Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

72 Ξιφηφορία: φέρειν τὰ ξίφη. καὶ Ξιφηφόροϲ.

73 Ξιφίζειν: τὸ χειροτονεῖν, παραπλήϲιον ξίφει τὸ τῆϲ χειρὸϲ [*](Σ) ϲχῆμα ποιοῦντα. λύϲιϲ ὀνείρου· ξίφοϲ καταϲχὼν ὅπλον εὑρεῖν προϲδόκα.

[*](On)

74 Ξιφιϲμόϲ: ϲχῆμα ἐκ τῆϲ ἐμμελείαϲ καλουμένηϲ.

75 Ξιφοκτονεῖν: ξίφεϲιν ἀναιρεῖν.

76 Ξίφοϲ καὶ Ξιφίδιον.

77 Ξιφουλκία. οὐκ εἶναί φαϲι ξιφουλκίαϲ εὐμοιρίαν.

[*](Δ|)

78 Ξόανον: ἄγαλμα, εἴδωλον, ζῴδιον, ἀνδριάϲ.

79 Ξούθη: εὐμορφοτάτη. οὐδέ με κεκλιμένον ϲκιερὴν ὑπὸ φυλλᾴδα [*](Ar.) τέρψειϲ, ξουθῶν ἐκ πτερύγων ἡδὺ κρέκουϲα μέλοϲ.

[*](Anth.)

80 Ξουθῆϲ· Ἀριϲτοφάνηϲ· διʼ ἐμῆϲ γένυοϲ ξουθῆϲ μελέων Πανὶ [*](Ar.) νόμουϲ ἱεροὺϲ ἀναφαίνω.

81 Ξουθόν· λεπτόν, καπυρόν, ἀργυροῦν, ξανθόν, καλόν, πυκνόν, [*](Σ + x) ὀξύ, ταχύ· οἱ δὲ ποικίλον, εὐειδέϲ, διαυγέϲ. ὥϲπερ ξουθὸϲ ἱππα [*](Ar.) λεκτρυὼν τοὺϲ λόφουϲ ϲείων.

82 Ξοῦθοϲ: ὄνομα κύριον. ζήτει ἐν τῷ Βοηδρομία.

83 Ξυγγενεῖϲ τοὐμοῦ τρόπου: ἀντὶ τοῦ τὰ αὐτὰ πράττουϲαι.

[*](Ar.)

84 Ξυγγενοῦ: ϲύνελθε. ὦ δέϲποινα Νίκη, ξυγγενοῦ.

[*](66 ═ Ambr. 43 67 ═ P, Et M. 612, 30 68 ῆν — φρούριον Th. Simoc. 2, 18, 16 69 cf. Choer. An. Ox 2, 242, 10 (unde Et. Sym. ap. Gsf. 611, 11), P v. ξείρηϲ, H v. ξείριϲ, Et. M. 209, 39; — φυτοῦ ═ Ambr. 55 cf. Zon. 1417 70 ═ Zon. 1417 cf. Ambr. 53 71 — ἔχων ═ P, Ba 311, 6 cf. H v. ξιφήρουϲ, Ps. Herodian. 95, Zon. 1417 Ξιφήρειϲ cf. H (ex gl. ═ P v. ξιφηφόροϲ, Ba 311, 7 derivatum iniuria putat antzel) 72 Ξιφηφορία ═ Ambr. 56. Ξιφηφόροϲ ═ Ambr. 54 cf. Zon. 1417, P, Ba 311, 7 73 — ποιοῦντα ═ P cf. H ξιφὸϲ sq. Astramps. 74 ═ P cf. H, Paus. Att. fr. 264 ex Eust. l. 1167, 23 76 cf. Theodos ed. Goettling 70 et 71; Ξιφίδιον cf. Ambr. 57 78 ═ P, Ba 311, 8 cf. H; εἴδωλον ═ L, Ps. Herodian 95 cf. Ambr. 60, Et. M. 611, 13 79— εὐμορφο τάτη sch. Ar. Av. 676 οὐδέ sq. Anth. 7, 192, 3 80 Ar. Aν. 7445 81— λεπτόν + ξανθόν — διαυγέϲ cf. P, H, Ba 311, 9, Et. M. 612, 29 ὥϲπερ sq. Ar. Pac. 1177 —8 82 — κύριον ═ P, Ba 311, 11 83 Ar. Th. 574 c. sch. 84 Ar. Lys. 317 c. sch.)[*](68 cf. v. Σάπειρ 73—4 hinc Eust. O. 1604, 51 (vidit Wentzel))[*](7 ϲυνηρμοϲμένων V M 10 καὶ—Ξιφήρειϲ om. F πλῆθοϲ V Ξιφήρειν A A(GFV M) 12 ξίφει GM, Phot.: ξιφιον AF V 13 ὅπλον] ἤγουν δύναμιν ss. V 16 Ξι Φείδιον G V M ad 78 ζήτει ἐν τῷ διοπτ(ῆρ)εϲ ss. M 19 ϲκιερὰ V 27 τὰ om. V 32)
498
[*](Ar.)

