Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

[*](Suid.)

965 Μηνῦϲαι.

[*](Δ)

966 Μῄονοϲ: ἐθνικόν.

[*](Soph.)

967 Μὴ οὐχί· Σοφοκλῆϲ· κόμποϲ πάρεϲτι, κοὺκ ἀπαρνοῦμαι τὸ μή. τὸ μὴ οὐχὶ βάψαι τὸ ξίφοϲ ἐν τῷ ϲτρατῶ.

[*](Prov.)

968 Μὴ πάντα κατὰ βοὸϲ ἕξειϲ: παραινεῖ μὴ πάντα ἐπ᾿ εὐχαῖϲ ποιεῖϲθαι καὶ ταῖϲ παρὰ θεῶν ἐλπίϲιν, ἀλλὰ πρόττειν καὶ δι᾿ ἑαυτῶν.

[*](Ps.)

969 Μὴ παραζήλου: μὴ ὁμοιωθῇϲ.

[*](Δ)

970 Μὴ παρόψει.

[*](Σ)

971 Μὴ παιδὶ μάχαιραν: ἐπὶ τῶν εἰκῆ ἐγχειριζόντων. καὶ Εὔπολιϲ Δήμοιϲ· μὴ παιδὶ τὰ κοινά.

[*](Prov.)

972 Μὴ πολλάκιϲ πρὸϲ τὸν αὐτὸν λίθον παίειν, ἔχοντα καιρὸν ὁμολογούμενον.

[*](Prov.)

973 Μήποτ᾿ εὖ ἔρδειν γέροντα μηδὲ παῖδα μηδὲ γυναῖκα [*](955 ═ Ambr. 683 956 μηνίϲω et κονίω, κονίϲω cf. Zon. 1359 ὀργίζομαι ═ P, Ba 301, 8, H, Ps. Herodian. 86 et 249, An. Ox. 4, 297, 18 cf. sch. B 769 Μήνυμα sq. cf. An Ox. 2, 390, 18, unde Et. M. 583, 44 957 ═ P, Ba 301, 6 cf. H v. μῆνοϲ, sch. A 1 959 — κόϲμια ═ Ba 301, 7, P v. μηνίϲ cf. Zon. 1356 ἃ sq. Ar. Av. 1114—5 c. sch. 960 — ϲεληνοειδήϲ ═ P, Ba 301. 9 cf. H ϲτρογγύλοϲ ═ L 961 ═ P cf. Bk. 107, 30 964 cf. An. Ox. 4, 297, 18, Synt. Gud. 966 cf. Ambr. 621 et 630 967 Soph. Ai. 96 c. sch. 968 cf. Paroem. ed. Gsf. 78, n. 660 969 cf. An. Ox. 2, 461, 2, H 971 ═ P; Eup. fr. 121 972 fr. com. ad. 391 — 2 cf. Polyb. 31, 11, 5 973 cf. Paroem. ed. Gsf. 79 n. 667) [*](955 cf. 951 956 cf. 951, 962, v. E 988; hinc 965 962 cf. 951 965 ex 961 970 cf. 943 972 cf. v. Π 3005 973 cf. 877 et v. A 4716) [*](A(GFVM)) [*](2. 3 μηνίϲω et κυλίϲω et κονίϲω —μηνῦϲαι om. AF 8 ἀνδριάντοϲ G ὰνδριάντα M cp. V ἀνδρὶ ἀντὶ τοῦ F 9 ὑμᾶϲ G καταποπατεῖν Bekk., cod. G in Ar. 10 ϲεληνοειδήϲ om. V 961 mg. M post 973 V 11 Θεαγενίδηϲ G (οὕτωϲ θ. om. F) Θουκυδίδηϲ Phot. Θουγενίδηϲ (fr. 3) sagaciter Pierson 962 om. FV 964—5 om. AFV; 964 mg. Ar 16 Μῄονεϲ G, Ambr. 630 967 iterum post 961 V; 17 Σοφοκλῆϲ — μή prim. om. 18 τὸ pr.] ἤγουν τὸ G τῷ ϲτρατῷ GM cf. sch.: τῇ ϲτρατιᾷ AFV 969 om. AFV 970 om. V 972 non nov. gl. FM 25 παίειν om. A; πταίειν v. Π 3005 973 om. F, non nov. gl. VM 27 μηδὲ pr. AG: μὴ VM)

