Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

[*](Σ)

261 Μαϲτιγίαϲ: δοῦλοϲ ὁ δι᾿ ἁμάρτημα μαϲτιζόμενοϲ.

[*](250 cf. Et. M. 574, 179 et 219, Ammon., Thom. 232, 16 251 — μακρότερον cf. H, Et. M. 574, 170; μακρότερον ═ sch. θ 203 cf. L. ἐπιπρὸ sq. Call. fr. 10 K. an. 46 S. 252 sch. (plenius) Ar. Pl. 321 253 — μακροτέρα cf. ad 251 ἂν sq. Xen. Cyr. 2, 4, 27 254 cf. L, Ambr. 77 255 — τροφήν ═ P, Ba 295, 23 cf. sch. l 324 ═ Apion λέγεται sq. cf. sch. A (Aristonic.) in l 324, H; sch. δ 287 Apion 256 Ar. Ach. 689 c. sch. 257 ἐπιζητῶν cf. H. ἀλλὰ sq. Dam. fr. 307 258 Harp. ═ P; Dem. 8, 44; F GrHist 72 fr. 10 259 Harp. ═ P cf. Bk. 279, 6 260 cf. Zon. 1333; Ambr. 169 ═ H (in Ψ 500) 261 ═ P, Σa, Ba 295, 24 cf. Zon. 1329, H)[*](249 τὸ sq. ex v. 306 250 cf. 39 251 cf. v. ὑετόϲ 257 cf. v. ὑβρίζειν)[*](A(GFVM))[*](1 ϲταθηγρὸν GVM 4 τὸ — γλοιόϲ om. AF τὸ alt. V: τῷ M ὁ G 250 om. AF mg. Ar 5 κυρίωϲ — ἀνδρόϲ om. Ar 7 καὶ—μαζόϲ om. V 8 μικρότερον G cf. Hes. 253—263 om. F 12 ᾖ A, Xen.: εἴη GVM 16 et 18 Μαϲταρίζει V cf. Ar., Hes. 22 τίϲ] τί G, Harp. plen. ἄλλοϲ VM 22 23 Μάϲτειρα G, Phot. 24 πολιτείαϲ] πόλειϲ Harp. Phot. 24. 25 Ἀναξιμάνα V 26 Μαϲτῆρεϲ Harp. τῷ AV, Phot., v. l. Harp.: τὸ GM, Harp. ep. 27 Πέλλοι A Πελλήνῃ Harp. Phot.)
335

262 Μαϲτιγίαϲ ἐκ Μελίτηϲ: δοῦλοϲ ὁ Ἡρακλῆϲ, ἀπὸ Μελίτηϲ [*](Ar.) νύμφηϲ. καὶ Μελίτη, δῆμοϲ τῆϲ Ἀττικῇϲ.

263 Μαϲτιγῶ· αἰτιατικῇ.

[*](Synt.)

264 Μαϲτιγώϲιμοϲ: μαϲτίγων ἄξιοϲ.

[*](Σ)

265 Μάϲτιε: μάϲτιζε.

[*](Δ)

266 Μάϲτιξ: δι᾿ ἧϲ τὸν ἵππον πλήττομεν. ἐν Ἐπιγράμμαϲι· καὶ [*](Anth.) νεκύων ϲφίγκτοῤ εὐρραφέα μάϲτιγα.

267 Μαϲτίχη: εἶδοϲ μυρεψικοῦ. καὶ Μαϲτίχιον ὁμοίωϲ.

[*](Δ)

268 Μαϲτιχῖνοϲ.

269 Μαϲτόϲ: ἀκρώρεια, ἐξοχὴ ὄρουϲ. ἦν γὰρ ἐν δεξιᾷ τοῦ φρουρίου μαϲτόϲ· τοῦτον, εἰ καταληφθείη, πρὸϲ πολλὰ οἰόμενοϲ ἐν [*](Ε) ὑϲτέρῳ χρήϲιμον ἔϲεϲθαι. μαϲτὸϲ ἦν ὑπὲρ αὐτῶν, παῤ ὃν ἦν ἡ [*](Ε) ϲτενὴ ὁδόϲ.

