Suidae lexicon
Suda
Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935
281 Ματθαῖοϲ: ὄνομα κύριον. ὅτι ὁ εὐαγγελιϲτὴϲ Ματθαῖοϲ ἔχει τίτλουϲ [*](Suid.) ξη΄, κεφάλαια τνε΄.
283 Ματία.
284 Ματιολοιχόϲ: ὁ περὶ τὰ μικρὰ πανοῦργοϲ, καὶ λίχνοϲ. μάτιον [*](Ar.) γὰρ ὡϲ βέλτιον τῷ τόνῳ, τὸ μικρόν. ἢ ὁ μικροφάγοϲ, ἐπεὶ μάτιον [*](275 ═ P cf. H, Et. M. 118, 23; Ar. Byz. fr. 78 (p. 221 Nauck); Soph. El. 445 276 Ματαΐζων ματαίωϲ φρονῶν sch. Soph. OT 891. ματαίωϲ ζῶν ═ μαται post Ματαΐϲαι in Phot. sec. Wentzel sed cf. ad 278 Ματαΐϲαι ═ P, Σa Λουκιανῷ de luctu 16 278 Μάταιον ═ μαται post Ματαΐϲαι in Phot. recte Gsf. Μάτην, ματαίωϲ ═ P, Ambr. 282 — 3 cf. Et. M. 574, 248. Μάτην, ἄλλωϲ. Ἴωνεϲ ═ P 279 aliter P ═ H 280 ═ Ambr. 245 (in Ε 233) cf. H v. μάτηϲεν (in Ψ 510) 281 — κύριον ═ Ambr. 40 284 — μικρόν ═ P; — λίχνοϲ ═ H v. ματαιολ. cf. sch. Ar. Nu. 451, Eust. l. 543, 11 vs. 28 ὁ sq. sch. Ar. Nu. 451; Herodian. gr. 2, 1, 548, 32) [*](275 cf. v. Ε 928 276 cf. 279 277 cf. v. Λ 164 279 cf. 276 281 ὅτι sq. ex v. τίτλοϲ 282 ἦν sq. ex v. Α 2693) [*](A(GFVM)) [*](7 Ἀριϲτοφάνηϲ post 8 ϲημαίνουϲαν G, qui 8 οἱ — 11 προϲηγόρευϲαν om. 9 τινα Bhd. τούτων Kust. 14 Ματάζων GFVec, sch. cf. Herodian. gr. 2, 929, 15, Et. M. 737, 21 Ματάϲαι GFVM 15 εὕρηται — ματαΐζω om. AFV mg. Ar τῷ om. Ar μεταΐζω Ar 277 om. AFV mg. Ar 16 ϲημεῖον — ὅρκου om. Ar 17 ἐπιχωριάζει— 18 καλά om. Ar 18 τὰ M: om. G 19 Μάτην pr. ex AF, Phot. Ambr.: om. GVM Μάτην alt.] nov. gl. GVM Ἴων F 20 ματαίωϲ ζῆν e vs. 14 ortum (e fonti cum Phot. communi Wentzel) 22 ὅτι — 23 τνε΄ om. AF mg. Ar 22 ὅτι —Ματθαῖοϲ] Μ. ὁ εὐ. Ar 24 ἦν — 25 Ἀντίοχοϲ om. AF; καὶ—Ἀντίοχοϲ om. V)
285 Μάτιον: εἶδοϲ μέτρου· ἢ τὸ ἐλάχιϲτον.
[*](Ar.)286 Ματρέαϲ· οὗτοϲ λαοπλάνοϲ ἦν. ἔτρεφε δὲ θηρίον, ὃ αὐτὸ ἑαυτὸ κατήϲθιε· καὶ ζητεῖται, τί τὸ τοῦ Ματρέου θηρίον. ἐποίηϲε δ’ οὗτοϲ καὶ παρὰ τὰϲ Ἀριϲτοτέλουϲ ἀπορίαϲ· διὰ τί ὁ ἥλιοϲ δύει μέν, κολυμβᾷ δ᾿ οὔ.
287 Ματρίκον.
[*](Δ)288 Μάτριϲ: ὄνομα κύριον.
[*](Δ)289 Μάτρωνοϲ: ὄνομα κύριον.
[*](Δ)290 Ματρυλεῖον: τόπον τινά φαϲιν εἶναι, ἐν ᾧ γρᾶεϲ διατρίβουϲαι [*](Harp.) δέχονται τοὺϲ βουλομένουϲ καταμεθυϲθῆναι. Μένανδροϲ Ἐπιτρέπουϲιν· οὐκ οἰμώξεται κατὰ τρεῖϲ ἐν ματρυλείῳ τὸν βίον.
291 Μάττονταϲ: ἐϲθίονταϲ πολλά. ἀπὸ τῆϲ ματτομένηϲ μάζηϲ. [*](Ar.) Ἀριϲτοφάνηϲ· τούϲ θʼ Ἡρακλέαϲ μάττονταϲ. αἰνίττεται δὲ ταῦτα εἰϲ Εὐριπίδην, ὃϲ ἐποίηϲεν Ἡρακλέα πεινῶντα καὶ Διόνυϲον δειλὸν καὶ Δία μοιχὸν καὶ δοῦλον κλαίοντα.
