Suidae lexicon
Suda
Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935
601 Μενεκράτηϲ, κωμικόϲ. δράματα αὐτοῦ Μανέκτωρ ἢ Ἑρμιονεύϲ.
602 Μενεκράτηϲ, Συρακούϲιοϲ, ἰατρόϲ. οὗτοϲ δὲ μιϲθὸν μὲν οὐδένα ἐκομίζετο τῆϲ θεραπεῖαϲ· ἐθεράπευε γὰρ τὴν ἱερὰν νόϲον, δούλουϲ δὲ αὑτοῦ ὁμολογεῖν τοὺϲ θεραπευομένουϲ ἀπῄτει καὶ Δία ἑαυτὸν ἐκάλει, θεοὺϲ δὲ τοὺϲ ἰαθένταϲ ὑπ᾿ αὐτοῦ, τιθεὶϲ ἑκάϲτῳ προϲηγορίαν, τῇ μὲν Ἑρμοῦ, τῷ δὲ Ἀπόλλωνοϲ.
[*](592 ═ L; l. cf. P, Ambr. 410 593 Harp. cf. P, Ambr. 441 594 Nonn. in Greg. Naz. PG 36, 1052 contulit Gsf. 595 sch. Thuc. (Patm.) 1, 110, 4 596 l. B 536 597 ϲᾶμα — τύψε Anth. 7, 208, 1—3 599 sch. E 606 cf. H, Zon. 1353 600 ═ L 602 Ath. 7, 269 a sqq.)[*](597 cf. v. Δ 101)[*](A(GFVM))[*](3 βίον ed. pr. διεδύϲατο GM 4 προμηθέϲτατον V προμυθέϲτατα GM 5 μουϲῶν om. V 10 ὥϲτ᾿ ἂν οὖν] ὡϲ δ᾿ ἂν ο. Bekk. ὡϲ τοίνυν Bhd. 11 ἄρξαϲθαι del. Bhd. 14 Μένδα — 15 ᾠκιϲμένη post 591 GM, nov. gl. GVM 14 Ἐρετριαίων Mec 18 ὥϲτε AF: ὡϲ ἔτι GVM 595 — 6 inverso ord. F 23 ϲῶμα G, v. l. v. Δ 101 25 Μενεδάϊοϲ] nov. gl. GVM καὶ om. V 29 δραμάτων coll. 613 Gsf., cp. A Μενέτωρ F καὶ Ἑρμιόνη Mein. 33 ἑκάϲτου V)603 ενέλαοϲ· Δημοϲθένηϲ ἐν Φιλιππικοῖϲ. ἀδελφὸϲ Φιλίππου [*](Harp.) ὁμοπάτριοϲ.
604 Μενέλαοϲ, Αἰγαῖοϲ, ἐποποιόϲ. ἔγραψε Θηβαΐδα ἐν βιβλίοιϲ ια΄, [*](Hesy.) καὶ ἄλλα.
605 ενέμαχοι: καρτερικοί, μένοντεϲ ἐν τῇ μάχῃ οὓϲ Ὅμηροϲ μενεχάρμαϲ καλεῖ.
606 Μενεϲθεύϲ: ὄνομα κύριον.
[*]( Δ)607 Μενετοὶ θεοὶ καὶ μὴ ἀποδιδῶϲι μιϲητίᾳ: ἀντὶ τοῦ ἀνεξίκακοι [*](Ar.) καὶ οὐκ εὐθέωϲ τιμωρούμενοι, ἐπίμονοι καὶ βέβαιοι καὶ οὐκ εὐεξαπάτητοι. μιϲητία δὲ ἡ εἰϲ τὰ ἀφροδίϲια ἀκραϲία. μήποτε μέντοι γενικώτερόν ἐϲτιν ἡ ἀπληϲτία, ἡ αἰϲχροκέρδεια.
608 Μενεχ άρμηϲ: ὁ ὑπομονητικὸϲ ἐν μάχαιϲ.
[*](Δ)609 Μένεχμ οϲ: ὄνομα κύριον.
[*](Δ)610 Μενζίτιον: ὄνομα τόπου.
[*](Δ)611 Μενθῆρεϲ: αἱ φροντίδεϲ.
[*](Δ)612 Μέ νιπποϲ, ὁ Κυνικόϲ. ζήτει ἐν τῷ φαιόϲ.
[*](Suid.)613 Μένιπποϲ, κωμικόϲ. τῶν δραμάτων αὐτοῦ ἐϲτι Κέρκωπεϲ καὶ [*](Hesy.) ἄλλα.