270 Μαϲτροπεύω. Μαϲτροπεία. μαϲτροπεύοντεϲ οἱ βαϲιλικοὶ [*](Δ) τοῦ Ζήνωνοϲ υἱῷ τοὺϲ ϲυνήβουϲ πρὸϲ τοὺϲ τῶν ἀρρένων ἔρωταϲ [*](Ε) λυϲϲᾶν ἐξεπαίδευϲαν ἐκτόπωϲ.

271 Μαϲτροπόϲ: μαυλιϲτήϲ, πορνοβοϲκόϲ.

[*](Σ)

272 Μαϲτρίλλιον: τόποϲ ἔνθα οἱ μαϲτροποὶ διέτριβον.

[*](Σ)

273 Μαϲχάλην αἴρειϲ: ἀντὶ τοῦ κωθωνιϲθήϲῃ. οἱ γὰρ μεθύοντεϲ [*](Σ) ᾖρον τὰϲ μαϲχάλαϲ καταμωκώμενοι. καὶ οἱ μνηϲτῆρεϲ χεῖραϲ ἀνίϲχοντεϲ γέλῳ ἔκθανον. καί, χεῖραϲ ἀναϲχόμενοι μεγαλ᾿ εὐχετόωντο Prov. ἕκαϲτοϲ.

274 Μαϲχαλιϲθῆναι: εἰώθαϲι τῶν ἀναιρουμένων εἰϲ τὰϲ κεφαλὰϲ [*](Soph.) ἀπομάϲϲειν τὰ ξίφη, ὥϲπερ ἀποτροπιαζόμενοι τὸ μύϲοϲ τὸ ἐν τῷ φόνῳ. ἢ ὅτι ἐπὶ ταῖϲ καθάρϲεϲι τοῦ φονευθέντοϲ τὰ ἄκρα ἔτεμνον καὶ περὶ τὴν μαϲχάλην αὐτοῦ ἐκρέμαζον αὐτά, ἵνα, φηϲίν, ἀϲθενὴϲ γένοιτο πρὸϲ τὸ ἀντιτίϲαϲθαι τὸν φονέα. καὶ Ἀπολλώνιοϲ· ἐξάργματα τέμνεϲ θανόντοϲ. περὶ τοῦ Ἰάϲονοϲ. ἢ ὅτι οἱ δρῶντεϲ ἐμφύλιον πόλεμον ἠκρωτηρίαζον τοὺϲ ἀναιρεθένταϲ, ἐκ παντὸϲ μέρουϲ τοῦ ϲώματοϲ ἀποτεμνόμενοι, καὶ περιῆπτον ἑαυτοῖϲ, τὰ ἄκρα ϲυνείροντεϲ, διὰ τούτων [*](262 sch. Ar. Ran. 501 263 ═ Synt. Laur. et Gud. 264 ═ P, Σa 265 ═ Ambr. 243, H cf. Et. M. 574, 236 (in 622) 266 καὶ sq. Anth. 6, 233, 2 et 4 267 cf. L, Ambr. 236 269 vs. 12 μαϲτὸϲ sq. Xen. An. 4, 2, 6 270 Μαϲτροπεία ═ Ambr. 203 cf. Choer. An. Ox. 2, 181, 24 μαϲτροπεύοντεϲ sq. Malchi fr. 9 FHG 4, 118b 271 ═ P, Ba 295, 25 cf. Ambr. 19, H v. ματρύλειον, Choer. An. Ox. 2, 181, 24 (unde Et. M. 574, 189) 272 ═ P, Ba 295, 26 cf. H v. ματρύλειον, Et. M. 574, 267, Ambr. 226 273 ἔκθανον P cf. H, Poll 6, 26, Zen. V 7; ϲ 99 χεῖραϲ sq. Θ 347 cf. Zen. V 7, H 274 Soph. El. 442—6 c. sch. cf. Et. M. 118, 23 et 574, 202; Ap. R. 4, 477) [*](262 cf. 521 270 cf. v. Z 84 272 cf. 290 274 cf. vv. Α 3616 et Ε 928) [*](265 om. F 8 Μαϲτίχη] Μαϲτίχην V 268 om. AF 12 αὐτῶν] αὐτὸν A A(GFVM) 15 τοῦ AF: τῷ GVM ἐνήβουϲ GVM, v. l. v. Z 84 18 Μαϲτρύλλιον Ba Μαϲτρυλλεῖον Phot. 19 γὰρ] δὲ V 20. 21 ἀνίϲχοντεϲ] ἀναϲχόμενοι ϲ 99 21 ἀναϲχόμενοι] ἀνίϲχοντεϲ Θ 347 24 ἀποτροπιαζόμενοι s. v. et sch.: ἀποπιαζόμενοι A ἀποπιεζόμενοι GVM τῷ om. V 27 τέμνεν sch. 28 πόλεμον] φόνον e sch., praeeunte Port., Kust.)

