Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

[*](Ar.)

945 Μή μοί ποτ᾿ ἔλθῃϲ, ὅτ᾿ ἐγὼ πράττω κακῶϲ: παροιμία ἐπὶ τῶν μὴ ϲυνερχομένων τοῖϲ φίλοιϲ ἐν κινδύνιϲ. παίζει δὲ Ἀριϲτοφάνηϲ· εἰϲ τὸ ἐναντίον γὰρ ἡ παροιμία, μή μοί ποτ᾿ ἔλθῃϲ, ὅτ᾿ ἐγὼ πράττω καλῶϲ.

[*](933 — vs. 5 μηλολόθαν Ar. Nu 762—3 c. sch. εῖδοϲ ἄνθουϲ cf. Zon 1357 934 — ὀπώρα ═ Ambr 666 cf. Et. M. 584, 3 et 12, Ps Herodian. 85 vs. 7 μῆ- λον sq. Anth. 6, 252, 1—4 934 νῆϲοϲ ═ Ambr. 656, Ps Herodian. 85. Zon. 1357 936 ═ P, Ba 301, 2 cf. H ═ Zon 1357 937 ═ Et. M. 583, 48 cf. Ambr. 646; P v. μηλαφῆϲαι ═ Η 938 — ἐπαγομένων cf. Diogen. VI 63 μὴ sq. Ar. Nu. 996 — 7 c. sch. 939 ═ Αmbr. 664 cf. H, Et. M. 583, 48 P 940 — μόναϲ ═ Ρ cf. H, Poll. 4, 181; Ar. fr. 614 aliter Ambr. 637 942 ═ Digen. VI 63 944 Soph. Ai. 191, 193 c. sch. 945 Ar. Av. 134 c. sch.)[*](933 cf. v. EI 109 934 Anth. cf. vv. A 904, 976 4214, Π 3076 938 cf. 924, vv. A 3324, 4716 EI 232 , Θ 470 940 cf. v. K 652 942 cf. 938 943 cf. 970)[*](A(GFVM))[*](1 εἰϲ — παῖδεϲ Α F cf. sch.: οἱ παῖδεϲ παιδιάν GVM ὃ — 2 παῖδεϲ om. V 3 δ — ἀνακουφίϲαι om. V ἰϲχύουϲιν GM 4 ἔχοντεϲ — κυνηετῆϲαι ex A F. sch. 5 μηλολόνθην G, Ar.; τοῦ ποδόϲ ex Ar. add G 935 post 937 GM post 938 V 12 προβάτων Phot Ba Hes. cp. A cf. p. 385, 22 20 τὸ ] τῷ V διαχρύ αι F διαχρπηϲαι Phot. φάρυγα Α 21 δραγμὰϲ V 943 om. A F mg. M post 949 V 27 ἄρῃϲ GF 945 ante 944 V 31 κακῶϲ V)
387

946 Μήν, μηνὸϲ κλίνεται.

[*](Δ)

947 Μηναγύρτηϲ: ἀπὸ μηνὸϲ ϲυνάγων.

[*](Σ)

948 Μηναγύρτηϲ: ὁ τῆϲ Ῥέαϲ ἱερεύϲ, ὁ κατὰ μῆνα ἀγείρων καὶ ϲυναθροίζων.

949 Μηνᾶϲ· ὅτι ἐν τῷ ναῷ τοῦ ἁγίου Μηνᾶ ὄρυγμα εὑρέθη μέγα, ὅτε ἐκαθαίρετο, καὶ ὀϲτᾶ ἀνθρώπων γιγάντων εἰϲ πλῆθοϲ· ἅτινα θεαϲάμενοϲ Ἀναϲτάϲιοϲ ὁ βαϲιλεὺϲ καὶ ἐκπλαγεὶϲ εἰϲ τὸ παλάτιον κατέθετο εἰϲ θαῦμα ἐξαίϲιον.

950 Μήνη: ϲελήνη.

[*](Σ)

951 Μηνία: ὀργίζου. καὶ Μηνιάω, μηνιῶ· δοτικῇ.

[*](Δ)