85 Ξυγγέωργοϲ: προπαροξυτόνωϲ· ϲύνθετον γάρ, ὡϲ πάγκαλοϲ, πάνϲοφοϲ· τὰ γὰρ εἰϲ οϲ ὀξύτονα ϲυντιθέμενα βαρύνεται. Ἀριϲτοφάνηϲ Πλούτῳ· τοὺϲ ξυγγεώργουϲ κάλεϲον.

[*](Prov.)

86 Ξυγγνώμη πρῶτον πείρῳ: ἐπὶ τῶν ἐν πρώτοιϲ τινὸϲ διαμαρτανόντων.

[*](Ε)

? 87 Ξυγγραφεῖϲ· οἱ περὶ Πείϲανδρον ἐλθόντεϲ εἰϲ Ἀθήναϲ, πρῶτον μὲν τὸν δῆμον ξυλλέξαντεϲ εἶπον γνώμην δέκα ἄνδραϲ ἑλέϲθαι ξυγγραφέαϲ αὐτοκράτοραϲ· τούτουϲ ξυγγράψανταϲ γνώμην εἰϲενεγκεῖν εἰϲ τὸν δῆμον εἰϲ ἡμέραν ῥητήν, καθότι ἄριϲτα ἡ πόλιϲ οἰκήϲεται. ἐπεὶ δὲ ἡ ἡμέρα ἐφῆκε, ξυνέλεξαν τὴν ἐκκληϲίαν ἐϲ τὸν Κολωνόν, ὃ ἦν ἱερὸν Ποϲειδῶνοϲ, καὶ ἐπήνεγκαν οἱ ξυγγραφεῖϲ ἄλλο μὲν οὐδέν, αὐτὸ δὲ τοῦτο, ἐξεῖναι μὲν Ἀθηναίων ἀνατρέπειν γνώμην, ἣν ἄν τιϲ βούληται· ἦν δέ τιϲ εἰπόντα ἢ γράψηται παρανόμων ἢ ἄλλῳ τῳ τρόπῳ βλάψη, μεγάλαϲ ζημίαϲ ἐπέθεϲαν. ἐνταῦθα δὲ λαμπρῶϲ ἐλέγετο ἤδη, μήτε ἀρχὴν ἄρχειν μηδεμίαν ἐκ τοῦ αὐτοῦ κόϲμου μήτε μιϲθοφορεῖν προέδρουϲ τε ἑλέϲθαι ε΄ ἄνδραϲ, τούτουϲ ἑλέϲθαι ρ΄ ἄνδραϲ, καὶ τῶν ρ΄ ἕκαϲτον πρὸϲ ἑαυτῷ γ΄· ἐλθόνταϲ δὲ αὐτοὺϲ υ΄ ὄνταϲ εἰϲ τὸ βουλευτήριον ἄρχειν ὅπῃ ἂν ἄριϲτα γινώϲκωϲιν αὐτοκράτοραϲ· καὶ τοὺϲ ,ε δὲ ξυλλέγειν, ὁπότʼ ἂν αὐτοῖϲ δοκῇ. ἦν δὲ ὁ ταύτην τὴν γνώμη εἰπὼν Πείϲανδροϲ. καὶ τἄλλα ἐκ τοῦ προφανοῦϲ προθυμότατα ξυγκαταλύϲαϲ τὸν δῆμον.

