Suidae lexicon
Suda
Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935
922 Οὐννικόν· ζήτει ἐν τῷ ἀπόνοια.
923 0ὐολοῦϲκοι: ὄνομα ἔθνουϲ.
924 Οὐ παντὸϲ ἀνδρὸϲ ἐϲ Κόρινθον ἔϲθ᾿ ὁ πλοῦϲ: διὰ τὸ τὰϲ ἑταίραϲ ὑπὲρ τῶν Ἐλλήνων εὔξαϲθαι, φαϲίν, ἐν τῷ μεγάλῳ [*](915 Anth. 6, 255, 1—2 916 ταύτῃ sq. Men. Prot. fr. 36 a, FHG 4, 240 917 ═ P, Ba 322, 17 918 Νεφέλαιϲ fort. Ar. Eccl. 667 c. sch ; l. temere Ar. fr. 381 ὕδατοϲ sq. Men. Prot, falso Men. com. fr. 901 919 Ar. Nu. 367 c. sch. plenior. 920 δέ ═ P, Ba 322,15 cf. sch. Pl. Lag. 7, 822c, H vs. 23 οὐ sq. Aelian. fr. 305 923 cf. Ambr. 636 924 ═ P) [*](915 cf. vv. A 4362, B 445, Κ 1946 923 cf. v. B 451) [*](AF(GSM))[*]( 1 γὰρ om. A, v. M 1127; δὲ Phot. 2 ἔχον om. GM 6 τοῦτο—7. 8 ὠφελητικὸν] τοῦ πᾶν δειλητικὸν A; 6 καὶ—7 διόρθωϲιν om. S 7 δὲ] γὰρ S 8 βεβαιμωτικὸν G 9 λόγοι G, Phot. καὶ—10 ϲωφροϲύνηϲ om. S 9. 10 καὶ φιλοϲοφοῦπεϲ πολλὰ G 11 ὡϲ—12. 13 γενόμενοϲ] οὖτοϲ S 12 Οὔλπιοϲ A 13 πολὺν—14 ἀπολιπών om. S 15 βουμολγὸϲ κύρου ASM: Ουβουμολγὸϲ κ G ὄνομα κύριον F β. κύριον ed. pr. β. Ἐρυκίου vel β. ταύρου ex Anth. Gaf 16 μέλλον GF αὐταῖϲ G Μένανδροϲ— 17 αὐτῷ om. F 16 τοι om. S 16. 17 τῆϲ κατὰ] καὶ τῆϲ Κust. 17 Νηϲίβιον S μέλλον G 18 ὅμωϲ] οὐδαμῶϲ Bexx. cf. 920 19 λριϲτοφάνηϲ Νεφέλαιϲ om. F, ad 919 rettulit Bhd. 22 οὐ- 23 ἐπιμελῶϲ] Οὐ μόονν ἐϲημηνάμην F om. S (in quo 928 et 939 sequuntur; 928 et sno loco) 22 ἔτι μήν Phot. Ba; ἐϲ τίμην AGM 23 οὐ] nov. gl. M 921—3 om AF S 924 om. F 27 ἔϲθ’ ὁ] ἔϲτω S)
925 Οὗπερ: ὅπου. Ἀγαθίαϲ· οἱ ϲυναιϲθανόμενοι οὕπερ γεγένηντο ϲυμφορᾶϲ, ἀγεννῆ καὶ αἰϲχίϲτην ἠϲπάζοντο ϲωτηρίαν.
926 0ὐ περπερεύεται: ἀντὶ τοῦ οὐ προπετεῖ. ζήτει ἐν τῷ περπερεία.
927 0ὔπω πεπλήρωνται τῶν Ἀμορραίων αἱ ἁμαρτίαι: ἐπὶ τῶν μὴ ὀξὺ τέλοϲ λαμβανόντων.
928 0ὔπωϲ: οὐδένα τρόπον. καὶ Θουκυδίδηϲ ε΄, καὶ Ὀμηροϲ· ὦ [*](Σ) γέρον, οὔ πωϲ ἔγωγε τοῦτο τελέεϲθαι ὀΐω.
929 0ὐ πρέπει γαλῇ κροκωτόϲ: παροιμία ἐϲτὶν ὁμοία τῇ γαλῇ χιτών· [*](Suid.) ζήτει τὴν αὐτὴν παροιμίαν ἐν τῷ γαλῆ.
930 Οὐραγεῖ: τὸ τέλοϲ ἄγει τοῦ ϲτρατοῦ. καὶ Ὀὐραγόϲ, ὁ [*](Σ) τελευταῖοϲ τοῦ λόχου.
931 Οὐραγίαν: ϲτρατιὰν τὴν ὄπιϲθεν ἀκολουθοῦϲαν.
932 Οὐρανία ἀϲτραπή: ἀντὶ τοῦ ταχεῖα. ἔπτηξα θυμόν· οὐρανία [*](Soph.) γὰρ ἀϲτραπὴ φλέγει πάλιν.
933 Οὐρανία ἄχνη: ἡ δρόϲοϲ. θάλλει δ᾿ οὐρανίαϲ ὑπ᾿ ἄχνηϲ ὁ [*](Soph.) καλλίβοτρυϲ κατ᾿ ἦμαρ ἀεὶ νάρκιϲϲοϲ.
