Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

441 Μεθυϲοκότταβοι: λάταξ, χαλκῆ φιάλη· ἣν μεταξὺ τοῦ δείπνου [*](Ar.) ἐτίθεϲαν οἴνου πεπληρωμένην, εἶτα εἰϲ μικρὰ ποτήρια ἐμβαλόντεϲ οἶνον, εἰϲ ταύτην ἀπὸ ὕψουϲ ἐρρίπτουν ἐπὶ τῷ ψόφον ἐκτελέϲαι, ὃϲ ἐκαλεῖτο κότταβοϲ. ἐπηνεῖτο δὲ ὁ μείζονα ψόφον ποιῶν. ἐκ τούτου οὖν μεθυϲοκότταβοϲ.

442 Μέϊϲ, μέϊδοϲ.

[*](Δ)

443 Μελαγρία: εἶδοϲ βοτάνηϲ φυομένηϲ ἐν ἐρήμῳ.

444 Μελαγχαίτηϲ: ὁ μέλαιναν χαίτην ἔχων.

[*]( Δ)

445 Μέλαθρα: οἶκον. Ἀριϲτοφάνηϲ· μέλαθρα μὲν ἂν καταιθαλώϲω. [*](Σ Ar.) παρὰ τὸ μελαίνεϲθαι ὑπὸ τοῦ καπνοῦ.

[*](Ecl.)

446 Μελαμβαφέϲ.

[*](Δ)

447 Μελάμβωλοϲ: μελανόγειοϲ. Αἰγύπτου μεδέουϲα μελάμβωλε λινόπεπλε δαῖμον.

[*](Anth.)

448 Μελάμπουϲ: μαντικῆϲ εἰδήμων. ὁ δὲ ϲύμβολοϲ Μελάμποδοϲ ἢ Πόλλητοϲ ἐδέετο. οὗτοι δὲ ἦϲαν ἄριϲτοι κρίνειν τὰ μέλλοντα.

[*](Greg.)

449 Μελαμπύγου τύχοιϲ: Μελάμπυγοι ἐγένοντο πέρπεροι, Λίμνηϲ [*](Σ) υἱοί. ἀκολαϲταινόντων αὐτῶν πολλά, ἡ μήτηρ ἔλεγε φυλάϲϲεϲθαι μήποτε ἐμπέϲωϲιν εἰϲ δαϲύπρωκτον. ἐμπεϲόντεϲ οὖν εἰϲ Ἡρακλέα ἐν ἀνωφόρῳ ἐδέθηϲαν. εἶτα ὁρῶν αὐτοὺϲ γελῶνταϲ καὶ κατακύπτονταϲ ἐπυνθάνετο τὴν αἰτίαν. οἱ δὲ ἔλεγον, ὅτι λόγιον ἦν τὸ τῆϲ μητρόϲ, ἐμπεϲεῖϲθαι ἡμᾶϲ εἰϲ δαϲύπρωκτον· καὶ γελάϲαντα τὸν Ἡρακλέα ἀφεῖναι αὐτοὺϲ τῶν δεϲμῶν. ὅτι τοὺϲ λευκοπύγουϲ ὡϲ γυναικώδειϲ [*](Ar.) ἐκωμῴδουν.