614 Μενοεικήϲ: ὁ αὐτάρκηϲ. καὶ Μενοεικέα.
[*](Δ)615 Μένοϲ: δύναμιϲ, ὁρμή. διαφέρει δὲ τὸ μένοϲ τοῦ θάρϲουϲ τὸ μὲν [*](Σ) γὰρ μένοϲ ἐϲτὶ τοῦ ϲώματοϲ, τὸ δὲ θάρϲοϲ τῆϲ ψυχῆϲ.
616 Μενοῦνγε: ἐκ ϲυνδέϲμων τριῶν. τὸ ἀληθέϲ.
[*](Σ)617 Mέ νω· γενικῇ. ἡ δὲ Ὀλυμπιὰϲ ἐπὶ τῶν ἑαυτῆϲ λογιϲμῶν ἔμενε.
[*](Synt.)618 Μένων, Ἀθηναῖοϲ. οὗτοϲ δῆλοϲ ἦν ἐπιθυμῶν πλούτου ἰϲχυρῶϲ, [*](ΕV) ἐπιθυμῶν δὲ ἄρχειν, ὅπωϲ πλείω λαμβάνοι, ἐπιθυμῶν δὲ τιμᾶϲθαι, ἵνα πλείω κερδαίνοι· φίλοϲ τε ἐβούλετο εἶναι τοῖϲ μέγιϲτον δυναμένοιϲ ἴνʼ ἀδικῶν μὴ δοίη δίκην. ἐπὶ δὲ τὸ κατεργάζεϲθαι ὧν ἐπιθυμοίη ϲυντομωτάτην ὑετο ὁδὸν εἶναι διὰ τοῦ ἐπιορκεῖν τε καὶ ψεύδεϲθαι καὶ ἐξαπατᾶν, τὸ δὲ ἁπλοῦν καὶ τὸ ἀληθὲϲ ἐνομίζετο αὐτῷ ἠλίθιον [*](603 Harp. ═ P; Dem. 4, 27 606 cf. mbr. 334 607 Ar. Av. 1620 c. sch. 608 cf. sch. l 525 610 cf. L 611 cf. Et. M. 580, 6, L 614 cf. sch. l 90 αὐτάρκηϲ ═ Ambr. 293 615 — ὁρμη cf. P Σa; H, Apion. sch. Ε 2 (ex quo Et. M. 579, 53) μένοϲ ἐϲτὶ sq. ═ sch. A in Ε 2 616 ═ P, Ba 298, 8 Et M 580, 12 cf. H 617 ἡ sq. fort. ad FGrHist 115 referendum 618 Xen. An. 2, 6, 21 —27 EV 2, 69,14 —70, 11 cf. Byz. Zt. 23, 118) [*](612 ex v. φαιόϲ 618 cf. v. H 223) [*](3 Αἰγέοϲ V Ἀναῖοϲ coll. Holsten. ad Steph. Byz. v. Ἀναία Kust. 605 om. GM A(GFVM) 606 post 599 G, mg ad 599 M 7 Μενεθεύϲ F VM cf. Ambr. Μενεθέϲ G cf. P. 364 21 8 μιϲητίᾳ Aec F, Bentley: μιϲητείᾳ V μεϲιτείᾳ Aac μιϲητείαιϲ M μιϲητείαν G cf. Ar. 9 οὐκ om V 10 μιϲητεία G V 11 ἡ alt.] ἢ ss. M ἢ ἡ G 12 ὑπομενητικὸϲ V 609 c. 140 contulit Bhd. 14 Μεντζίτιον G 611 extra ord. 612 om. AF mg. A 16 ζήτει — φαιόϲ om. V 17 Μένιπποϲ ex Ἕρμιπποϲ detortum esse putat Mein. 19 καὶ om. G, nov. gl. 20 διαφέρει— 21 ψυχῆϲ om. AF mg. Ar· 20 τὸ pr.] τοῦ V 617 om. AF mg. Ar 23 ἡ— ἔμενε om, Ar. 24 Ἀθηναῖοϲ] ὄνομα κύριον F om. A οὗτοϲ — p. 364, 19 κύριον om. F 24 πλούτου om. V 25 λαμβάνῃ GM λαμών V 26 κερδαίνῃ G VM τε]δὲ G 28 ὁδὸν ᾤετο GVM v.l. Xen. 29 δὲ—τὸ] ἁπλοῦν δὲ καὶ G)
619 Μεντίδιοϲ: ὄνομα κύριον.
620 Μέντοροϲ: ὄνομα κύριον.