Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

[*](Δ)

112 Ξυνάγκεια: ὁ κοῖλοϲ τόποϲ. Ἀρριανόϲ· ὁ δὲ ὑποτεμόμενοϲ [*](Ε) αὐτὸν ἐν ξυναγκείᾳ τινὶ βάλλει κατὰ νώτου τὸν ἄνθρωπον.

[*](Soph.)

113 Ξυναλλαγή: ἀμοιβή, παραμυθία, ϲυνάντηϲιϲ. λήγει δ’ ἔριϲ δραμοῦϲα τοῦ προϲωτάτω ἀνδρῶν γερόντων ἐν ξυναλλαγῇ λόγου. Σοφοκλῆϲ. ἢ ξυναλλαγή, ἡ ὁμιλία.

[*](Soph.)

114 Ξυναλλαγή· πότερα δόλοιϲι τέθνηκεν ἢ νόϲου ξυναλλαγῇ, νόϲοιϲ ὁ τλήμων ὡϲ ἔοικεν ἔφθιτο καὶ τῷ μακρῷ γε ϲυμμετρούμενοϲ χρόῳ.

[*](Σ)

115 Ξυνάορον: γαμετήν.

[*](Σ)

116 Ξυναυλία: αὔληϲίϲ τιϲ ϲύμφωνοϲ, ὑπὸ δύο περαινομένη αὐλῳδία.

[*](Ar.)

117 Ξυναυλίαν κοινωνίαν τουτέϲτιν ὁμόϲε ἀποδυρώμεθα. ξυναυλία δὲ καλεῖται, ὅταν δύο αὐληταὶ τὸ αὐτὸ λέγωϲιν. ἢ ὅταν κιθάρα καὶ αὐλὸϲ ϲυμφωνῇ. νόμοι δὲ καλοῦνται οἱ εἰϲ θεοὺϲ ὕμνοι.

[*](103 ═ Ap. S. 117, 33 cf. sch. Ξ 231, Ambr. 85 (in Ξ 27), H 104 sch Ar. Av. 721 105 ═ P cf. H, ech. Pind. Ο. 12, 10b c, sch. Ar. Av. 721 106 Ar. Eccl. 116 c. sch plenior. 107 cf. Et. M. 611, 52 108 sch. Ar. Ach. 694 109 Ar. Eccl. 869 c. sch. 110 sch. Thuc. 1, 127, 2 Thuc. 1, 140, 1 111 ═ P 112 l. ═ Ambr. 76 ὁ sq. Arr. fr. Parth. vel Exc. 20 113 Soph Ai. 7312 c. sch. plenior. 114 Soph. 0 T 960, 62 —3 115 ═ P, Σᵃ, Ba 311, 14 cf. H (in Eur. Or. 654) 116 ═ P cf. H 117 sch. Ar. Eq. 9)[*](112 cf. v. Μ 1110; Arr. cf. v. ὑποτεμόμενοϲ 114 cf. v. ϲυναλλαγαῖϲ 115 cf v. ϲυνάοροϲ 116 cf v. ϲυναυλίαν)[*](A(GF V M))[*]( 2 ξυμβόλουϲ F ϲυμβόλου V 3 καὶ ἐξαπατήϲεωϲ A 105 om. A 4 οὕτωϲ V M 6 ϲυμμίξαϲ’ A 7 ἀντὶ—φρονιμωτάτῃ om. A ἱκανώτατοϲ, φρονιμώτα· τοϲ V 8 ϲυμπάθεια om. F ὅλοϲ A 110 non nov. gl. V 16 διὰ] καὶ ed. pr., Thuc. 17 οὕτω G F 19 ὑποτιμώμενοϲ F 23 ξυναλλαγῇ τῇ ὁμ. G M 24 δήλο ιϲι F VM 28 ξύμφωνοϲ G F 29 ἀποδυρόμεθα F V)
501

118 Ξυναυλίαν πενθήϲωμεν, 0ὐλύμπου νόμον: Ὀλυμποϲ [*](Ar.) αὐλητὴϲ γέγονε, Μαρϲύου μαθητὴϲ καὶ αὐτὸϲ δυϲτυχήϲαϲ διὰ μουϲικήν. καθάπερ οὖν Ὀλυμποϲ εὗρε τὸ ϲυναυλεῖν, καὶ ἡμεῖϲ ὅμοια καὶ ὥϲπερ ἀπὸ μιᾶϲ φωνῆϲ ὀδυρώμεθα. μιμηϲώμεθα ἐν τῷ θρηνεῖν ϲυναυλίαν Ὀλύμπου. οὗτοϲ δὲ ὁ Ὀλυμποϲ ἐν Φρυγίᾳ τοὺϲ αὐλητικοὺϲ νόμουϲ ἐποίει. ἔγραψε δὲ καὶ θρηνητικοὺϲ νόμουϲ.

119 Ξὐναυλον: παρὰ Ἀριϲτοφάνει ξύναυλον βοάν, τὴν μετὰ αὐλῶν [*](Ar.) κοινήν.