[*](437 — οἶνοϲ ═ P, Ba 296,28, Et. M 575,34 cf. H, sch H 471 εὐῶδεϲ —ἄρηται Anth. 7, 23, 4—5 δῶκεν sq. H 471 439 cf Ambr. 343 et 409, Zon. 1340 440 καὶ κώπην—ἔτι Anth. 6, 38, 2 Μεθύω sq. ═ Synt. Laur. et Gud. 441 sch. Ar Ach. 525 443 fort. Metaphr. 445 — οἶκον ═ P cf. Ba 297, 7 sch. B 414; H ═ Zon. 1347 μέλαθρα alt καταιθαλώϲω Ar. Av. 247 — 8 παρὰ sp ═ Et. M. 576,16 447 Αἰγύπτου sq Anth 6, 231,1—2 448 ὁ —ἐδέετο Marin. 10; Aeliano attr. Bhd οὗτοι sq fort. sch. Greg. cf. PG 36, 1009b 449 δεϲμῶν ═ P ὅτι sq. sch. Ar. Lys. 802)[*](438 Αἴϲωπον sq. ex v. Al 335 439 cf. 898 441 cf v. Κ 2154 443 cf 467 448 cf, v ϲύμβολον)[*](A(GFVΜ))[*](438 om. AF mg. praemisso μέθυ A, ord. corr. M 6 ἄρτι A πρίαιϲ Ar ἄν μοι om. G δοκεῖϲ Ar ecG 443 om AF V mg. A 20 Μελαμβαφεύϲ V 22 λινόβλεπτε F; Μελάμβωλον λέγουϲι τὴν Αἴγυπτον, ἤτοι μελάγγειον mg. add. A 25 Μίμνηϲ V cf. v. Κ1405 26 αὐτῶν πολλά A, Phot.: δὲ αὐτῶν GM δὲ V 27, 28 ἐν ἀνωφόρῳ] ἐν ἀναφόρῳ ed. pr. ἀναφόρων Phot 29 τὸ] τοι Bhd)
350

450 Μελα ναιγὶϲ Διόνυϲοϲ. καὶ ζήτει ἐν τῷ Απατούρια.

[*](Phil.)

451 Μέλαν: τὸ ἀντιδιαιρούμενον τῷ λευκῷ χρώματι· καὶ ἰδίωϲ, ᾧ γράφομεν. μέλαν δέ ἐϲτι χρῶμα ϲυγκριτικὸν ὄψεωϲ, λευκὸν δὲ χρῶμα [*](Σ?) διακριτικὸν ὄψεωϲ. καὶ Μελαναιγίδα Διόνυϲον ἱδρύϲαντο ἐκ τοιαύτηϲ αἰτίαϲ. αἱ τοῦ Ἐλευθῆροϲ θυγατέρεϲ θεαϲάμεναι φάϲμα τοῦ Διονύϲου ἔχον μελάνην αἰγίδα ἐμέμψαντο· ὁ δὲ ὀργιϲθεὶϲ ἐξέμηνεν αὐτάϲ. μετὰ ταῦτα ὁ Ἐλευθὴρ ἔλαβε χρηϲμὸν ἐπὶ παύϲει τῆϲ μανίαϲ τιμῆϲαι Μελαναιγίδα Διόνυϲον.

[*](Δ)

452 Μελανείμονοϲ: τοῦ μέλανα ἱμάτια φοροῦντοϲ.

[*](Ar.)

453 Μελανίωνοϲ ϲωφρονέϲτεροϲ· Ἀριϲτοφάνηϲ Λυϲιϲτράτῃ· οὗτοϲ φεύγων γάμον ἀφίκετ’ ἐϲ ἐρημίαν κἀν τοῖϲ ὄρεϲιν ᾤκει, καὶ κύνα τιν’ εἶχε, κᾆτ’ ἐλαγοθήρει, κοὐκ ἔτ᾿ ἦλθεν οἴκαδʼ ὑπὸ μίϲουϲ οὕτω τὰϲ γυναῖκαϲ ἐβδελύχθη ἐκεῖνοϲ· ἡμεῖϲ δ’ οὐδὲν ἦττον τοῦ Μελαίωνοϲ ϲωφρονέϲτεροι.

[*](Hesy.)

454 Μελανιππίδηϲ, θυγατριδοῦϲ τοῦ πρεϲβυτέρου, παῖϲ δὲ Κρίτωνοϲ, λυρικοῦ καὶ αὐτοῦ· ὃϲ ἐν τῇ τῶν διθυράμβων μελοποιΐᾳ ἐκαινοτόμηϲε πλεῖϲτα καὶ διατρίψαϲ παρὰ Περδίκκᾳ τῷ βαϲιλεῖ ἐκεῖ τὸν βίον κατέϲτρεψεν. ἔγραψε καὶ αὐτὸϲ ἄϲματα λυρικὰ καὶ διθυράμβουϲ.

[*](Hesy.)

