Suidae lexicon
Suda
Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935
1 Παγανοί: ἀϲτράτευτοι. ϲυνέθεον δὲ γύναια τε καὶ οἱ ἐν ϲτρατείᾳ [*](x + Ε) καὶ παγανοί.
2 Παγάϲ· Δημοϲθένηϲ ἐν Φιλιππικοῖϲ. ἐπίνειόν ἐϲτι Φεραίων.
[*](Harp.)3 Πάγαϲ: δίκτυα, παγίδαϲ. καὶ τοῦτο δήπου τὸ τοῦ Αἰϲχύλου, τοῖϲ [*](Σ) ἑαυτοῦ πτεροῖϲ περιπεϲὼν καὶ ἐνϲχεθεὶϲ ταῖϲ πάγαιϲ ἃϲ ἄλλοιϲ ὑφῆκε, [*](Ε) τὰ ἐκ τοῦ νόμου δικαίωϲ ἔπαθε. τεύχων ὡϲ ἑτέρῳ τιϲ, ἑῷ κακὸν ἥπατι τεύχει.
4 Παγαϲαί: πόλιϲ.
[*](Δ)5 Παγαϲιτικὸϲ κόλποϲ.
[*](Δ)6 Πάγγαιον: ὄνομα ρουϲ.
[*](Δ)7 Παγῆναι: πηγῆναι.
[*](Δ)8 Παγίδι.
9 Παγκάληϲ: πάνυ καλῆϲ. Πάγκαλοϲ δέ.
[*](Σ)10 Παγκρατιαϲταῖϲ: ἀθληταῖϲ, πύκταιϲ τοῖϲ χερϲὶ καὶ ποϲὶ [*](Σ + x) πυκτομαχοῦϲι.
11 Παγκράτιον: πυγμή, ἀγών, ἄθληϲιϲ.
[*](Σ)12 Παγκράτιοϲ, ϲοφιϲτήϲ. εἰϲ τὴν Μινουκιανοῦ τέχνην ὑπόμνημα.
[*](Hesy.)13 Παγκράτιοϲ· τούτου φέρονται Ὀψαρτυτικὰ καθ’ ἑκάϲτην τροπήν. [*](Hesy.) ἤκμαζεν ἐπὶ τῶν χρόνων Λέοντοϲ τοῦ πρεϲβύτου, καὶ ἕωϲ Ζήνωνοϲ.
14 Πάγκοινοϲ λίμνη: ἡ τοῦ ᾅδου. ἀλλ’ οὔτοι τόν γ᾿ ἐξ ἀΐδα [*](Soph.) παγκοίνου λίμναϲ ἀνϲτάϲειϲ, οὔτε γόοιϲ οὔτε λιταῖϲιν. παγκοίνου, εἰϲ ἣν ἅπανταϲ ἀφικέϲθαι δεῖ. ὁ δὲ νοῦϲ· οὔτε ὀδυρομένη οὔτε παρακαλοῦϲα τοὺϲ θεούϲ τοῦτον ἀναϲτήϲειϲ. Ὁμηρικῶϲ· οὐ γάρ τιϲ [*](2 Harp. ═ P; Dem. 1, 9 cett. 3 — παγίδαϲ ═ P, Ba 324, 3 καὶ τοῦτο sq. Aelian. fr. 22; Aeschyl. fr. 139, 4, τεύχων sq. cf. Aelian. var. hist. 8, 9 et Call. fr. 222, ap. Eust. l. 522, 15 4 ═ Zon. 1506, Ambr. 185 6 cf. Ambr. 231 9 — καλῆϲ ═ P, Ba 324, 4 10 — πύκταιϲ ═ P, Ba 324, 5 cf. H, Et. M. 647, 3 11 ═ P, Ba 324, 6 cf. Zon 1510 14 Soph. El. 137 9 c. sch. (vid. ed. Dindorf); 47 524; Aeschyl. fr. 161, 1; fr. trag. ad. 456) [*](14 Aeschyl. cf. vv. Θ 45 et Μ 1235) [*](1 δὲ om. F 3 Παγαϲαί Harp. Phot. Φεραῖον AGFSMac 4 καὶ— A(GFSM) 7 τεύχει om. F 5 ἐνϲχεϲθείϲ S 10 ὄνομα ὄρουϲ om. F ὄρουϲ] ὁρναίου S 8 om AFS mg. Ar 12 Πηγίδι GM cf. Et. M. 646, 43 13 Πάγκαλοϲ δέ om AFS 14 τοῖϲ AM; ταῖϲ GFS 16 ἀγών] πάλη add. G 18 τούτου — 19, 20 Ζήνωνοϲ] ὄνομα κύριον F 18. 19 τροφήγ Reinesius 19 ἤκμαζον GM τὸν χρόνον S 22 ἀνϲτήϲειϲ G ἀναϲτάϲειϲ Sec)
15 Πάγον εὐτειχῆ: ἐν ὄρει τετειχιϲμένην.