120 Ξυνδιενεγκεῖν: ϲυμπράξαι, ϲυναγωνίϲαϲθαι. οἱ δὴ ἐδέοντο [*](x + EL) πόλεμον τὸν πρὸϲ Λογγιβάρδουϲ ξυνδιενεγκεῖν ϲφίϲιν. οἱ δὲ διϲχιλίουϲ ἔπεμψαν.

121 υνδιήνεγκαν: ϲυνέκαμον, ϲυνεπράξαντο. πολλὰ γὰρ δὴ πράγματα ξυνδιήνεγκαν μεθ’ ἡμῶν, εἰϲβολάϲ τε καὶ μάχαϲ. ἀντὶ τοῦ [*](Ar.) ὑπερήνεγκαν. οὕτωϲ Ἀριϲτοφάνηϲ.

122 Ξὺν δίκῃ: ἀντὶ τοῦ πρεπόντωϲ, εὐλόγωϲ. ξὺν δίκῃ ταῦτα ἀξιοῦ ἔφη τὸν βαϲιλέα.

123 Ξὺν δίκῃ: κατὰ τὸ πρέπον. τὰ γέρα τούτοιϲ ξὺν δίκῃ νενέμητο ἑκάϲτοιϲ.

124 Ξυναίρεται: ϲυνάπτεται. καὶ Ξυναιρόμενον, ϲυναντιλαμβανόμενον. [*](Σ) εἰ ξυγχωρήϲαιμεν τὸ παρὰ ϲοῦ κομιϲθὲν γράμμα ξυναιρόμενον [*](EL) τῆ κατὰ ϲὲ πολιτείᾳ.

125 υνέβημεν: ὡμονοήϲαμεν, ϲυνεφωνήϲαμεν. Ἀριϲτοφάνηϲ Μεφέλαιϲ· [*](Ar.) εἶτα τῷ χρόνῳ κοινῇ ξυνέβημεν.

126 Ξυνέηκε: ϲυνέβαλε.

127 Ξυνενεχθῆναι: εὐτυχηθῆναι, αὐξηθῆναι.

128 Ξυννενημένων: ϲεϲωρευμένων. Θουκυδίδηϲ· τῶν νεκρῶν [*](Thuc.) ὁμοῦ ἐπʼ ἀλλήλοιϲ ξυννενημένων ὀϲμαὶ ἦϲαν οὐκ ἀνεκτοί.

129 υννένοφεν: ἐπινεφῆ καὶ ϲυννεφῆ καὶ ϲυννέφελά ἐϲτιν. Ἀριϲτοφάνηϲ [*](Σ) Ἀναγύρῳ· καὶ ξυννένοφε καὶ χειμέρια βροντᾷ μάλ’ εὖ. καὶ ἐν Νήϲοιϲ· ὡϲ ἐϲ τὴν γῆν κύψαϲα κάτω καὶ ξυννενοφυῖα βαδίζει. ἀντὶ τοῦ ϲκυθρωπάζουϲα.

130 Ξυνεπιλαβεῖν: ϲυναγωνίϲαϲθαι. πιϲτὴν Ῥωμαίοιϲ εἶναι τὴν [*](Ε) πόλιν, ὡϲ Λουκούλλῳ τε ξυνεπιλαβεῖν τοῦ πρὸϲ Μιθριδάτην πολέμου.

[*](118 Ar. Eq. 9 c. sch. 119 sch. Ar. Ran. 212 120 οἱ δὴ sq. Proc Bell 8, 18, 14 ═ EL 117, 10 —12 121 πολλὰ sq. Ar. Eq. 596 —7 c. sch. plenior. 124 — ϲυνάπτεται ═ P, Ba 311, 13, H εἰ sq Men. Prot. fr. 11, F HG 4, 217a ═ EL 187, 29 —30 125 Ar. Nu. 66 —7 c. sch 126 ═ Ambr. 89, H, sch. Α 8 Apion 128 — ϲεϲωρευμένων sch. Thuc 7, 87, 2 τῶν sq. Thuc. 7, 87, 2 129 ═ P; ξυννενοφυῖα sq. cf. H; Ar fr. 46 et 395 130 πιϲτὴν sq. de Cyzico agi putat Bhd.)[*](121 cf v. Δ 918)[*](4 ὀδυρόμεθα V 10 Λογγιβάρδον V διενεγκεῖν AV 13 ϲυνδιήνεγκαν A A(GF V M) 16 ἔφη] ἐφάνη V 122 —3 inverso ord. V; 123 non nov. gl. M 17 18 πρέπον. ξὺ δίκῃ ν. τὰ γ. τούτοιϲ ἑκ. V 22 ϲυνεφωνήϲαμεν om. A cf. sch)
502
[*](Soph.)

131 Ξυνέρξετε: ἀποκλείϲατε. Σοφοκλῆϲ· οὐ ξυνέρξεθ᾿ ὡϲ τάχοϲ.