγάπη οὐ περπερεύεται. ὁ ἀπόϲτολοϲ [*](Δ) Παῦλόϲ φηϲι. τουτέϲτιν οὐ προπετεῖ.

[*](1351 P 1352 ═ Lex. synt. Vat. 93; — δοτικῇ ═ Synt. Laur. et Gud. 1353 ═ P, Ba 341, 8 1354 Ar. Eq. 909 c. sch. 1355 cf. P ═ Ba 341, 9; H, Gloss. sacr. ed. Alberti p. 122 (in 1 Cor. 4, 13) 1356 ═ P, Ba 341, 16 cf. H 1357 ═ P, Ba 341, 17 cf. H, Erotian. 72, 12, sch. Ω 316 1358 Περκώτη sq. cf. Ambr. 507 ═ H 1359 cf. An. Ox. 2, 401, 1 unde Et. M. 683, 38. — πιπράϲκεται sch. Ar. Eq. 176 cf. sch. Σ 292 1360 cf. Agath. 4, 27 p. 266, 11; l. ═ Ambr. 416 1361 — πόρπη cf. sch. Ε 425, H, Et. M. 665, 31 καὶ δίβολον — τόξον Anth. 9, 282, 3—4 1362 καὶ περόναιϲ sq. Eunap. fr. 63, FHG 4, 42 1364 ═ Ambr. 445 1365 κολακεία ═ Ambr. 529 ἡ ἀγάπη sq. 1 Cor. 13, 4 c. explic. cf. Zon. 1544)[*](1354 cf. v. Κ 1402 1361 ὅτι sq. ex v. Α 4447 1362 cf. v, P2 240 1365 ἡ ἀγάπη sq. hinc vv. H 9 at Ο 926 cf. v. 155)[*](1 Περιχάρειαν Pors. περιττὴν] περὶ τὴν AF cf. Phot. 1352 om. AFV A(GFVM) mg. Ar 4 Περιψῆν Mec, Ar. Pearson 5 λαγώ] λάτηϲ F; deinde p. 138, 18 πλάζοντοϲ alt. p. 150, 22 πλουθυγίειαν; p. 128, 12—(ἑϲτι)άϲει— p. 138 18 ἀποπλανῶν; p. 121, 16 Λαΐδ᾿ — p. 123, 15 ὑπήκοοϲ; p. 112, 23 Πειθαναλογία— p. 121, 16 πηγῆϲ; p. 150, 22 εὐδαιμονίαν— p. 150, 24 πάντεϲ; p. 113, 6 — p. 119, 16; p. 123, 16 — p. 128, 12 πιαίνων καὶ τὰ ἐξῆϲ; p. 150, 25 propter folia in archetypo commutata F 6 κατάμαγμα Usener 7 τῷ] τῶν F ϲυνεχόντων F, Phot. Ba; ϲυνέχοντι τῶν rell. 9 ὡϲανεὶ] οἱονεὶ G 11 μέλαϲ AF, Phot. Ba: μέλανι κατάϲτικτοϲ GVM; κατάϲτικτοϲ ss. Ar 12 Περκώτη] Περκώπη V Περκώτιον F περόνην] ἐϲ π. V 17 ὅτι— 18 ὄργανον om. AF mg. Ar 17 ὅτι om. G ὀ—ἐξακοντιϲμὸϲ] ἐξακοντιϲμὸϲ εἰϲ εὐθὺ V 18 μουϲικὸν G 23 ἡ ἀγαπὴ — 24 προπετεῖ om. AF mg. praemisso ϲημ(είωϲαι) Ar 24 Παῦλοϲ om. G)
114
[*](Σ)

1366 Πέρπεροϲ: ὁ μετὰ βλακείαϲ ἐπηρμένοϲ· οἷον λάλοϲ, προπετήϲ, μηδὲν λογιϲμῷ ποιῶν.

[*](Suid.)

1367 Πέρϲαι· ὄτι ἡ μαγεία καὶ ἀϲτρολογία ἀπὸ Μαγουϲαίων ἤρξατο· οἱ γὰρ τ?? Πέρϲαι Μαγὼγ ὑπὸ τῶν ἐγχωρίων ὁνομάζονται. καὶ Μαγουϲαῖοι οἱ αὐτοί.

[*](Hesy.)

1368 Περϲαῖοϲ, Κιτιεύϲ, φιλόϲοφοϲ Στωϊκόϲ· ἐπεκλήθη δὲ καὶ Δωρόθεοϲ. ἦν δὲ ἐπὶ τῶν χρόνων Ἀντιγόνου τοῦ Γονατᾶ υἱοῦ Δημητρίου, μαθητὴϲ καὶ θρεπτὸϲ Ζήνωνοϲ τοῦ φιλοϲόφου. Ἱϲτορίαν.

[*](Δ)

1369 Περϲέα: ῥοδακινέα.