455 Μελανιππίδηϲ, Κρίτωνοϲ, γεγονὼϲ κατὰ τὴν ξε΄ Ὀλυμπιάδα, Μήλιοϲ. ἔγραψε δὲ διθυράμβων βιβλία πλεῖϲτα καὶ ποιήματα ἐπικὰ καὶ ἐπιγράμματα καὶ ἐλέγουϲ καὶ ἄλλα πλεῖϲτα.

[*](Harp.)

456 Μελανίππειον: Μελανίππου τοῦ Θηϲέωϲ ἡρῷόν ἐϲτι.

[*](Ar.)

457 Μελάνθιοϲ καὶ Μόρϲιμοϲ· λέγει Ἀριϲτοφάνηϲ περὶ αὐτῶν οὕτωϲ· ἄμφω οργόνεϲ ὀψοφάγοι, βατιδοϲκόποι, ἅρπυιαι, γραοϲόβαι, μιαροί, τραγομάϲχαλοι, ἰχθυολῦμαι· ὧν καταχρεμψαμένη μέγα καὶ πλατὺ μοῦϲα καὶ θεὰ μετ’ ἐμοῦ ξύμπαιζε τὴν ἑορτήν. Γοργόνεϲ, φοβεροὶ ἐϲ γαϲτριμαργίαν· βατὶϲ δὲ εἶδοϲ ἰχθύοϲ· ἅρπυιαι δὲ ἅρπαγεϲ τῶν ἰχθύων· Ἄρπυιαι γὰρ ἁρπακτικοὶ δαίμονεϲ· ἀπὸ τῶν ἰχθύων ἀποϲοβοῦντεϲ τὰϲ γραΐδαϲ, ὡϲ μὴ ἀγοράζειν· ἢ γραΐϲι ϲυγκοιμώμενοι· ϲοβάδεϲ γὰρ αἱ πόρναι· καταχρεμψαμένη δὲ καταπτύϲαϲα.

[*](Suid.)

458 Μέλανθοϲ, Ἄθηναῖοϲ· ὃϲ ἐμονομάχηϲε μετὰ ἀνθίου Βοιωτοῦ καὶ ἀπέκτεινε αὐτόν. καὶ ζήτει ἐν τῷ Ἀπατούρια.

[*](451— γράφομεν Alex. Aphr. 114, 15—17; μέλαν— ὄψεωϲ alt. 1. 1. 126, 278 Μελαναιγίδα sq. Atticistis attr. Wentzel, Ἐπικλήϲειϲ l 4, sed fort. e collect. οracul est 452 cf Ambr. 311; 1. ═1 L 453 οὗτοϲ sq Ar Lys. 7 785 —9, 91 796 456 Harp. 457 Ar. Pac 809—817 c. sch.)[*](451 extr. cf. v. A 2940 457 cf. 1260, vv. B182, 392 extr., ϲοβάδεϲ, Κ 873 458 ex v Α 2940)[*](A(GFVM))[*](3 δέ pr.] εἰ V χρῶμα pr. — δὲ om. V λευκὸν—4 ὄψεωϲ ex F( V), Alex. 4 καὶ — 8 Διόνυϲον om. F 6 μελάνην] μέλαιναν Port. (frustra) 10 ϲωφρονέϲτατοϲ GFVM 11 κάν AF: καὶ GM 15 πρεϲβυτέρου Bhd: cp A πρεϲβύτου GFVM 455 om. F ante 454 GV M iterum mg add. A. cf. Rohde, Kl. Schr. 1, 170 sq 19 ξέ πε΄ Reines. sed cf Bohde 1. 1. 20 ἐπικὰ] ἤγουν ποιητικὰ ss. V 456 post 453 GM, sed Μελανίππιον Harp. ep. 24 ἅρπυια A 28 post δαίμονεϲ dist, γραοϲόβαι c. sch. add. Κust. 458 om. AF V mg. Ar)
351

459 Μελανοϲυρμαῖον λεών: μέλαινα, καὶ ϲυρμαϊζόμενον· ϲυρμαία [*](Ar.) δὲ κρίθινόν ἐϲτι πόμα. λέγει δὲ τοὺϲ Αἰγυπτίουϲ.

460 Μελανοχροιήϲ: ὁ μέλαιναν χροιὰν ἔχων.

[*](Δ)