934 Ὀὐρανία αἴξ: ᾗ οἱ εὐχόμενοι πάντωϲ ἐπετύγχανον· ἴϲωϲ διὰ [*](Σ) τὸ τὴν ϲελήνην αὐτῇ ἐποχεῖϲθαι. Κρατῖνοϲ Χείρωϲιν· αἲξ οὐρανία. καὶ Οὐρανία τροφή. καὶ τὰϲ οὐρανίαϲ δυνάμειϲ.
935 Οὐράνιόν γ᾿ ὅϲον: ἀντὶ τοῦ πολὺ καὶ μέγα. οἱ δὲ ἀνέκραγον [*](Ar. + Σ) οὐράνιον ὅϲον.
936 Οὐράνιοϲ ὄνομα, Σύροϲ τὸ γένοϲ, κατὰ τὴν βαϲιλέωϲ πόλιν [*](Ε) ἠλᾶτο, τέχνην ἐπαγγελλόμενοϲ τὴν ἰατρικὴν μετιέναι, τῶν δὲ Ἀριϲτοτέλουϲ δογμάτων οὐδὲν μὲν ἐϲ τὸ ἀκριβὲϲ ἐγίνωϲκεν, ἐκομψεύετο δὲ ὡϲ πλεῖϲτα εἰδέναι, βρενθυόμενοϲ, τῷ δύϲεριϲ εἶναι παρὰ τοὺϲ ξυλλόγουϲ. πολλάκιϲ γὰρ ἰὼν πρὸ τῆϲ βαϲιλείου ϲτοᾶϲ καὶ ἐν τοῖϲ τῶν βιβλίων ἥμενοϲ πωλητηρίοιϲ διεπληκτίζετο καὶ ἐμεγαληγόρει πρὸϲ τοὺϲ [*](925 οἱ sq. Agath. 1, 14 p. 44, 14 927 l. ═ Gen. 15, 16 928 ═ P; Thuc. 5, 15, 2; γ 226 930 — ϲτρατοῦ ═ P, Ba 322, 22 cf. Ambr. 529; Zon. 1486 Οὐραγόϲ sq. Tect. 3 931 ═ P, Ba 322, 23 cf. H 932 Soph. OC 1466—7 c. sch. 933 Soph. OC 681—3 c. sch. 681 934 — oὐρανία ═ P cf. H; Crat. fr. 244 Οὐρανία τρόφη sq. fort. Metaphr. 935— μέγα cf. sch. Ar. Ran. 781. μέγα cf. Phot., H v. οὐράνιον ἄχοϲ, Eust. O. 1753, 23 (contulit Wentxel) οἱ sq. Proc. h. a. 16, 20 936 Agath. 2, 29, p. 127, 15—128, 6; 130, 4—5) [*](926 ex v. Π 1365 929 ex v. 34 930 Tect. cf. post litt. Ψ 934 cf. v. Al 237 935 cf. v. A 2212; Proc. cf. v. A 3151) [*](3 γεγένηνται F 926 om. AF ante 932 S 5 οὐ S: om. GM ζήτει— A(GFSVM) περπερεία om. S 6 πεπλήρωται F ἡ ἁμαρτία S 8 καὶ pr. — 9 ὀΐω om. F 8 Θουκυδίδηϲ—καὶ om. A κ΄ GM, Phot ἐμπέπτῳ S 929 om. AF post 916 S 10 παροιμία—11 γαλῆ om. S 11 ἐν τῷ γαλῆ om. M 931 om. S 15 ἔπηξα A ἔπτηρα G 19 οἱ om. GM εὐωχούμενοι Aac F πάντεϲ A ἐτύγχανον F ἴϲωϲ—20 οὐρανία om. F 19 ἴϲωϲ] δὲ add. G 21 καὶ pr.— δυνάμειϲ om. AFS 22 μέγα] incipit rursus V 24 κατὰ—p. 590, 6 ἀπηγμένοϲ om. F 25 δὲ om. GM)
937 Οὐρανίωνεϲ: οἱ Τιτᾶνεϲ οὕτω λέγονται.
938 Οὐρανοβάμονοϲ: τοῦ οὐρανοφοίτου. λύϲιϲ ὀνείρου· πόλον [*](On.) βλέπειν θέοντα μυϲτικὸν τόδε.
939 Οὐρανόμηκεϲ: μέγιϲτον. κλέοϲ οὐρανόμηκεϲ ἐν βροτοῖϲ ἕξων. παρὰ τό, ἐπουράνιον κλέοϲ εἴη.
940 Οὐρανόϲ. Ὀὐρανόϲ ἐϲτιν ἡ ἐϲχάτη περιφέρεια, ἐν ᾗ πᾶν [*](Phil.) ἵδρυται τὸ θεῖον. Οὐρανοὶ δύο, ὁ ϲὺν τῇ γῇ γεγενημένοϲ, καὶ ὁ ὕϲτερον μέϲον τῶν ὑδάτων προϲταχθεὶϲ γενέϲθαι· ὃν καὶ ϲτερέωμα προϲηγόρευϲε.
941 Οὐρανόθι πρό: ἐν τῷ ὑπὸ τά νέφη τόπῳ.