Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

[*](Σ)

621 Μέντοι: τὸ δὲ ϲὺν τῷ γέ παῤ οὐδενὶ τῶν Ἑλλήνων.

[*](Δ)

622 Μενοικεύϲ.

[*](Δ)

623 Μενοινή: ἡ προθυμία.

[*](Δ)

624 Μενοινῷοϲ.

[*](Δ)

625 Μενοίτιοϲ: ὄνομα κύριον.

[*](Tact.)

626 Μεραρχίαι: αἱ δύο χιλιαρχίαι ἀνδρῶν ,βμη΄. οἱ δὲ καὶ τέλοϲ ὀνομάζουϲι· καὶ τὸν ἡγούμενον μεράρχην καὶ τελετάρχην.

[*](Σ)

627 Μεριδαρχίαϲ: μεριτίαϲ. κατὰ δεκαρχίαϲ.

[*](Δ)

628 Μερίζω· αἰτιατικῇ.

[*](Δ)

629 Μερίϲ: ἡ κληρονομία.

[*](Σ)

630 Μερὶϲ οὐ πνίξ: τῶν δυνατωτέρων ἁρπαζόντων τὰϲ τροφάϲ τῶν ἀϲθενεϲτέρων καὶ ἐπὶ τούτῳ ἐκείνων πνιγομένων, ἐπεὶ ἄρα αὑτοῖϲ βοηθεῖν οὐκ ἠδύναντο, ἐπενοήθη ὁ διαμεριϲμέϲ· καὶ ἕκαϲτοϲ ἑκάϲτῳ [*](Prov.) τὸ ἴϲον λαμβάνων ἐπεφώνει, μερὶϲ οὐ πνίξ. ἢ οὕτωϲ γράφε, μερὶϲ [*](619 cf. Ambr. 344 620 cf. Ambr. 360; l. ═ Ambr. 387 621 ═ P cf. Phryn. Ecl. 342 622 ═ Ambr. 317 623 ═ Ambr. 424, Ps. Herodian. 82 cf. H 626 Tact. 16 627 ═ P, Ba 298, 9 cf. H (in 1 Esdr. 8, 28), Zon. 1344 628 ═ Synt. Laur. Et Gud., An. Ox. 4, 297, 17 630 — vs. 33 πνίξ ═ Ρ vs. 33 μερὶϲ sq. cf. Zen. V 23) [*](626 cf. post litt. Ψ) [*](A(GFVM)) [*](1 φανερῶϲ GVM εἶναι om. V 4 τῶν om. A 5 εἶναι om. V λαβεῖν V 8 ἀνάνδρουϲ GVM 9 οὕτω] οὔτε V 11 ἐνόμιζον M 12 προτερεύειν V 15 μὲν ex A solo cf. Exc. πλεῖϲτα] μάλιϲτα Vac 20 γέ AF. Phot.: ϲε GVM 21 Μενοικέϲ G cf. p. 363, 7 25 Μεναρχίαι AGFec; gl. extra ord. 26 Μενάρχην AGF 28 αἰτιατικῇ om. AF; Μερίζω· αἰτιατικῇ mg. add. Ar 31 ἐπεὶ — p. 365, 2 πνίξ om. F 31 ἄρα om. G 32 βοηθεῖν αὑτοῖϲ GVM ἑκάϲτῳ] ἑκάϲτου V)

365
οὐ πνίγει. ὅτε οὖν οἱ δυνατοὶ ἥρπαζον, ἦν πνίξ· ὅτε δὲ ἐπενοήθη ἡ μερίϲ, ἔλεγον οἱ πένητεϲ, μερὶϲ οὐ πνίξ.

631 Μερίτην: ϲυμμεριϲτήν. Πολύβιοϲ· καὶ πολλὰ περιελαϲάμενοι [*](Ε) ϲώματα καὶ θρέμματα τούτων οὐδενὸϲ μερίτην ἐποιήϲαντο τῶν ἁλόντων.

632 Μερίτηϲ: ὁ τινὸϲ πράγματοϲ μεταλαγχάνων. Πολύβιοϲ· ὁ δὲ φύλαξ εὐθὺϲ ἀνοίγει, ἐλπίζων καὶ πρὸϲ αὑτόν τι διατείνειν τὴν [*](Ε) εὐαγρίαν διὰ τὸ μερίτην ἀεὶ γίνεϲθαι τῶν εἰϲφερομένων.

633 Μερκηδῖνον: τόποϲ τιϲ.

[*](Δ)

634 Μερμαίρω: φροντίζω, ἢ χολῶ.

[*](Σ)

635 Μέρμερα: μερίμνηϲ ἄξια, χαλεπά.

[*](Σ)

636 Μερμηρίζω: μεριμνῶ.

[*](Σ)

637 Μερμερόηϲ: ὄνομα κύριον. τὸν Μερμερόην ἡμῖν ϲημᾶναι, ὡϲ οὐκ ἔϲτιν ἀξιόλογοϲ ἡ χώρα, οὐδὲ μὴν περιμάχητοϲ, οὐδὲ βαϲιλικῆϲ [*](El.) ἔργον ἐκϲτρατιᾶϲ, ἀλλ’ ἓν ὑπάρχει τῶν ἐθνῶν τῶν περὶ τὸν Καύκαϲον.

638 Μέρμιϲ: τὸ ϲχοινίον.

[*](Δ)

639 Μερόη: νῆϲοϲ κατὰ τὸν ὠκεανόν. εἰ καὶ τηλοτέρω Μερόηϲ [*](Δ) τεὸν ἴχνοϲ ἐρείϲειϲ.

640 Μερόλαϲ: ὄνομα κύριον.

[*](Δ)