Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

942 Οὐραανοφάντωρ.

943 Οὔρβιοϲ: ὄνομα κύριον. ζήτει ἐν τῷ πραξικοπήϲαϲ.

[*](Δ + Ε)

944 Οὐραῖα: τὰ τῆϲ οὐρᾶϲ. ἐδειμάτουν αὐτοὺϲ οἱ δράκοντεϲ, τὰ οὐραῖα μέρη ἐϲ ϲπείραϲ ἑλίξαντεϲ καὶ ἐπανιϲτάμενοι.

[*](Soph.)

945 Οὔρηϲαϲ: ἔϲωϲαϲ, ἔϲτηϲαϲ.

[*](Suid.)

946 0ὐρητρίδα: οὐρηρὸν ἀγγεῖον. Ἀριϲτοφάνηϲ· ἀμὶϲ μέν, ἢν οὐρητιάϲῃϲ, αὑτηῖ παρά ϲοι ἠρεμήϲεται ἐγγὺϲ ἐπὶ τοῦ παττάλου.

[*](Ar.)

947 Οὔρια θεῖτε: ὀρχεῖϲθε.

[*](Ar.)

948 Οὐρίᾳ ῥιπίδι ἀνήλατο φέψαλοϲ ἐρεθιζόμενοϲ: ἀντὶ τοῦ ἀνέμου φορᾷ τῷ ῥιπιδίῳ ἐξαπτόμενοϲ. πρίνινοι δὲ ἄνθρακεϲ, οἱ ϲτερεοί, οἱ ἰϲχυροί.

[*](Ecl.)

949 Οὐρίαχοϲ: τὸ ἄκρον τοῦ ϲιδήρου· ἢ τὸ ὄπιϲθεν μέροϲ τοῦ δόρατοϲ, ὃ καὶ ϲαυρωτὴρ καλεῖται· ἀπὸ τοῦ ὀρούειν καὶ τοῦ ἰάχω· τοῦτο δὲ παρὰ τὸ ἴα, ὃ ϲημαίνει τὴν φωνήν· ἐξ οὗ καὶ ἰαχή.

[*](Δ)

950 Οὐρίαχοϲ. πλήξαϲ ῥομβωτῷ δούρατοϲ οὐριάχῳ. ἐν Ἐπιγράμμαϲι. [*](937 cf. sch. Ε 898 938 πόλον sq. Astramps. 939 sch. Ar. Nu. 459; K 212 940 l. ═ Ambr. 607 οὐρανόϲ alt. — θεῖον Laert 7, 138 Οὐραανοὶ δύο sq. in Gen. 1, 6 941 ═ sch. A (Aristonic.) in 3 944 οὐρᾶϲ cf. Ambr. 645. ἐδειμάτουν sq. Aelian. fr. 252 945 sch. Soph. 0T 696 947 sch. Ar. Lys. 550 plenior. 948 Ar. Ach. 668—9 c. sch. 949 cf. Et. Gen. Et. Sym. ap. Gsf. 642, 21 sch. N 443, H 950 πλήξαϲ — οὐριάχῳ Anth. 6, 111, 4) [*](944 cf. v. Ε 215 et v. οἷον 2 946 ex v. A 1590 947 cf. v. τήθη 948 cf. v. Π 2290 949 extr. cf. vv. 1, 71, 219 950 Anth. cf. v. P 221) [*](A(GFVM))[*]( 3 παθητικὸν G 4 οὐδὲ] οὐ G μὴν] μὴ V 5 ποτε om. V 13 Οὐρανοὶ — 15 προϲηγόρευϲεν om. F, nov. gl. G 942—3 om. AFV 17 Οὐρανοφάντων G 18 Οὐρβίκιοϲ G 19 ἐδειμάτουν 20 ἐπανιϲτάμενοι om. F 21 ἔϲτηϲαϲ, ἔϲωϲαϲ G 943 om. AF post 953 V 23 αὕτη δὲ παρά V κρεμήϲεται ex Ar. Vsp. 808 GMec ἐπὶ] που V 949 ex A solo 29 δόρατοϲ Gaf., Hes. ϲώματοϲ A ὀρούειν Gsf., Et.: οὐρούειν A 31 ῥόμβῳ τοῦ AV ῥόμβῳ τὸ G cf. v. P 221 δόρατοϲ AG)

591
καὶ αὖθιϲ· ὄφρα κεν ἐξ ὑάλοιο πυρικμήτοιο ταθένταϲ [*](Anth.) οὐριάχουϲ δέξαιντο. τὰ οὐραῖα τῶν κανδηλῶν.

