Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

641 Μέϲαβον: τὸ μέϲον τῶν βοῶν ξύλον.

[*](Δ)

642 Μεϲάγκυλοϲ: μεϲαιπόλιοϲ, ὠμογέρων.

[*](Σ)

643 Μέροπεϲ, οἱ ἄνθρωποι. παρὰ τὸ μεμεριϲμένην ἔχειν τὴν ὄπα, [*](Σ) ἤτοι τὴν φωνήν. ἡ εὐθεῖα ὁ Μέροψ.

644 Μερόπη: ὄνομα κύριον. καὶ Μεροπίϲ, ἡ Κῶϲ νῆϲοϲ.

[*](Δ Suid.)

645 Μ Μεϲϲα πίων· ὅτι ἄρτοϲ ὁ ψωμόϲ. ἔϲτι δὲ καὶ ὄνομα τυράννου Μεϲϲαπίων, [*](Suid.) καὶ πρόξενον Ἀθηναίουϲ φηϲὶ ποιήϲαϲθαι Πολέμων.

646 Μεϲ άτμῳ: τῷ κανόνι, τῷ μέϲῳ καλάμῳ τοῦ ἱϲτοῦ.

[*](631 καὶ πολλὰ sq]. Polyb. 4, 29,6 632 ὁ sq. Polyb. 8, 29, 6 634 ═ Ba 298,10 cf. Zon. 1353, H 635 ═ P, soh. Θ 453 cf. H, Et. Gen., Et. M. 580, 23, Ba 298,11 sch. Pl. Hipp. mai. 290e 686 ═ P, Ba 298, 12, sch. Luc. 137, 24 cf. Ambr. 517 H, sch. Α 189; l ═ Ambr. 564 637 — κύριον ═ L τὸν sq. Men. Prot. fr. 11 F H G 4, 215 ═ EL 185, 9 —12 638 ═ Am br. 425 cf. sch. κ 23, H 639 l. cf. Ambr. 439 εἰ sq. Anth. 5, 300,1 641 cf. Ambr. 485 et 299, P (in Hesiod. O. 469) 642 ═ P, Ba 298,15 cf. H v. μεϲαίπολιοϲ 643 ═ P, Σa, H cf. Et. Gen., Ba 298,13, Ps. Herodian. 82, Ap. S. 111, 22, sch. Α 250, Ambr. 292 et 403 An. Ox. 1, 270, 22 unde Et. M. 580, 36 Μέροψ cf. Ambr. 292 et 403, Ps. He ordian. 82 644— κύριον cf. Ambr. 439 346 cf. H v. μέϲατμον)[*](637 cf. v. Α2811 644 καὶ sq. ex v. Κ 2302 645 ex v. Α 4051)[*](1 ὅτε—2 πνίξ om. V 1.2 ἡ μέριϲ] ὁ μεριϲμόϲ ed, pr. 6 τὴν] τὸν A A(GFVM) 9 Μερμέρω V, Phot. Hes. 10 Μέρμαιρα M 11 Μερμερίζω GFV M, Ambr. sch. Luc. 13, 14 βαϲιλικὸν A βαϲιλικῶν V 14 παρὰ V M 642 om. F 21 μεϲαιπόλιοϲ, ὠμογέρων sagaciter om. GM cf. ad p. 366, 3; nov. gl. 343—4 post 640 GF V M, ordo poscit 22. 23 τὴν ὅπα ἤτοι om. V 23 ἤτοι] ἤγουν A, Hes. ὁ om. A 24 καὶ —νῆϲοϲ om. AF mg. Ar καὶ om. Ar 645 om. AF V mg. (licenter. mut.) Ar. 25 ὅτι om. G.)
366
[*](Σ)

647 Μεϲαύλιον: κυρίωϲ μὲν ἡ μέϲη θύρα· κεῖται δὲ ἀντὶ τοῦ μεϲαύλιον. [*](Δ) ἢ Μεϲαύλιον, ὁ μέϲοϲ τόποϲ τῆϲ αὐλῆϲ.

[*](Δ)

648 Μεϲαιπόλιοϲ: ὁ μιξοπόλιοϲ.

[*](Δ)

649 Μεϲαίτατοϲ: ὁ μέϲοϲ. καὶ Μεϲαίτατον, τὸ ὑψηλόν.

[*](Rhet.)

650 Μεϲεγγύημα· μεϲεγγύημά ἐϲτιν, ὅταν οἱ ϲυντιθέμενοι πρὸϲ ἀλλήλουϲ περὶ πραγμάτων τῶν οὐ κατὰ τρόπον οὐδὲ δικαίωϲ ἔϲεϲθαι μελλόντων, ἢ περὶ ὧν τιϲ βλάβη γενήϲεται τῷ κοινῷ τῆϲ πόλεωϲ, ὑπὲρ τοῦ πραχθῆναι τὰ κατὰ τὰϲ ϲυνθήκαϲ, μιϲθόν τινα ὁρίϲαντεϲ παρακατατιθῶνται κοινῷ φίλῳ τὸ ἀργύριον, ὅπωϲ ἂν ἀμφοτέροιϲ τοῖϲ μέρεϲι δοκῇ, ἂν ἄρα ἐκπραξάμενοι τὰ ϲτοιχηθέντα βεβαιώϲωϲι. Harp. 651 Μεϲεγγύημα: τὸ ὁμολογηθὲν ἀργύριον παῤ ἀνδρὶ μέϲῳ γινομένῳ ἐγγυητῇ ἀποδόϲεωϲ. καὶ μεϲεγγυήϲαϲθαι τὸ ποιῆϲαι τοῦτο λέγεται.

[*](Suid.)

652 Μέϲερ: ἡ Αἴγυπτοϲ. καὶ ζήτει ἐν τῷ Μεϲρέμ.

[*](Σ)

653 Μεϲέγγυοϲ: μεϲίτηϲ, ἐγγυητήϲ, μέϲοϲ δύο μερῶν.

[*](Σ)

654 Μεϲεγγυοῦνται: ἐγγυηταὶ γίνονται, ἢ ἐγγυητὰϲ ποιοῦνται. ὡϲ καὶ Ἰϲοκράτηϲ ἐν τῷ Κατὰ τῶν ϲοφιϲτῶν.

[*](Σ)

655 Μεϲηγύϲ: μεταξύ.

[*](Δ)

656 Μεϲῆϊϲ πηγή· καὶ Μεϲήϊδοϲ γῆϲ.

[*](Δ)

657 Μεϲῆλιξ: ὁ μέϲοϲ τῇ ἡλικίᾳ.

[*](Δ)

658 Μεϲημβρίζω. καὶ Μεϲημβρινόϲ.

[*](Δ)

659 Μεϲήνη: ὄνομα πόλεωϲ. καὶ Μεcήνιοϲ, ὁ ἀπὸ τῆϲ Μεψήνηϲ.

[*](Ε)

660 Μεϲιτεύειν: ἀναμέϲον κεῖϲθαι. τὰ δὲ χρήματα μεϲιτεύειν ἐν Κύπρῳ ϲυνετάζαντο, παῤ οἷϲ ἂν αὐτὸϲ εὐδοκηθῇ.

[*](Δ)

661 Μεϲίτηϲ: ὁ εἰρηνοποιόϲ.