Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

461 Μελάνοψ: ὄνομα κύριον.

[*](Δ)

462 Με λάνω ποϲ: οὗτοϲ κηδεϲτὴϲ ἦν Διοφάντου τοῦ ῥήτοροϲ.

[*](Harp.)

463 Μελαντιάϲ, κώμη τῆϲ Θράκηϲ ἡ νῦν παρὰ πολλοῖϲ λεγομένη [*](Ε) Μελιτιάϲ, β΄ καὶ ρ΄ ϲταδίουϲ διεϲτῶϲα τοῦ Βυζαντίου. παραρρεῖ δὲ αὐτὴν Ἀθύραϲ ποταμόϲ, ὃϲ ὀλίγον τι προελθὼν καὶ ἐπὶ ἄνεμον Καικίαν ὀλίγον τι ἠρέμα ἐκκλίναϲ ἐϲ Προποντίδα τὸν ῥοῦν ἀπερεύγεται· ὅθεν καὶ τὸ πρὸϲ ἀκτῇ ἐπίνειον τὴν ἀπ᾿  αὐτοῦ φέρεται προϲηγορίαν.

464 Μελάνυδροϲ: βαθεῖα, κυρίωϲ δὲ καθαροῦ ὕδατοϲ.

[*](Σ)

465 Μελαίνῃ: βαθείᾳ. Μέλαιναι δὲ φρένεϲ, αἱ ἐν βάθει κείμεναι·[*]( Σ) τὸ γὰρ βαθὺ μέλαν.

[*](Hom.)

466 Με λαίνω. αἰτιατικῇ.

[*](Δ)

467 Μελεάγρια· ῥίζαιϲ αὐτοὺϲ μελεαγρίων καὶ καρδίαιϲ καλάμων ἐδεξιοῦτο. [*](Metaphr.) λέγονται δέ καὶ μελέαγρα.

468 Με λεαγρίδεϲ: ὄρνεα, ἅπερ ἐνέμοντο ἐν τῇ ἀκροπόλει. λέγουϲι [*](Σ) ὐὲ οἱ μὲν τὰϲ ἀδελφὰϲ τοῦ Μελεάγρου μεταβαλεῖν εἰϲ τὰϲ μελεαγρίδαϲ ὄρνιθαϲ, οἱ δὲ τὰϲ ϲυνήθειϲ Ἰοκάλλιδοϲ τῆϲ ἐν Λέρνῃ παρθένου, ἣν τιμῶϲι δαιμονίωϲ.

469 Μελ έαγροϲ: ὄνομα κύριον.

[*]( Δ)

470 Μελ δόμενοϲ: καιόμενοϲ.

[*]( Δ)

471 Μέλδοντεϲ: τήκοντεϲ, ἕψοντεϲ. γέντα βοῶν μέλδοντεϲ, τουτέϲτιν [*](Call.) ἕψοντεϲ. καί, κνίϲη μελδόμενοϲ. ἀντὶ τοῦ μέλδων τὰ κνίϲη.

[*](Hom.)

472 Μελεδαίνειν: ἐπιμελεῖϲθαι. Ἡρόδοτοϲ· τοὺϲ νοϲέονταϲ κάτέλιπεν [*](Ε) ἐν τῇϲι πόλιϲι μελεδαίνειν τε καὶ τρέφειν.

473 Μελεδήματα: μεριμνήματα. καὶ Μελεδήμων, μελεδήμονοϲ. [*](Σ Δ) ἐν Ἐπιγράμμαϲι· πολυϲπαθέων μελεδήμονα κερκίδα πέπλων.

[*](Anth)
[*](474)

