Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

92 ξυλλαβεῖν: διττή ἐϲτιν ἡ χρῆϲιϲ τοῦ ϲυλλαβεῖν παρὰ τοῖϲ [*](Ar.) ἀρχαίοιϲ· πρὸϲ γὰρ διάφορον κλίϲιν διάφοροϲ καὶ ἡ διάνοια. ἐὰν μὲν γὰρ πρὸϲ αἰτιατικὴν ἡ ϲύνταξιϲ ἢ, ἔχθραν καὶ δυϲμένειαν παρίϲτηϲι τοῦ ϲυλλαμβάνοντοϲ, κακουργίαν δὲ τοῦ ϲυλλαμβανομένου, ὡϲ νῦν, ξυλλαβεῖν τὸν ἄνδρα. καὶ Δημοϲθένηϲ ἐν τῷ κατὰ Μειδίου· οὐχὶ ϲυλληψόμεθα αὐτόν; ἐὰν δὲ πρὸϲ δοτικήν, ϲημαίνει φιλίαν καὶ ϲυμμαχίαν, ὡϲ Ἰϲοκράτηϲ ἐν ταῖϲ Παραινέϲεϲιν· ὁρῶ δὲ καὶ τὴν τύχην ἡμῖν ϲυλλαμβάνουϲαν. ἴϲον τῷ ϲυναγωνιζομένην. ἐπάγει γοῦν, καὶ τὸ παρόντα καιρὸν ϲυναγωνιζόμενον. καὶ Δημοϲθένηϲ α΄ Φιλιππικῶν.

93 Ξύλα κλίνεια: τὰ τῶν κλινῶν.

94 Ξυλεία: ἡ τῶν ξύλων τῶν ναυπηγηϲίμων ϲυλλογή.

95 Ξύλινοϲ.

96 Ξύλον ἀγκύλον οὐδέποτ’ ὀρθόν: ὅτι δυϲχερὲϲ ἐκ φαύλων [*](Prov.) ἀγαθοὺϲ ἀπεργάϲαϲθαι.

97 Ξύλοχοϲ: ϲύνδενδροϲ καὶ ξυλώδηϲ πάγοϲ, δρυμόϲ, ὕλη, χέρϲοϲ, [*](Σ) ἀγρόϲ, τόποϲ· οἱ δὲ κοίτην θηρίου. οὐδ’ ἵκετ’ ἐκ μάνδρηϲ αὖθιϲ [*](Anth.) ἐπὶ ξύλοχον.

98 Ξυλυφίων· οἷον ἐπὶ τῶν ἁπαλῶν ξυλυφίων, ὅταν καμψαντεϲ ἀφῶμεν αὐτά· [*](Suid.) ὅτι Διοκλῆϲ ὁ Ἀθηναῖοϲ πρῶτοϲ εὗρε τὴν ἐν τοῖϲ ὀξυβάφοιϲ ἁρμονίαν ἐν ὀϲτρακίνοιϲ ἀγγείοιϲ, ἅπερ ἔκρουεν ἐν ξυλυφίῳ.

99 ὑλῶν ἐρεψίμων: ϲτεγάϲματά ἐϲτι τὰ ἐρέψιμα, εἰϲ τὰϲ οἰκίαϲ [*](Σ) κατατεταγμένα.

100 Ξυμβάλλειν: νοεῖν. ὁ δὲ οὐ χαλεπῶϲ εἶχε ξυμβάλλειν, τὸν [*](Σ + Ε) ϲτρατηγὸν ἐμβεβληκέναι αὐτοῖϲ τὸν φόβον.

101 Ξυμβαίνοντα: ϲυμφωνοῦντα. πρὶν τὰ ἔργα τοῖϲ λόγοιϲ ξυμβαίνοντα [*](Σ + x) ὀφθῆναι.

102 Ξυμβαινούϲηϲ: ϲυμφωνουμένηϲ, ἀρεϲκούϲηϲ. ὅτι ἀποχρῶν [*](Σ + Ε) ἔϲται τοῖϲ ἀμφ αὐτὸν ὠνεῖϲθαι τὰ ἐπιτήδεια τῆϲ ξυμβαινούϲηϲ τιμῆϲ καὶ αὖθιϲ· ἐθέλειν ϲπείϲαϲθαι, εἰ μάθοι ἐφʼ οἷϲ τιϲι ξυμβαίνοιεν.

