Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

281 ᾬχετο: ἀπῄει, ἐπορεύετο. ὁ δὲ τὴν Πελοπόννηϲον καταλιπὼν [*](Σ + Ε) εἰϲ Αἰτωλίαν ὤχετο ἀπιών.

282 ᾬχετο ἀπιών· ἐπαγγειλάμενοϲ δὲ πάλιν ἐπανήξειν ᾤχετο [*](Ε) ἀπιών. ἀντὶ τοῦ ἐϲ τοὐπίϲω ἀνεχώρηϲε. ϲυνήθηϲ ὁ πλεοναϲμὸϲ [*](Σ) τοῖϲ Ἀττικοῖϲ.

283 Ὦχοϲ, φιλόϲοφοϲ παρὰ Φοίνιξι, Ζάμολξιϲ παρὰ Θρᾳξίν, Ἄτλαϲ [*](Phil.) παρὰ Λίβυϲιν.

284 Ὦχοϲ: ὄνομα κύριον. Ὦχοϲ τὸν Ἄπιν ἀποκτείναϲ ἐβούλετο αὐτὸν [*](Δ) τοῖϲ μαγείροιϲ παραβαλεῖν, ἵνα αὐτὸν κρεουργήϲωϲι καὶ παραϲκευάϲωϲιν ἐπὶ [*](Suid.) δεῖπνον.

285 ᾬχου, καταλιποῦϲ᾿ ὡϲπερεὶ προκείμενον, μόνον οὐ ϲτεφανώϲαϲ᾿ [*](Ar.) οὐδ᾿ ἐπιθεῖϲα λήκυθον: εἰώθαϲι γὰρ ἐπὶ τῶν νεκρῶν τοῦτο ποιεῖν.

286 Ὤχωκα.

[*](Δ)

287 Ὠχραίνεται.

[*](Δ)

288 Ὠχριῶϲα: οὐ παρὰ τὸ φοβούμενοϲ τὸ ὠχριῶϲα, ἀλλ᾿ ἴϲον τῷ [*](Ar.) ἀϲθενοῦϲα. ἀπὸ μεταφορᾶϲ τῶν νοϲούντων. οὕτω γὰρ εἶπεν· ἡ πόλιϲ ὠχριῶϲα καὶ φόβῳ καθημένη.

289 Ὦχροϲ: ὠχρίαϲιϲ. ἐν Ἐπιγράμμαϲι· ὡϲ εἶδον Μελίτην, ὦχρόϲ [*](Δ) μ᾿ ἕλε.

[*](Anth.)

290 Ὤψ, ὠπόϲ: τὸ πρόϲωπον, διὰ τοῦ ω μεγάλου. Ὄψ δέ, ὀπόϲ, [*](Δ) ἡ φωνή, διὰ τοῦ ο μικροῦ.

[*](276 sch. Ar. Eq. 532 277 cf. Ambr. 236 278 sch. Ar. Eq. 1151 281 ἐπορεύετο cf. Zon. 1899, H 283 Laert. prooem. 1 284 — κύριον ═ Ambr. 245 285 Ar. Eccl. 537—8 c. sch. 286 cf. Ambr. 247 288 Ar. Pac. 642 c. sch. 289 — ὠχρίαϲιϲ ═ Ambr. 243, sch. 35 cf. H, Et. M. 826, 3 l. ═ Lex. de sp. ὡϲ sq. Anth. 5, 241,1 290 cf. Et. M. 826, 17, Zon. 1900 Ps. Herodian. 192)[*](276 cf. v. Η 199 279 cf. vv. Ο 1015 et 1018 281 cf. vv. οἴχεται et οἰχόμενοϲ 284 Ὦχοϲ alt. sq. ex v. Α 3201 290 cf. v. Ο 1068)[*](3 Ὤφθων FG Ὦφθεν Bhd. 5 ἐχρεώϲτηϲα om. F 6 κακοῖϲι] κακοῖϲ AF(GSM) ϲὺ Bhd. ἐμοῖϲ AS ἧκεϲ GM καὶ—8 ἐμοί om. F 7 Μιθριδάτηϲ ἄλλοϲ] Μιθριδάτῃ ἀντίπαλοϲ vel ἀντίπαλοϲ coll. Eur. Herc. 1206 Bhd. 9 ὁ—10 ἀπιών om. F 282 om. A; l. om. G 11 ἐπαγγειλάμενοϲ — 12 ἀπιών om. F 12 ἀπέχωρηϲε ed. pr. ϲυνήθηϲ 15 Λίβυϲιν om. F 14 Φοίνιξι] ὃϲ add. G 284 om. A 16 Ὦχοϲ alt. —18 δεῖπνον om. F 285 om. AF 19 ϲτεφανώϲουϲ᾿ G 286 om. A 287 om. F 23 φοβούμενοϲ scripsi: φοβούμ A φοβούμενον cod. V in sch. φοβοῦμαι F φοβουμένη GSM ὠχριῶϲα] χρῶϲα F τῷ] τὸ F 28 διὰ — μεγάλου om. S Ὂψ—29 μικροὖ om. A 29 διὰ—μικροῦ om. S)
632
[*](Δ)

291 Ὦψα: ἀντὶ τοῦ εἶδον.

[*](Δ)

292 Ὠψίκαϲιν: ἐβράδυναν. Ὀψίζω γὰρ τὸ ῥῆμα.

[*](Δ + Ε)

293 Ὠψίϲθη: ὀψέ, βραδέωϲ ἧκε νυκτὶ κατεϲχέθη. ὁ δὲ ὠψίϲθη ποτὲ ἄκων καὶ κατέμεινεν ἐν τῷ Πειραιεῖ. Αἰλιανόϲ φηϲιν ἐν τῷ Περὶ θείων ἐναργειῶν.

[*](Σ?)

294 Ὡψοπόνοϲ: ὁ περὶ τὰ ὄψα ἀϲχολούμενοϲ· ὁ μάγειροϲ. [*](Anth.) ὡψοπόνοϲ Σπινθὴρ Ἑρμῇ τάδε ϲύμβολα τέχνηϲ θήκατο, δουλοϲύναϲ ἄχθοϲ ἀπωϲάμενοϲ.

[*](Δ)

295 Ὠψωνηκότεϲ: ὀψωνήϲαντεϲ.

[*](291 cf. Ambr. 251, Zon. 1900, H 292 ἐβράδυναν cf. Ambr. 252 293 ἦκε cf. H v. ὠψιϲμένον. ὁ—Πειραιεῖ Aelian. fr. 22 294 ὠψοπόνοϲ sq. Anth. 6, 306, 9—10 295 ═ Ambr. 250 cf. Zon. 1900)[*](293 cf. v. Γ 392)[*](AF(GSM))[*]( 2 Ὀψίζω— ῥῆμα om. A 3 ὀψέ] καὶ add. ed pr. sed cf. Hes. 4 καὶ om. S Αἰλιανόϲ — 5 ἐναργειῶν om. A 6 Ὡψοπόνοϲ] τάχα κατὰ ἐπαύξηϲιν ὡϲ τὸ ὠλεϲίκαρποϲ ss. M 7 οὑψοπόνοϲ Anth.; nov. gl. FS Ἐρμῇ] ἐμοὶ G τέχνηϲ om. F)