952 Μἤνιγξ: ὑμὴν τὸν ἐγκέφαλον ϲκέπων., τοῦ δὲ καλουμένου μη [*](Phil.) νιγγοφύλακοϲ ἐπιτεθέντοϲ τῇ μήνιγγι, ἀναίϲθητον τὸ ζῷον γίνεται καὶ ἀκίνητον. ὅτι αἱ αἰϲθήϲειϲ ἀπὸ τοῦ ἐγκεφάλου ἀρχόμεναι διὰ τῶν νευρων ἄχρι τῶν αἰϲθητηρίων προΐαϲι. πρόειϲιν οὖν καὶ ἡ ἀκουϲτικὴ δύναμιϲ μέχρι τῆϲ ῥίζηϲ τῶν ὤτων, ἃϲ καλοῦϲι μήνιγγαϲ. ἔϲτι δὲ νεῦρο ἀπὸ τοῦ ἐγκεφάλου προϊὸν πεποροποιημένον· ἐν ὧ πόρῳ ἐϲτὶ τὸ ὀπτικὸν πνεῦμα. ἔϲτιν οὖν ἀπειλημμένοϲ τιϲ ἀὴρ ἐν τῷ κοιλώματι τῆϲ ἀκοῆϲ, ϲυμφυὴϲ ὢν τῇ μήνιγγι καὶ τῷ ὑμένι. οὗτοϲ οὖν ὁ ἀὴρ ὁεχόμενοϲ ἐκ τοῦ ἔξωθεν ἀέροϲ τοὺϲ ψόϲ φουϲ, ἔχων καὶ αὐτὸϲ τὴν διηχῆ δύναμιν διʼ ἑαυτοῦ εἰϲ τὴν μήνιγγα διαπορθμεύει τοὺϲ ψόφουϲ. πρόειϲι δ’ ἀπὸ πλατυτέρου πόρου τῆϲ μήνιγγοϲ. οὐ δεῖ δὲ νομίζειν τοῦτο μόνον ἀέρα, εἰ καὶ ϲυμφυήϲ ἐϲτιν, ἤδη καὶ ἄφθαρτον εἶναι, ὡϲ ἀεὶ ἕνα καὶ τὸν αὐτὸν τῷ ἀριθμῷ ὄντα· ἀλλ’ ἔϲτι κατὰ μέρη φθαρτὸϲ καὶ γεννητὸϲ ὥϲπερ καὶ τὸ ἄλλο τοῦ ἀνθρώπου ϲῶμα. ἀμέϲωϲ δὲ δέχεται τὰϲ τοῦ ἔξωθεν ἀέροϲ προϲβολάϲ. διὸ καὶ ὑπὸ τῶν μεγάλων ψόφων πάϲχει ἡ ἀκοή, τοῦ ἔξωθεν ἀέροϲ ϲφοδρῶϲ ὠθουμένου καὶ τῇ βίᾳ ὠθοῦντοϲ τὸν ἐν τοῖϲ ὠϲὶ ϲυμφ υᾶ τοῦτον ἀέρα καὶ πολλάκιϲ διαϲκεδαννύντοϲ αὐτόν. καὶ διὰ τὰϲ εριϲτατικὰϲ ἐνεργείαϲ, τοι τὰϲ ἐν τοῖϲ ὕδαϲι καταδύϲειϲ, ἐγκατῳκοδόμηται οὗτοϲ ὁ ἀὴρ εἰϲ φυλακὴν τοῦ αἰϲθητηρίου. διὰ τοῦτο καὶ ἑλικοειδεῖϲ ἐποίηϲεν ἡ φύϲιϲ τοὺϲ πόρουϲ τῶν ὤτων, ἵνα μὴ ῥᾳδίωϲ εἰϲέρχηταί τι καὶ πλήξῃ τὴν μήνιγγα.

953 Μηνιθμόν: τὴν ὀργήν.

[*](Hom.)

954 Μήνιμα: ἡ μανία.

[*](Δ)[*](946 cf. Ambr. 5194 947 ═ P, Ba 301, 3 cf. H 948 ὁ κατὰ μῆνα cf. Ambr. 592 949 ═ Preger 162, 9 —12 950 ═ P, Ba 301, 4, H, Ap. S. 112, 23 sch. Ψ 455, Ps. Herodian. 226, Et. Gen., Et. M. 586, 42 951 cf. Synt. Gud. p. 591;— ὀργίζου ═ Ambr. 682 cf. H ═ sch. Α 422 952 — vs. 13 ἀκίνητον philop. 19, 8 —11 (cf. P). αἱ  sq. l. l. 364,16—28; 365. 5—17 953 sch. 62 cf. H ═ Ps. Herodian. 86; Ambr. 675 954 cf. Ap. S. 112, 26, unde H; aliter. sch. λ 73, Ambr. 669)[*](951 cf. 955 — 6)[*](947 —8 inverso  ord GMac 6 ἅτινα] αὐτίκα A 7 παλλάντιον A A(GFVM) 10 ὡργίζου V δοτικῇ om. AF: Μηνιάω· μηνιῶ· δοτικῇ. Μιμνήϲκω· γενικῇ (cf. 1078) add. Ar; Μημνήϲκω· γενικῇ post 943 add. V 16 προϊὸν om. V 21  πρόειϲι — 30 καὶ om. V 21 δ᾿  AF, Philop.: οὖν GΜ 24 γενητὸϲ AF 26 τοῦ] δ᾿  add. A 27 ὠθοῦντοϲ] ἀποθοῦντοϲ G 31 εἰϲέρχονται V 953 — 4 mg. M ante 952 G)
388
[*](Δ)

955 Μηνιόντων: ὀργιζομένων.

[*](Et. + Σ + x)

956 Μηνίω, μηνίϲω. βαρύτονον. ὀργίζομαι. ὥϲπερ κυλίω, κυλίϲω. κονίω, κονίϲω. μήνυμα δὲ, μηνῦϲαι.

[*](Σ)

957 Μῆνιϲ: ὀργὴ ἔμμονοϲ.

958 Μηνίωκοϲ: παράταξιϲ πολεμική.

[*](Σ)

959 Μηνίϲκουϲ: ὑμέναϲ, πέταλα, περιτραχήλια κόϲμια. ἢ ἃ ἐπιτιθέαϲι [*](Ar.) τοῖϲ ἀγάλμαϲι, διὰ τὸ μὴ ἐφιζάνοντα τὰ ὄρνεα ἀποπατεῖν. χαλκεύεϲθαι μηνίϲκουϲ φορεῖν ὥϲπερ ἀνδριάντεϲ, ἐὰν μὴ ἡμᾶϲ κρίνητε νικᾶν. φηϲὶν οὖν, ὅτι μέλλομεν ὑμῶν καταπατεῖν.

[*](Σ Δ)

960 Μηνοειδήϲ: ϲεληνοειδήϲ. ϲτρογγύλοϲ.

[*](Σ)

961 Μὴ νόμιϲον: ἀντὶ τοῦ μὴ νομίϲῃϲ. οὕτωϲ Θαγενίδηϲ.

[*](Δ)

962 Μήνυμα.

963 Μή νυν: παροξυτόνωϲ, ἀντὶ τοῦ μὴ δή.

[*](Synt.)

964 Μηνύω ϲοι χαράν· δοτικῇ.