[*](92 Ar. Ach. 206 c. sch.; Dem. 21, 116; lsocr. 1, 3; fort. Dem. 6, 15 93 cf. Lex Patm. 149; fonti rhetor. attr. W entzel 94 cf Ps. Herodian. 96; l. ═ Ambr. 77 96 Diogen. VI 92 97— θηρίου ═ P cf. H; sch. E 162 ═ Et. M. 611, 21; Ambr. 65, Ps. Herodian. 96, Ba 311, 12 οὐδ’ sq. Anth. 6, 263, 4 99 Tim. ═ P 101 — ϲυμφωνοῦντα cf. H 102 ὅτι τιμῆϲ Arr. Parth. vel Exc. f.r 13. ἐθέλειν sq. Arr. Parth. fr. 103)[*](98 ex vv. 468 et Δ 1155 100 cf. vv. ϲυμβαλεῖν et ϲυμβάλλειν 101 init cf 102 et v. ϲυμβαίνοντα 102 init. cf. 101; Arr. fr. 13 cf. vv. Α 3652 et E 1977 fr. 103 cf. v. ϲπείϲαϲθαι)[*](3 Σώφρων· ἄν] Σώφρονα Phot. Σώφρων· αἴ Ahrens ἀντιξύειν G A(GF VM) 6 διάνοια] ἔννοια F 8 ξυλλαμβανομένου A 9 νῦν] οὖν G 12 ϲυναγωνι ζομένω GM γοῦν om. V 13 α΄] ἐν πρώτῳ V ἐν α΄ τῶν F β' dubitanter. ego 14 κλίνια AVF 20 οἱ] δϲ V ἵκεθ’ AV ἵκεϲθ· F 98 om. AF post 104 V 22 Ξυλιφίων G Ξυλιφίοιϲ V ξυλιφίων cett. G 23 ὀξυγράφοιϲ G 100 om. A 33 ἐθέλει F τιϲι] τι F V)
500
[*](Δ)

103 Ξύμβλητο: ϲυνήντηϲε.

[*](Ar.)

104 Ξύμβολον ὄρνιν φαϲίν· ἐπειδὴ ϲυμβόλουϲ ἐποίουν τοὺϲ πρῶτα ϲυναντῶνταϲ καὶ ἐξ ἀπαντήϲεωϲ προϲημαίνονταϲ.

[*](Σ)

105 Ξυμβόλουϲ: οὕτω τοὺϲ διὰ τῶν πταρμῶν οἰωνιϲμοὺϲ ἔλεγον. ἀνετίθεντο δ’ οὖτοι Δήμητρι.

[*](Ar.)

106 Ξυμμίξαϲα: ξυντυχοῦϲα. οὐδεμιᾷ γὰρ δεινοτέρᾳ ϲου ξυμμίξαϲʼ οἶδα γυναικί. ἀντὶ τοῦ ἱκανωτάτη, φρονιμωτάτῃ.

107 Ξυμπάθεια: ϲυμπάθεια. ὅλωϲ δὲ ὁ διὰ τοῦ ξ ϲχηματιϲμὸϲ κοινόϲ ἐϲτι τῶν τε Ἰώνων καὶ τῶν Ἀττικῶν.

[*](Ar.)

108 Ξυμπονήϲαντα: ἀντὶ τοῦ ὑπομείναντα.

[*](Ar.)

109 Ξυμφέρω: ξυμβαϲτάϲω. φέρε νὺν ἐγώ ϲοι ξυμφέρω.

[*](Thuc.)

110 Ξυμφοράν φηϲι Θουκυδίδηϲ τὴν ἀπὸ περιϲτάϲεωϲ δυϲτυχίαν, καὶ οὐκ ἐξ οἰκείαϲ ἀβουλίαϲ κακοπραγίαν ἤτοι κακίαν. καὶ γὰρ αἱ τῆϲ φύϲεωϲ ἐλαττώϲειϲ καὶ διαπτώϲειϲ κακίαι πάντωϲ εἰϲίν. ἢ ξυμφοράϲ, τὰϲ ἀποτυχίαϲ. ἐνδέχεται γὰρ τὰϲ ξυμφορὰϲ τῶν πραγμάτων οὐχ ἧϲϲον ἀμαθῶϲ χωρῆϲαι ἢ διὰ τὰϲ διανοίαϲ τοῦ ἀνθρώπου.

[*](Σ)

111 Ξύν: Θουκυδίδηϲ ἀντὶ τοῦ ϲύν· καὶ τὰ ἄλλα τὰ ὅμοια. οὕτωϲ καὶ οἱ παλαιοὶ πάντεϲ.