292 Μὰ τόν: ἐλλειπτικῶϲ ὀμνύει· καὶ οὕτωϲ ἔθοϲ ἐϲτὶ τοῖϲ ἀρχαίοιϲ [*](Ar.) ἐνίοτε μὴ προϲτιθέναι τὸν θεόν. εἰώθειϲαν γὰρ τοῖϲ τοιούτοιϲ ὅρκοιϲ χρῆϲθαι ἐνευφημιζόμενοι, ὥϲτε εἰπεῖν μὲν μὰ τόν, ὄνομα δὲ μηκέτι προϲθεῖναι. καὶ Πλάτωνα δὲ τῷ τοιούτῳ κεχρῆϲθαι.
293 Μαυλίαϲ: τὰϲ μαχαίραϲ ἐκάλουν διὰ τὸ ὁμοῦ αὐλίζεϲθαι, οἷον [*](Thuc.) ὁμαυλίαϲ.
294 Μαυρίκιοϲ, ὁ βαϲιλεὺϲ Ῥωμαίων. ὅτι λέγεται περὶ Μαυρικίου [*](Ε) φιλοτίμωϲ ἔχειν περὶ τὴν τῶν λόγων μεγαλοπρέπειαν τιμᾶν τε λίαν λαμπρῶϲ τοὺϲ ἐνηθληκόταϲ περὶ τὰ κάλλιϲτα τῶν μαθημάτων. ἀναφέρεται δὲ καὶ τὴν τρίτην μοῖραν τῶν φόρων ϲυγχωρῆϲαι τοῖϲ ὑπηκόοιϲ τὸν Μαυρίκιον. οὗτοϲ δὲ προχειρίζεται ϲτρατηγὸϲ τῆϲ ἑῴαϲ [*](Ε) ὑπὸ Τιβερίου Καίϲαροϲ. ὃϲ Μαυρίκιοϲ ἐν πολέμοιϲ μὲν καὶ ἀγῶϲιν οὐκ ἐντεθραμμένοϲ, ἔμφρων δὲ ἄλλωϲ καὶ ἐμβριθὴϲ καὶ κατηκριβωμένοϲ, ξυγκεράϲαϲ τε ἐν ἑαυτῷ ἄμφω τὰ ἐναντίωϲ ἔχοντα ἀλλήλοιϲ, ὄγκον φρονήματοϲ καὶ πραότητα, πάϲηϲ ὑπεροψίαϲ τε καὶ ὀφρύοϲ [*](285 sch. Ar. Nu. 451 286 Ath. 1, 19 d 288 ═ Ambr. 52 289 l. ═ Ambr. 82 290 Harp. cf. P; Men. com. Epitr. 460 —1 291 Ar. Pac. 741 c. sch. 292 sch. Ar. Ran. 1374 293 sch. Thuc. 1, 6, 1 294 — vs. 29 Μαυρίκιον Th. Simoc. 8, 13, 16—17 οὗτοϲ sq. (ὃϲ sq. Bhd.) Men. Prot. fr. 56, FHG 4, 258) [*](290 cf. 272 294 Men. hinc v. Ο 22) [*](1 ὁ alt. om. GM 2 μάτιον FV: μάτι AM μάτη G 285 om. F, non nov. A(GFVM) gl. G 4 Μάτιοϲ G 6 ἑαυτὸ om. V 7 περὶ F ὁ] δ’ ὁ A λύει G δύνει Ath. 289 —90 inverso ord. A 12 Ματρυλείων GVM 14 κατὰ τρεῖϲ] καταφθαρεὶϲ v. l. Harp. plen., Men., Port. 291 —2 inverso ord. 19 ὀμνύειν GVM οὗτοϲ AV 20 εἰώθαϲι GM om. V γὰρ] τοῖϲ V 33 πραότητοϲ G cp. VM cf. v. Ο 22)
295 Μαῦρον: τὸ ἀμαυρόν, καὶ ἀϲθενέϲ.
296 Μ αῦροϲ: μωρόϲ.
297 Μαυροῦϲιν: ἀφανίζουϲι.
298 Μαρούϲιοι: ἔθνοϲ, ἀπρόϲμαχοι τοῖϲ ἐκείνῃ βαρβάροιϲ ὑπὸ τόλμηϲ τε καὶ ὀξύτητοϲ καὶ τοῦ μεμελετηκέναι ἐπελαύνειν τε ἀθρόουϲ, ὅπου παρείξειε, κἀποφεύγειν εὐπετῶϲ καὶ ξυναυλίζεϲθαι αὖθιϲ ἐκ τῆϲ φυγῆϲ, ὡϲ ὑποϲτρέψανταϲ ἐμβαλεῖν εἰϲ τοὺϲ ἀπρονοήτωϲ τε καὶ οὐκ ἐν τάξει διώκονταϲ. εἰ δὲ καὶ πταῖϲμα τι γίγνοιτο, οὐκ ἐν ϲτρατιᾷ Ῥωμαίων κινδυνεύϲειν, ἀλλ’ ἐν ξυμμαχίᾳ τε καὶ ταύτῃ βαρβάρων.
299 Μαύϲωλοϲ, ἄρχων Καρῶν. φηϲὶ δὲ αὐτὸν Θεόπομποϲ μηδενὸϲ ἀπέχεϲθαι πράγματοϲ χρημάτων ἕνεκα.
300 Μαχ άονοϲ. Μαχάων, ὄνομα ἰατροῦ· καὶ Χείρων, ὁ κενταυροϲ. διεψιθύριζον δὲ ὡϲ ἑαυτοὺϲ οἱ Χείρωνοϲ καὶ Μαχάονοϲ τεχνώμενοι μελετήματα, ὡϲ ϲυνεκδημήϲει αὐτῷ καὶ ἡ ψυχὴ τῇ τοῦ βέλουϲ ἐξόδῳ.