Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

[*](Harp.)

301 Μαχάταϲ: ὄνομα κύριον.

[*](Δ)

302 Μάχαιρα: ἡ ϲπάθη. οἱ Κελτίβηρεϲ τῇ καταϲκευῇ τῶν μαχαιρῶν [*](Ε) πολὺ διαφέρουϲι τῶν ἄλλων· καὶ γὰρ κέντημα πρακτικὸν καὶ καταφορὰν ἔχει δυναμένην ἐξ ἀμφοῖν τοῖν χεροῖν. ἢ καὶ Ῥωμαῖοι τὰϲ πατρίουϲ ἀποθέμενοι μαχαίραϲ ἐκ τῶν κατʼ Ἀννίβαν, μετέλαβον τὰϲ τῶν Ἰβήρων, καὶ τὴν μὲν καταϲκευὴν μετέλαβον, αὐτὴν δὲ τὴν χρηϲτότητα τοῦ ϲιδήρου καὶ τὴν ἄλλην ἐπιμέλειαν οὐδαμῶϲ δύνανται μιμεῖϲθαι. [*](On) λύϲιϲ ὀνείρου Νικηφόρου πατριάρχου μάχην μάχαιρα ζωγραφεῖ κρατουμένη. ϲυνθλᾶν μαχαίραϲ δυϲμενῶν δηλοῖ θλάϲιν.

[*](Suid.)

303 Μαχέϲθων ὡϲ τεθναξόμενοι, καὶ οὐ τεθνάξονται ζήτει ἐν τῷ ἀποθνήϲκονπαϲ.

[*](Ar.)

304 Mάχιμοϲ: ὁ γενναῖοϲ. εἰδώϲ με μάχιμον ὄντα καὶ φιλοτιμούμενοϲ.

[*](Σ)

305 Μαχλάδαϲ: πόρναϲ.

[*](Σ)

306 Μάχλοϲ: ἀϲελγήϲ, ἄϲωτοϲ. παρὰ τὸ κλῶ, κλόϲ, καὶ πλεοναϲμῷ [*](295 ═ P, H 293 ═ P cf H 297 cf. Et. M 574, 278 (in Hes. 325); 1 cf Ambr.264 298 Arr. Parth. fr 52 299 Harp. ═ P; FGrHist 115, 299 300 Μαχάονοϲ ═ Ambr. 90 Μαχάων, ὄνομα ═ Ambr. 28 διεψιθύριζον sq Th. Simoc. 2, 6, 5 301 Harp ═ P cf. Ambr. 61 302 οἱ— μιμεῖϲθαι Polyb. fr. 179 μάχην sq Astramps. 304 Ar. Ran. 281 c. sch. 305 ═ P, Ba 295, 27, H cf. Zon. 1333 306 ἄϲωτοϲ ═ P, Ba 295, 28) [*](300 cf ν. Χείρων 303 ex v. Α 3321 304 cf. v. H1 189 306 cf v. Ε 1650 et v. ) [*]((GF VM)) [*](1 ἐλεύθερον GVM ἐλευθέραν Bhd. 6 ἀπρόϲμαχον ed pr. 8 παρήξειε GVM ξυναλίζεϲθαι Gsf 9 ἐπιϲτρέψανταϲ G V M 11 ξυμμαχικῇ Roos cf. p. 333, 21 21 ἔχει post πρακτικὸν transpos. G τοῖν A: ταῖν G V M μεροῖν Lipsius 23 δὲ] τε καὶ V 25 λύϲιϲ— πατριάρχου M; λύϲιϲ ὀνείρου ArG 303 om AGF mg. V M 27 τεθνηξόμενοι M ζήτει— ἀποθνήϲκονταϲ om. 29 καὶ del. Gsf. cum v 189 et Ar. 29 30 φιλοτιμούμενον G 32 ἀϲελγήϲ AF, Phot. Ba: ἀϲεβήϲ G VΜ)

339
ναϲμῷ τῆϲ μα ϲυλλαβῆϲ μάκλοϲ, καὶ τροπῇ μάχλοϲ. αὕτη τὸ πρότερον [*](Ecl.) μάχλον τινα βιώϲαϲα βίον καὶ τὸν τρόπον ἐξερρωγυῖα φαρμακεῦϲί [*](Ε) τε πατρῴοιϲ πολλὰ ὡμιληκυῖα.

307 Μαχλοϲύνη: κατωφέρεια, γυναικομανία. Ἡϲιόδειοϲ ἡ λέξιϲ· [*](Σ) λέγει γὰρ περὶ τῶν Προίτου θυγατέρων, εἵνεκα μαχλοϲύνηϲ ϲτυγερῆϲ [*](Hom.) τέρεν ὤλεϲεν ἄνθοϲ.

308 Μαχλῶντεϲ: πορνεύοντεϲ.

[*](Δ)

309 Μά χομαι· δοτικῇ.

[*](Synt.)

310 Μα χόμενον: ἐναντίον τῷ ἀκόλουθον· τουτέϲτιν ὃ ἀναγκαῖον [*](Phil) μὴ εἶναι.

311 Μάψ: ματαίωϲ.

[*](Σ)

312 Μαψίδιον: μάταιον, δαψιλέϲ, χαλεπόν, πολύ, δεινόν. ἑκούϲιον. [*](Σ) καὶ Μαψιδίωϲ ὁμοίωϲ.

[*](Anth.)

313 Μαῖα: ἡ μάμμη, ἡ τροφόϲ. καὶ ϲὺ πέτρα γλωχὶν μηλοϲϲόε [*](Δ) Μαιάδοϲ Ἑρμᾶ. ἀντὶ τοῦ τροφοῦ, μητρόϲ.

[*](Anth)

314 Μαίανδροϲ: ποταμὸϲ Λυδίαϲ. ἐν Ἐπιγράμμοϲι· ἔκτανε Μαιάνδρου [*](Δ Anth.) πὰρ τριέλικτον ὕδωρ. καὶ Μαιάνδριον ὕδωρ καὶ πεδίον.

[*](Δ)

315 Μαιεύεται· Πιϲίδηϲ· μαιεύεται δὲ πᾶν τὸ τῆϲ Ῥώμηϲ γένοϲ, τοὺϲ ϲοὺϲ ἐπαίνουϲ ἐκπιέζον ὡϲ γάλα.

316 Μαιευομένην: ἀντὶ τοῦ νεοττοτροφοῦϲαν. εὗρον γυναῖκα ὄρνιθαϲ [*](Ε) μαιευομένην.

317 Μαιευόμενοι: ζητοῦντεϲ, ἐρευνῶντεϲ.

[*](Σ)

318 Μαιευτικῆϲ: ἰατρικῆϲ.

[*](Σ)

319 Μαιεύτρια.

[*](Δ)

320 Μαιεία: ἡ μαίευϲιϲ.

[*](Δ)