389
μηδὲ γείτονοϲ κύνα μήτε κυβερνήτην φίλυπνον, μὴ λάλον κωπηλάτην: παραινεῖ εἰϲ ἄχρηϲτα μὴ ἀναλίϲκειν.

974 Μήπωγε, μήπω: ἐπαναδίπλωϲιϲ καλεῖται τὸ τοιοῦτο ϲχῆμα τοῦ [*](Ar.) λόγου, τὸ δὶϲ τοῖϲ αὐτοῖϲ ὀνόμαϲι χρῆϲθαι. ἐμφαντικὸν δὲ καὶ λίαν ἐνεργητικὸν ἀπεργάζεται τὸν λόγον· δεδιττόμενοϲ γὰρ δεῖται ὑπερθέϲεωϲ.

975 Μὴ προδοὺϲ ἡμᾶϲ γένῃ· ϲύνταξιϲ. οἴμ᾿, ὡϲ ἀθυμῶ· καὶ ϲὲ [*](Soph.) πρὸϲ τοῦ ϲοῦ τέκνου καὶ θεῶν ἱκνοῦμαι, μὴ προδοὺϲ ἡμᾶϲ γένῃ.

976 Μὴ πρὸϲ ἐμὲ τὰ ποικίλα: ἀντὶ τοῦ τὰϲ τέχναϲ.

[*]( Prov.)

977 Μὴ πρὸϲ λέοντα δορκὰϲ ἅψομαι μάχηϲ: ἐπὶ τῶν τὴν [*](Prov.) ἰϲχὺν ἀνίϲων.

978 Μήρινθοϲ: ϲπάρτοϲ, ἤτοι ϲχοινίον, δεϲμόϲ, βρόχοϲ. αὕτη μὲν [*](Σ) ἡ μήρινθοϲ οὐδὲν ἔϲπαϲεν. ἐπὶ τῶν ἐπιχειρούντων καὶ ἀποτυγχανόντων. [*](Ar.) οὐ μὴν οὐδὲ ἡ μήρινθοϲ ἔϲπαϲέ τι ἀγαθὸν αὐτοῖϲ· οὐ γάρ [*](Ε) τοι μετά μακρὸν νέφη ἀκρίδων ἐπιρρεύϲαντα τοὺϲ καρποὺϲ κατέφαγεν αὐτοῖϲ.

979 Μηριόνηϲ: ὄνομα κύριον.

[*](Δ)

980 Μηρόϲ: τὸ μέλοϲ.

[*](Δ)

981 Μήρυμα: ϲπείραμα, κάταγμα, νῆμα.

[*](Σ)

982 Μηρυομένη: ἕλκουϲα, ἐκτεινομένη. Μηρύω γὰρ τὰ ἱϲτία [*](Σ) ϲυνάγω.

[*](Δ)

983 Μήϲατο: ἐμηχανήϲατο.

[*](Hom.)

984 Μή ϲʼ ὁ θυμὸϲ ἁρπάϲαϲ ἐκτὸϲ οἴϲει τῶν ἐλαιῶν: ἐμΦαίνει [*](Ar.) ὁ λόγοϲ ὡριϲμένον τι λέγειν, καὶ μάλιϲτα, ὡϲ ἐπ’ ἄκρου ἱπποδρόμου ἐλαῖαι ἦϲαν, καθ᾿  ὃ ἐξεφέροντο οἱ ὑποπεπτωκότεϲ κατὰ τὸν δρόμον. θέλει δὲ εἰπεῖν, ἐκτὸϲ τοῦ προκειμένου μὴ λέγε.