951 Οὐριοδρομούϲαϲ: ἐπιτηδείῳ ἀνέμῳ πλεούϲαϲ.

952 Οὔριοϲ: ἐπιδέξιοϲ, ἐπιτήδειοϲ ἄνεμοϲ. Πολύβιοϲ· λαβὼν δ᾿ [*](Σ) οὔριον ἄνεμον καὶ λαμπρόν, ἐκπετάϲαϲ πᾶϲι τοῖϲ ἀρμένοιϲ καὶ κατουρώϲαϲ [*](Ε) ἐπ᾿ αὐτὸ τὸ ϲτόμα τοῦ λιμένοϲ ἐποιεῖτο τὸν πλοῦν, ἔχων καθωπλιϲμένουϲ ἄνδραϲ ἐπὶ τῶν καταϲτρωμάτων. καί, οὐρίῳ πελάϲαι [*](Soph.) δρόμῳ. τουτέϲτιν εὐθυδρομῆϲαι.

953 Οὖρον: φορὸν ἄνεμον. ἀλλὰ ταῦτα μὲν ῥείτω κατ᾿ οὖρον· ϲοὶ δ᾿ ἐγὼ φράζω, κακὸν πρὸϲ ἄλλον εἶναι, πρὸϲ δ᾿ ἔμ᾿ ἀψευδεῖν ἀεί.

[*](Soph.)

954 Οὖροϲ: ὁ τῆϲ γῆϲ ὅροϲ καὶ φύλαξ. παρὰ δὲ Ἡροδότῳ οὖροι [*](Σ) οἱ ὅροι, τὰ ὁροθέϲια.

955 Οὖροϲ. καὶ βοὸϲ οὖρον ἀϲκητὸν χρυϲῷ παμφανόωντι κέραϲ.

[*](Δ Anth.)

956 Οὐροτομήϲαντεϲ: τὰ οὐραῖα κόψαντεϲ. οὐροτομήϲαντεϲ πενπήκοντα ἵππουϲ.

957 Οὐρούϲ: ὀξυτόνωϲ. τὰ νεώρια. καὶ τὰ περιορίϲματα τῶν νηῶν.

[*](Σ)

958 Οῦϲ· τὸ ὠτίον.

959 0ὔϲβαιϲ: ὄνομα κύριον. ἐν τοῖϲ Οὔϲβαιϲ τοῦ κινδύνου ἄπο [*](Ε) ἐγένετο, ἀποδράϲαϲ τὰ ξίφη.

960 Οὓϲ ἐγὼ βόϲκω, καὶ δίκαια κἄδικα: ὁ Κλέων φηϲὶ πρὸϲ [*](Ar.) τοὺϲ Ἡλιαϲτάϲ. τουτέϲτι πρὸϲ τοὺϲ Ἡλιαίαϲ δικαϲτάϲ. τὸ βόϲκω πικρῶϲ· ἐπὶ γὰρ τῶν ἀλόγων εἴρηται. δίκαια δὲ κἄδικα, ἀντὶ τοῦ ἐκδικῶν καὶ ἀδικῶν.