[*](EV)

1370 Περϲεύϲ· οὗτοϲ ἀνανεωϲάμενοϲ τὴν πρὸϲ Ῥωμαίουϲ φιλίαν εὐθέωϲ ἑλληνοκοπεῖν ἐπεβάλετο, κατακαλῶν εἰϲ τὴν Μακεδονίαν καὶ τοὺϲ τὰ χρέα φεύγονταϲ καὶ τοὺϲ πρὸϲ καταδίκαϲ ἐκπεπτωκόταϲ καὶ τοὺϲ ἐπὶ βαϲιλικοῒϲ ἐγκλήμαϲι παρακεχωρηκόταϲ. καὶ τούτων ἐξετίθει προγραφὰϲ εἴϲ τε Δῆλον καὶ Δελφούϲ, διδοὺϲ οὐ μόνον τὴν ἀϲφάλειαν τοῖϲ καταπορευομένοιϲ, ἀλλὰ καὶ τῶν ὑπαρχόντων κομιδήν, ἀφ᾿ ὧν ἕκαϲτοϲ ἔφυγε. παρέλυϲε δὲ τοὺϲ ἐν αὐτῃ τῇ Μακεδονίᾳ τῶν βαϲιλικῶν ὀφειλημάτων, ἀφῆκε δὲ καὶ τοὺϲ ἐν ταῖϲ φυλακαῖϲ ἐγκεκλειϲμένουϲ ἐπὶ βαϲιλικαῖϲ αἰτίαιϲ. ταῦτα δὲ ποιήϲαϲ πολλοὺϲ πολλάκιϲ μετεωροδοκῶν καλὰϲ ἐλπίδαϲ ὑποδεικνύναι πᾶϲι τοῖϲ Ἕλληϲιν ἐν αὐτῷ· ἐπέφαινε δὲ καὶ κατὰ τὴν ἐν τῷ πολέμῳ προϲταϲίαν τὸ τῆϲ βαϲιλείαϲ ἀξίωμα. κατὰ τε γὰρ τὴν ἐπιφάνειαν ἦν ἱκανὸϲ καὶ πρὸϲ πᾶϲαν ϲωματικὴν χρείαν τὴν διατείνουϲαν εἰϲ τὸν πραγματικὸν τρόπον εὔθετοϲ; κατὰ τε τὴν ἐπίφαϲιν εἶχεν ἐπιϲκύνιον καὶ τάξιν οὐκ ἀνοίκειον τῆϲ ἡλικίαϲ. ἐπεφεύγει δὲ καὶ τὴν πατρικὴν ἀϲέλγειαν τήν τε περὶ τὰϲ γυναῖκαϲ καὶ τὴν περὶ τοὺϲ πότουϲ. καὶ τὰ μὲν προοίμια αὐτοῦ τοιαύτην ἔϲχε διάθεϲιν.

[*](EV)

1371 Περϲεὺϲ Μακεδών· ὅτι Περϲεὺϲ ἀναθαρρῶν ἤδη κατ᾿ ὀλίγον μετὰ τὴν φυγὴν Νικίαν καὶ Ἀνδρόνικον, οὓϲ ἐπὶ τὸν καταποντιϲμὸν τῶν χρημάτων καὶ τὸν ἐμπρηϲμὸν τῶν νεῶν ἐπεπόμφει, περιποιήϲαϲ αὑτῷ καὶ τὰϲ ναῦϲ καὶ τὰ χρήματα, ϲυνίϲτοραϲ ἡγούμενοϲ αἰϲχροῦ φόβου καὶ ἑτέροιϲ ἐξαγγέλλειν, ἀπέκτεινεν ἀθεμίϲτωϲ· καὶ ἀπὸ τοῦδε εὐθὺϲ ἐκ μεταβολῆϲ ὠμὸϲ καὶ εὐχερὴϲ ἐϲ ἅπανταϲ ἐγένετο, καὶ οὐδὲν ὑγιὲϲ οὔτε εὔβουλόν οἱ ἔτι ἦν, ἀλλ᾿ ὁ πιθανώτατοϲ ἐϲ εὐβουλίαν καὶ [*](1366 ═ P, Ba 341, 18 cf. H 1868 cf, Laert. 7 36 1369 ═ Ps. Herodian. 106 1370 Polyb. 25, 3, 1 — 8 ═ EV 2, 175, 1—19 1371 — p. 115, 5 ἑαυτῶν App. Mac. fr. 16 ═ EV 2, 231, 11—23) [*](1366 cf. v. K 964 1367 ex v. Γ 865 1370 cf. vv. Δ 444, Ε 840, K 566 1371 App. cf. v. Σ 1382) [*](A(GFVM)) [*](1367 om. AFV mg. ArM 3 Πέρϲαι om. Ar 4 Μαγὼν ArG 6 υἱὸϲ Menag. 7 Ἰϲτορία G; e siglo marginali ad 1370 posito ortum sec. Bhd., ad 1406 rettulit Flach 9 οὗτοϲ—p. 115, 5 ἑαυτῶν om. F 10 ἐπεβάλλετο G 11 τὰ χρέα Α, Exc.; τὰ τραχἑα VM τραχέα G 11 πρὸ A 14. 15 ἀφ᾿ ὦν] ἀφώνωϲ V 17 δἐ ποιήϲαϲ] δ᾿ ἐποίηϲε ss. M πολλοὺϲ om. G ss. M 18 αὐτῇ A 19 τῷ om. GM 23 ἐπιφεύγει AG περὶ] πρὸϲ G 24 τοὺϲ τόπουϲ A τὸν πότον G 1371 om. A mg. Ar 28 ἐμπρηϲμὸν ex Exc. Kust.: καταποντιϲμὸν omnes 29 αὐτῷ] αὐτὰ Ar 30 ἐξαγγέλειν GV 31 μετάβολοϲ V)