336
ὥϲπερ τὴν δύναμιν ἐκείνων ἀφαιρούμενοι, διὰ τὸ μὴ παθεῖν εἰϲ ὕϲτερόν τι δεινὸν παῤ ἐκείνων. ἐφόρουν δὲ εἰϲ τὰϲ μαϲχάλαϲ τὰ ἄκρα· ὃ μαϲχαλιϲθῆναι ἔλεγον. Σοφοκλῆϲ· ϲκέψαι γάρ, εἴ ϲοι προϲφιλῶϲ αὐτῇ δοκεῖ γέρα τάδ᾿ ὁὐν τάφοιϲι δέξαϲθαι νέκυϲ, ὑφ᾿ ἧϲ θανὼν ἄτιμοϲ, ὥϲτε δυϲμενὴϲ ἐμαϲχαλίϲθη, κἀπὶ λουτροῖϲι κάρα κηλῖδαϲ ἐξέμαξε. περὶ τοῦ Ἀγαμέμνονοϲ.

[*](Σ)

275 Μαϲχαλίϲματα: Ἀριϲτοφάνηϲ παρὰ Σοφοκλεῖ ἐν Ἠλέκτρᾳ κεῖϲθαι τὴν λέξιν, ἔθοϲ ϲημαίνουϲαν. οἱ γὰρ φονεύϲαντεϲ ἐξ ἐπιβουλῆϲ τιναϲ ὑπὲρ τοῦ τὴν μῆνιν ἐκκλίνειν ἀκρωτηριάϲαντεϲ μόρια τούτου καὶ ὁρμαθίϲαντεϲ ἐξεκρέμαϲαν τοῦ τραχήλου διὰ τῶν μαϲχαλῶν διείραντεϲ, καὶ μαϲχαλίϲματα προϲηγόρευϲαν. ϲημαίνει δὲ ἡ λέξιϲ καὶ τὰ τοῖϲ μηροῖϲ ἐπιτιθέμενα ἀπὸ τῶν ὤμων κρέα ἐν ταῖϲ τῶν θεῶν θυϲίαιϲ.

[*](x + Soph.)

276 Ματαΐζων. ματαίωϲ ζῶν, ματαίωϲ φρονῶν. καὶ Ματαΐϲαι [*](Σ) ὁμοίωϲ. εὕρηται παρὰ τῷ Λουκιανῷ ματαΐζω.

277 Μὰ τὰ λάχανα: ϲημεῖον τοῦτο περὶ ὅρκου· ὃ καὶ νῦν ἐπιχωριάζει· πολλοὶ γὰρ πρὸϲ λάχανα ὀμνύουϲιν εὐορκίαν ἐπιδεικνύμενοι. ἐπιχωριάζει δ᾿ εἰϲέτι καὶ τοῖϲ ἐλλογίμοιϲ Ἀρμενιακοῖϲ τό, μὰ τὰ καλά.

[*](Σ)

278 Μάταιον. Μάτην, ματαίωϲ. Μάτην, ἄλλωϲ. Ἴωνεϲ.

[*](Σ?)

279 Ματηρεύειν: ματαίωϲ ζῆν.

[*](Δ)

280 Ματήϲετον. ἀμελήϲουϲι.