961 Οὐϲία· τῆϲ οὐϲίαϲ τὴν κλῆϲιν καὶ τὴν προϲηγορίαν οὐδόλωϲ [*](Phil. ?) ἐμφερομένην εὑρίϲκομεν ἐν τῆ θείᾳ γραφῇ. ἡ δὲ τῶν πολλῶν ϲυνήθεια κέχρηται τῷ προϲρήματι ἐπὶ τῶν ϲημαινομένων κτήϲεων, ὧν τιϲ κέκτηται, οἷον οἰκημάτων, βοϲκημάτων καὶ λοιπῶν ὑλῶν. ταῦτα γὰρ οὐϲίαν καλοῦϲι τοῦ κεκτημένου· καθ᾿ ἣν ἔννοιαν καὶ τὸν ταῦτα [*](950 ὄφρα sq. Call. fr. 140 K. an. 50 S. c. sch. 951 cf. Zon. 1486, Et. M 642, 40 952—ἄνεμοϲ ═ P, Ba 322, 24 cf. Zon. 1479, H, Lex. de sp. λοβὼν καταϲτρωμάτων Polyb. 1, 44, 3 οὐρίῳ sq. Soph. Ai. 889 c. sch 953 — ἄνεμον cf. Et. M. 642, 27, Lex. de sp., Philop. diff., Pap. Friburg. 12 c vs. 35, H, Ambr. 609; in A 479 ἀλλὰ sq. Soph. Tr. 467 —9 954 — φύλαξ ═ P, Ba 322, 25 cf. Ap. S. 125, 2, unde Et. M. 642, 22 et 34; sch. M 421 et 0 659. Pap. Friburg. 12 c vs. 35, H, Erotian 14, 6 οὖροι sq. gl. Hdt. 1, 93 (plenior) 955 cf. Ambr. 609 καὶ sq. Anth. 6, 332, 3—4 956 οὐροτομήϲαντεϲ alt. sq. fort e FGrHist 100 957 ═ P, Ba 322, 26 cf. H (in B 153), Et. Gen. 958 ═ H, Lex. de sp. 960 Ar. Eq. 256 c. sch. plenior. 961 cf. lo. Dam. PG 94, 564 p. 592, 7 οὐϲία—8 κατηγορούμενον ═ Zon. 1482; vs. 10 πρᾶγμα—11 ὕπαρξιν ═ Zon. 1481; Ps. 134, 4) [*](953 cf. v. A 1084 955 cf. v Λ 609 959 cf. v. A 3244 961 cf. v, Π 1228) [*](5. 6 κατουρούϲαϲ G 7. 8 πελάϲαϲ G 8 εὐθυδρομήϲαϲ G 14. 15 οὐροτομήϲατεϲ A(GPVM) π. ἵππουϲ om. AF 958 om. AFV 18 ἐν—19 ξίφη om. F 20 ὁ—22 κἄδικα om. GF 21 τοὺϲ alt.] τῆϲ add. V Ἡλιαίαϲ] Ἡλιαίουϲ ed. pr. 22 γὰρ om. A δὲ om. M 24 κλίϲιν M 25 ἡ — 967 om. F 27 καὶ] τῶν add. Bhd. 28 ταῦτα—p. 592, 2 ἔγκητον] τον A)

592
κεκτημένον πλούϲιον καλοῦμεν· ἀντὶ τοῦ πολυούϲιον. καί, περιούϲιον λαόν, τὸν ἔγκτητον. καί, Ἰϲραὴλ εἰϲ περιουϲιαϲμὸν ἑαυτῷ· ἀντὶ τοῦ κτῆμα καὶ εἰϲ κτῆϲιν. ἡ δὲ λογικὴ χρῆϲιϲ τὸ τῆϲ οὐϲίαϲ ὄνομα ἀπὸ τοῦ εἶναι ῥήματοϲ οἶδε παρῆχθαι, αὐτὸ τὸ ὄν πρᾶγμα οὐϲίαν καλοῦϲα· τὸ γὰρ ὂν κοινὸν ὄνομά ἐϲτι πάντων τῶν ὄντων. τοῦτο οὖν τὸ ὂν τέμνεται εἰϲ οὐϲίαν καὶ ϲυμβεβηκόϲ. ὁρίζονται δὲ τὴν οὐϲίαν οὕτωϲ· οὐϲί ἐϲτὶν ὄνομα κοινὸν καὶ ἀόριϲτον, κατὰ παϲῶν τῶν ὑπ᾿ αὐτὴν ὑποϲτάϲεων ὁμοτίμωϲ φερόμενον καὶ ϲυνωνύμωϲ κατηγορούμενον· ἢ ἡ καθ᾿ ὑποκειμένων ὑποϲτάϲεων λεγομένη καὶ ἐν πάϲαιϲ αὐταῖϲ ὁμοτίμωϲ θεωρουμένη· ἢ πρᾶγμα αὐθύπαρκτον μὴ δεόμενον ἑτέρου πρὸϲ ὕπαρξιν· ἤγουν τὸ ἐν ἑαυτῷ ὂν καὶ μὴ ἐν ἑτέρῳ ἔχον τὴν ὕπαρξιν, ὡϲ τὸ ϲυμβεβηκόϲ. οὐϲία οὖν ἐϲτιν ἡ ἁπλῶϲ τῶν ὄντων ὕπαρξιϲ.