Μελεδωνόϲ: φροντιϲτήϲ, ἐπιμελητήϲ. Αἰλιανόϲ· ὁ δὲ τὸν [*](Δ) [*](459 — πόμα sch. Ar Th. 857 461 cf. Ambr 323 462 Harp 463 — Θρᾴκηϲ + β΄ sq Agath. 5, 14 p 308, 4. ἡ—Μελιτιάϲ cf. Eust Οpusc. ed. Tafel p 44, 85 464 ═ P, Ba 297, 10 cf. sch. l 14 465 — βαθείᾳ ═ P, Ba 297, 8; cf. H ═ sch Α 300; Et. M 577, 4 Μέλαιναι —κείμεναι sch. Α 103 466 ═ Synt Laur. cf. Synf Gud. 467 ῥίζαιϲ— ἐδεξιοῦτο Metaphr.; P G 115 932a contulit Mai Spicil. Rom. 4 p XXVlI 468 P cf. H 470 ═ Ambr. 513 (in Φ 363) cf. Zon. 1350 471 — τήκοντεϲ cf. H. Ap. S. 110, 32, sch. Φ 363 Et M. 576, 20. γέντα β. μέλδοντεϲ Call fr. 125 Κ 309 S κνίϲϲη sq Φ 363 c. sch. 472 τοὺϲ sq. Hdt. 8, 115, 3 473 — μεριμνήματα ═ P, Ba 297,9 Ap. S 110, 33, Et. M. 570, 28 cf sch. δ 650, H πολυϲπαθέων sq Anth. 6 39, 5 474 — φροντιϲτὴϲ ═ Ambr. 305, Ps. Herodian 213 cf. Zon 1339 ὁ δὲ — p. 352, 2 ἐγλίχετο Aelian. fr. 72) [*](967 cf. 443 471 Call cf. v. 155 473 Anth. cf. v Π 2005 474 Aelian. fr. 72 cf v. H 350) [*](S1 μέλανα ed. pr. 3 μέλαναν V 6 κώμη τῆϲ Θράκηϲ post 7 Μελιτιάϲ transpos. A(GFVM) GVM 7 β΄ ] μ΄ ex Agath. Gsf. ϲταδίουϲ ed. pr., Agath.: cp. A ϲταδίων GVM 12 δὲ] αἱ add, F V5M 436 om. F V 14 αἰτιατικῇ om. A; Μελαίνω· αἰτιατικῇ mg. add. Ar 467 om AF V mg. Ar 18 ἐμβαλεῖν F V 470 —1 extra ord 24 κνίϲϲη bis GVM cf. Hom. 29 ἐπιμελητήϲ] ἔφοροϲ add. V)

352
[*](E) ἴδιον ἀδελφὸν κατέλιπε τοῦ υἱοῦ ἐπίτροπον καὶ τῶν χρημάτων μελεδωνόν. ὁ δὲ ἀνόϲιοϲ ὢν τὰ τοῦ παιδὸϲ ϲφετερίϲαϲθαι ἐγλίχετο. [*](Ε) καὶ Ἐὐνάπιοϲ· τῶν αὐτῶν ἐθῶν γυναῖκά τινα ϲτείλαϲ ἐϲθῆτι λευκῇ καὶ ϲτέμμαϲιν, ὡϲ δὴ μελευωνὸν οὖϲαν τῆϲ Συρίαϲ οὕτω δὴ καλουμένηϲ [*](Ε) θεοῦ. Τουτέϲτιν ἱέρειαν. καὶ Αἰλιανόϲ· ὃϲ ἦν Νέρωνοϲ ἀπελεύθεροϲ, ἀπολειφθεὶϲ μελεδωνὸϲ τῶν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἔφοροϲ, ὅτε Νέρων ἐϲ Ἀχαΐαν ἐξωρμήθη.

[*](Σ+Hdt.)

475 Μελεδωνοί: ἐπίτροποι· φροντιϲταὶ παῤ Ἡροδότῳ, προεϲτηκότεϲ. ὥϲπερ οἱ τοῦ ἀμπελῶνοϲ τοῦ παρὰ τῷ Εὐαγγελίῳ.

[*](Δ)

476 Μελεϊϲτί: κατὰ μέλοϲ.

[*](Σ)

477 Μέλεοϲ: μάταιοϲ, ἄθλιοϲ, ταλαίπωροϲ, δυϲτυχήϲ. ὁ μὲν Hom. ποιητὴϲ ἐπὶ τοῦ ματαίου ἐκδέχεται τὸ μέλεοϲ, οἱ δὲ τραγικοὶ ἐπὶ τοῦ οἰκτροῦ.

[*](Δ)

478 Μελέτη: ἄϲκηϲιϲ, ἐπιμέλεια. καὶ οὐκ ἂν ἁμάρτοι τιϲ εἰπὼν [*](Ε) τὰϲ μὲν μελέταϲ τῶν Ῥωμαίων χωρὶϲ αἵματοϲ παρατάξειϲ, τὰϲ δὲ παρατάξειϲ μεθ᾿ αἵματοϲ μελέταϲ.

479 Μελετώμενοι: διδαϲκόμενοι, ἐκμανθάνοντεϲ. ὥϲπερ νέοι τῶν ἀετῶν ἁπαλῷ μὲν τῷ πτερῷ παραπέτονται τοῖϲ γειναμένοιϲ αὐτοὺϲ μελετώμενοι ὑπ᾿ αὐτῶν τὴν πτῆϲιν, ἐπειδὰν δὲ αἴρεϲθαι δύνωνται, ὑπερπέτονται τοὺϲ γονέαϲ, ἄλλων τε κἂν λίχνουϲ αἴϲωνται καὶ κνίϲηϲ ἕνεκα πρὸϲ τῇ γῇ πετομένουϲ.

[*](Soph.)

480 Μελέτωρ: ὁ ἐπιμελούμενοϲ, ὁ τιμωρὸϲ τοῦ πατρόϲ. ἐφάνη γὰρ μελέτωρ ἀμφὶ τὸν ἐν πένθει.