Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

925 Μηλιέων πολιτεία.

[*](Δ?)

926 Μηλιῶϲ: ἐπὶ γενικῆϲ ὄνομα τόπου.

[*](Δ)

927 Μηλιεύϲ· καὶ Μήλιοι.

[*](Δ)

928 Μηλόβιοϲ: εἷϲ τῶν λ΄ τῶν παρὰ Ἀθηναίοιϲ τυραννηϲάντων· [*](Harp.) οὗ Ὑπερίδηϲ ἐν τῷ κατ᾿ Αὐτοκλέουϲ μέμνηται.

929 Μηλοβοτέα: γῆν εὐτραφῆ, ἀνειμένην εἰϲ νομὴν προβάτοιϲ.

[*](Σ)

930 Μηλοβοτήρ: ὁ τῶν προβάτων ποιμήν. καὶ Μηλονόμοϲ, ὁ [*](Σ + Δ) αὐτόϲ.

931 Μηλόβοτοϲ χώρα: ὑπὸ πολεμίων ἐξερημωθεῖϲα, ἣν κατανέμεται [*](Rhet.) τὰ τετράποδα. κεῖται δὲ τοὔνομα καὶ παρὰ τῷ Λυκούργῳ ἐν τῷ κατ᾿ Αὐτοκλέουϲ· ἀλλὰ καὶ μηλόβοτον τὴν ἀττικὴν ἀνῆκε. βουλευομένου δὲ ὅπωϲ τῇ πόλει χρήϲηται Ἀθηναῖοι μὲν μηλόβοτον ἀνεῖναι ϲυνεβούλευον, Φωκεῖϲ δὲ ἀντεῖπον ϲῶϲαι.

932 Μὴ λόγουϲ ἀντ᾿ ἀλφίτων: ἐπὶ τῶν ἔργα ἀλλὰ μὴ λόγουϲ [*](Prov.) ἀξιούντων λαβεῖν.

[*](918 cf. Ambr. 638 919 ═ Ambr. 647, Ps. Herodian. 85 920 cf. Zen. V 22, H 922 — ἰατρική cf. Ambr. 646, Et. M. 583, 47 ὅτι sq. Philop. 292, 19 — 21, 33 — 4 923 cf. Paroem. ed. Gsf. 109 n. 885 925 Μηλιέων ═ Ambr. 633 927 Μηλιεὺϲ cf. Ambr. 588. Μήλιοι ═ Ambr. 631 928 Harp. ═ P; Hyper. fr. 61 929 ═ P, Ba 300, 31 cf. Zon. 1355, H v. μηλόβοτοϲ 930 — Μηλονόμοϲ ═ P, Ba 301, 1 cf. H, Ps. Herodian. 85. Μηλονόμοϲ sq. cf. Ambr. 593 931 fonti rhetor. attr. Wentzel; Lycurg. fr. 17 932 cf. Diogen. VI 60; l. fr. com. ad. 687)[*](923 cf. v. τὸ Μηλιακὸν π.)[*](13 βουλευθεῖϲιν Α 926 post 927 GM, ordo poscit 18 Μηλιῶϲ] Μηλιῶν A(GFVM) ed. pr. 22 προβάτων AVGMac cf. p. 386, 12 25 ὑπὸ] ἀπὸ G ἐρημωθεῖϲα A 26 καὶ om. F 27 Αὐτοκλέουϲ] Αὐτολύκου Osann cf. vs. 21 ἀλλὰ — 29 ϲῶϲαι om. F 27 post ἀνῆκε lac. statuit Baiter et Sauppe 28 Ἀθηναῖοι] Θηβαῖοι Kust. cf. v. Π 222 ἀνεῖναι] ἀεῖραι GVM 932 post 933 V)
386
[*](Ar.)

933 Μηλολόνθη: ζωΰξιον, ᾦ χρπωνται εἰϲ παιδιὰν οἱ παῖδεϲ· ὃ τοῖϲ ἄνθεϲιν ἐπικαθέζεται. Οἱ δὲ παῖδεϲ λίνον τοῦ ποδὸϲ ἐξαρτῶντεϲ, καὶ ξυλίξιον ὃ οὐκ ἐξιϲχύουϲιν ἀνακουξίϲαι, εἰϲ τὸν ἀέρα ἀφιᾶϲιν, ἔχοντεϲ ἐξουϲίαν πάλιν αὐτὰϲ κυνηγετῆϲαι. Ἀριϲτοφάνηϲ· ἀλλ᾿ ἀπχάλα [*](Δ) τὴν φροντίδ᾿ εἰϲ τὸν ἀέρα, λινόδετον ὥϲπερ μηλολόνθαν. ϲημαίνει δὲ καὶ εἰδοϲ ἄνθουϲ.

[*](Δ)

934 Μῆλον: τὸ πρόβατον. Καὶ ἡ ὀπώρα. ἐν Ἐπιγράμμαϲι· μῆλον [*](Anth.) ἐγὼ ϲτρούθιον ἀπὸ προτέρηϲ ἔτι ποίηϲ ὥριον ἐν νεαρῷ χρωτὶ φυλαϲϲόμενον, ἄϲπιλον, ἀρυτίδωτον, ἰϲόχνοον, ἀκμὴν ἐν πετάλοιϲ ἐμφυὲϲ ἀκρέμοϲι.

[*](Δ)

935 Μῆλοϲ: καὶ ἡ πόλιϲ καὶ ἡ νῆϲοϲ.

[*](Σ)

936 Μηλοϲξαγίαιϲ: θυϲίαιϲ προβάτοιϲ.

[*](Δ)

937 Μηλοῦν: τὸ ψηλαφᾶν.

[*](Prov.)

938 Μήλῳ βληθῆναι: ἐπὶ τῶν εἰϲ ἔρωτά τινα ἐπαγομένων. [*](Ar.) μὴ δ᾿ εἰϲ ὀρχηϲτρίδοϲ εἰϲᾴττειν (τουτέϲτιν εἰϲελθεῖν), ἵνα μὴ πρὸϲ Ταῦτα κεχηνώϲ, μήλῳ βληθεὶϲ ὑπὸ πορνιδίου τῆϲ εὐκλείαϲ ἀποθραυϲθῇϲ. Τουτέϲτιν ἐκπέϲῃϲ.

[*](Δ)

939 Μήλωθρον: τὸβάμμα.

[*](Σ)

940 Μηλῶϲαι: τὸ καθεῖναί τι εἰϲ βάθοϲ. καὶ τὴν φάρυγγα μηλῶϲαι, τὸ διαχρῖϲαι τῷ δακτύλῳ. Ἀριϲτοφάνηϲ· τὴν φάρυγγα μηλῶϲαι, δύο δραχμὰϲ ἕξει μόναϲ. καὶ Μήλη, ἐργαλεῖον, δι᾿ οὗ χρίεταί τι καὶ ὑπαλείφεται.

[*](Δ)

941 Μηλωτή: ζώνη ἐκ δέρματοϲ.

[*](Prov.)

942 Μήλοιϲ βάλλειν: ἐπὶ τῶν εἰϲ ἔρωταϲ ἐπαγομένων.

[*](943)

Μή με παρόψει.

[*](Soph.)

944 Μὴ μή μ᾿, ἄναξ: τὸ πλῆρεϲ, μὴ μή μοι. Σοφοκλῆϲ· μὴ μή μ᾿, ἄναξ, κακὰν φάτιν ἄρῃ.