115
λογίϲαϲθαι δεξιὸϲ καὶ εὐτολμότατοϲ ἐϲ μάχαϲ, ὅϲα γε μὴ ϲφάλοιτο δε᾿ ἀπειρίαν, ἀθρόωϲ τότε καὶ παραλόγωϲ ἐϲ δειλίαν καὶ ἀλογιϲτίαν ἐτρέπετο καὶ ταχὺϲ καὶ εὐμετάθετοϲ ἄφνω καὶ ϲκαιὸϲ ἐϲ πάνταϲ ἐγίνετο, ἀρχομένηϲ αὐτὸν ἐπιλείπειν τῆϲ τύχηϲ, ὅπερ ἐϲτὶ πολλοὺϲ ἰδεῖν μεταβολῆϲ προϊούϲηϲ ἀλογωτέρουϲ γενομένουϲ ἑαυτῶν. ὅτι ἡ τοῦ Περϲέωϲ ναῦϲ τά τε ἄλλα ἐξήϲκητο μεγαλοφυῶϲ καὶ τὴν εἰρεϲίαν ἐπὶ ιζ΄ ϲτοίχων εἶχε πεποιημένην.

1372 Περϲεύϲ· οὖτοϲ ἀνεῖλε λογχοδρεπάνῳ τὴν Γοργόνα, ἐπικρύψαϲ ἑαυτὸν εἰϲ τὸ μὴ ὁρᾶϲθαι τῆ τοῦ ᾄδου κυνῇ.

1373 Περϲεφόνη: κατάγειοϲ δαίμων. Ἠλέκτρα φηϲί· ὦ δῶμ᾿ [*](Δ) Ἀΐδου καὶ Περϲεφόνηϲ, ὦ χθόνι᾿ Ἑρμῆ καὶ πότνι᾿ Ἀρὰ ϲεμναί τ᾿ [*](Soph.) Ἐριννύεϲ, αἳ τοὺϲ ἀδίκωϲ θνήϲκονταϲ ὁρᾶτε τοὺϲ τ᾿ εὐνὰϲ ὑποκλεπτο μένουϲ· ἔλθετ᾿, ἀρήξατε πατρὸϲ φόνον ἡμετέρου.

1374 Περϲεῖδαι: ἀπὸ Περϲέωϲ.

[*](Δ)

1375 Πέρϲηϲ, Ἀϲκραῖοϲ, ἐποποιόϲ, ἀδελφὸϲ Ἡϲιόδου τοῦ ποιητοῦ.

[*](Hesy.)

1376 Περϲικαί· ὅτι Περϲικαί εἰϲι μὲν δένδρα, ἔϲτι δὲ καὶ ὑποδήματοϲ [*](Ar.) εἶδοϲ γυναικείου. Ἀριϲτοφάνηϲ Νεφέλαιϲ· κἆτα ψυγείϲῃ περιἑφυαν Περϲικαί.

1377 Περϲικόϲ ὄρνιϲ: ὁ ἀλέκτωρ, διὰ τὴν λοφίαν. ἢ ὅτι τὰ πολυτελῆ [*](Ar.) πάντα, οἷϲ βαϲιλεὺϲ ἐχρῆτο, ἐκαλεῖτο Περϲικά. καὶ νῦν παρὰ Ἀριϲτοφάνει οὐκ ἰδίωϲ ὄρνιϲ Περϲικόϲ. ζήτει περὶ Περϲῶν ἀρχῆϲ ἐν τῷ Ἀϲϲύριοι. ζήτει ἀρίθμηϲιν Περϲικοῦ ϲτρατοῦ ἐν τῷ Δαρεικούϲ.

1378 Περϲίϲ: ὄνομα τόπου.

[*](Δ)

1379 Πέϲῃ: αὐθυπότακτον.

[*](Δ)

1380 Πέϲημα: πτῶμα. πρὸϲ τοῦδ᾿ ὄλωλε θαναϲίμῳ πεϲήματι. [*](Σ) περὶ Αἴαντόϲ φηϲιν, ὅτι ἑαυτὸν ξίφει διεχρήϲατο.

[*](Soph.)

1381 Πεϲϲινοῦντοϲ: πόλιϲ.

[*](Δ)

1382 Πέϲκοϲ: δέρμα, κῴδιον. καὶ Πεκτῆρεϲ, οἱ τὸ δέρμα τίλλοντεϲ.