88 Ξυγκλύδων· ζήτει ἐν τῷ ϲυγκλύδων.

[*](Thuc.)

89 Ξυγγράψαι καὶ Γράψαι: τὸ μὲν γράψαι ἐφ᾿ ἑνὸϲ πράγματοϲ, τὸ δὲ ξυγγράψαι ἐπὶ πολλῶν. ἢ ξυγγράψαι, τὸ μετ᾿ ἐπιμελείαϲ καὶ ϲπουδαίωϲ ϲυντάξαι, γράψαι δὲ τὸ ἁπλῶϲ καὶ μὴ ἐπιμελῶϲ τὴν ἀλήθειαν εὑρεῖν.

[*](Σ)

90 Ξύει: γράφει. ὡϲ παῤ Ὁμήρῳ. ἔνθεν καὶ τὰ ξύϲματα, γράμματα.

[*](Σ)

91 Ξυήλην: ἣν ξυάλην λέγομεν. Ξενορῶν Κύρου Ἀναβάϲει· εἶχον δὲ θώρακαϲ λινοῦϲ μέχρι τοῦ ἤτρου, ἀντὶ δὲ τῶν πτερύγων ὡϲ παρὰ τὰ πυκνὰ ἐϲτραμμένα. εἶχον δὲ καὶ κράνη, καὶ περὶ τὴν ζώνην μάχαίριον, ὅϲον ξυήλη Λακωνική. ἣν Ἀττικοὶ κνῆϲτιν, Λάκωνεϲ δὲ ξυήλην λέγουϲι μόνον. ἐπὶ δ᾿ αἴγειον κνῆ τυρὸν κνήϲτει χαλκείῃ. οἱ μὲν οὖν Ἀττικοὶ τὸ ῥῆμα οὕτωϲ λέγουϲι, κἀπικνεῖν κἀπεϲθίειν, οἱ δὲ Λάκωνεϲ τοὔνομα ξυήλην. ὡϲ καὶ Ξνοφῶν φηϲιν ἐν τῇ δ΄ τῆϲ Ἀναβάϲεωϲ. [*](85 Ar. Pl. 223 c. sch. 86 ═ Diogen. VI 93 87 Thuc. 8, 67 —68, 1 cf. Byz. Zt. 23, 114 sq. 89 sch. Thuc. 1, 1, 1 90 ═ P cf. H, Zon. 1419 91 ═ P cf. H; Xen An. 4, 7, 15 —16; Λ 638 —9; κἀπικνεῖν κἀπεϲθίειν fr. com. ad. 722; Sophr fr. 149 et 150) [*](87 cf. v. ϲυγγραφεῖϲ 91 Hom. cf. v. Κ 1871; Sophr. fr. 149 cf. v. τὸν ξύοντα) [*](A(GFVM))[*]( 10 ἡ om. G, plerique Thuc. 14 δὲ om. V 16 ε΄ om. V 18 ἄρχειν om. A γινώϲκουϲιν V cf. Thuc. 20 εἰπὼν et καὶ τἄλλα om. V προθυμότατα AM, Thuc.: προθυμήματα G om. V 88 ex mg. M: om. rell. 29. 30 ὡϲ παρὰ τὰ AM: ὡϲ περὶ τὰ G ὡϲ παρὰ V ϲπάρτα Phot. Xen. 30 ἐϲτραμμέναϲ V 32 μόνον] καὶ μόνον coll. v. Ι 612 Toup, Ὅμηροϲ temere Κust. κνήϲτι Phot., v. Κ 1871 34 τῇ] τῷ ed. pr., om. Phot.)

499
ὅτι Δρακόντιοϲ ἔφυγεν ἐκ Σπάρτηϲ παῖϲ ἔτι ὤν, ἀποκτείναϲ ξυήλῃ Λακωνικῇ παῖδα. διὰ τοῦτο δὲ καὶ τὸ κνεῖν οἱ Δωριεῖϲ ξύειν λέγουϲιν· ὡϲ καὶ Σώφρων· ἄν τιϲ τὸν ξύοντα ἀντιξύῃ. καὶ πάλιν· ξύεται ὁ χοραγόϲ.