Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

1346 Μῶϲθαι· τὸ λανθάνον μῶϲθαι, καὶ πολυπραγμονεῖν. ἀντὶ [*](Σ) τοῦ ζητεῖν παρὰ Λάκωϲι.

[*](Δ)

1347 Μῶῦ: τὸ ὕδωρ παῤ Αἰγυπτίοιϲ. ἐξ οὗ καὶ Μωϋϲῆϲ.

[*](E)

1348 Μωϋϲῆϲ: ὁ προφήτηϲ καὶ νομοθέτηϲ. ἐν τῷ π΄ τούτου ἔτει ἐξῆλθον οἱ υἱοὶ Ἰϲραὴλ ἐξ Αἰγύπτου, ἐν ᾗ παρῴκηϲαν ἔτη ϲιε΄. πῶϲ οὖν φηϲιν ὁ θεὸϲ πρὸϲ τὸν Ἀβραάμ, ὅτι πάροικον ἔϲται τὸ ϲπέρμα ϲου ἔτη υ΄. ἀλλὰ δῆλον ὅτι ἀπὸ τῆϲ ἀναβάϲεωϲ Ἀβραὰμ ἐκ Χαρὰν δεῖ τὴν τοῦ λαοῦ παροικίαν ἀριθμεῖν. οὐ γὰρ ἐν Αἰγύπτῳ μόνῃ γέγονεν ἡ παροίκηϲιϲ, ἀλλὰ καὶ ἐν γῇ Χαναάν. Μωϋϲῆϲ γὰρ λέγει· ἡ δὲ παροίκηϲιϲ τῶν υἱῶν Ἰϲραὴλ ἐν γῇ Χαναὰν καὶ ἐν Αἰγύπτῳ ἔτη υλ΄. καὶ τοῦ μὲν Ἀβραὰμ ἀπὸ τῆϲ ἐκ Χαρὰν ἀναβάϲεωϲ μέχρι τῆϲ Ἰϲαὰκ γεννήϲεωϲ ἔτη κε΄, ἀπὸ δὲ Ἰϲαὰκ μέχρι Ἰακὼβ ξ΄, ἀπὸ δὲ Ἰακὼβ μέχρι τοῦ Λευῒ πζ΄, ἀπὸ Λευὶ μέχρι Καὰθ με΄, ἀπὸ Καὰθ μέχρι Ἄβραμ ξγ΄· ἀπὸ Μωϲέωϲ μέχρι τῆϲ ἐξόδου π΄. καὶ οὕτωϲ ἐξῆλθεν [*](EV) Ἰϲραὴλ ἐκ τῆϲ Αἰγύπτου. τοῦ Μωϲέωϲ γεννηθέντοϲ οἱ τεκόντεϲ δεδιότεϲ τοὺϲ Ἀἰγυπτίουϲ μηχανῶνται πλέγμα βύβλινον, ἐμφερὲϲ τῇ καταϲκευῇ κίϲτιδι, μεγέθουϲ ποιήϲαντεϲ αὔταρκεϲ εἰϲ τὸ μετ᾿ εὐρυχωρίαϲ ἐναποκεῖϲθαι βρέφοϲ· ἔπειτα χρίϲαντεϲ ἀϲφάλτῳ κατὰ τοῦ ποταμοῦ βάλλουϲι. Θερμοῦθιϲ δὲ ἡ θυγάτηρ τοῦ βαϲιλέωϲ τοῦτον ἀνείλετο. τριετεῖ δὲ γενομένῳ θαυμαϲτὸν ὁ θεὸϲ τὸ τῆϲ ἡλικίαϲ ἐξῆρεν ἀνάϲτημα. ὅτι Μωϋϲῆϲ π΄ ἡμέραϲ ἐνήϲτευϲε, μ΄ τὰϲ προτέραϲ καὶ μ΄ μετὰ τὸ ϲυντρῖψαι τὰϲ πλάκαϲ ϲαπφείρῳ λίθῳ δακτύλῳ θεοῦ γραφείϲαϲ. [*](Suid.) ὅτι οὐδεὶϲ ἦν ἀφιλότιμοϲ οὕτωϲ, ὡϲ Μωϋϲῆν θεαϲάμενοϲ μὴ ἐκπλαγείη τῆϲ εὐμορφίαϲ.

[*](Suid.)

1349 Μωϲώ, γυνὴ Ἑβραία, ἦϲ ἐϲτι ϲύγγραμμα ὁ παῤ Ἑβραίοιϲ νόμοϲ· ὥϲ φηϲιν Ἀλέξανδροϲ ὁ Μιλήϲιοϲ, ὁ Πολυίϲτωρ.

[*](1344 Ar. Ran. 989—990 c. sch. 1345 in 1 Cor. 3, 19 1346 —πολυπραγμονεῖν Iul. or. 7 p. 219a ἀντὶ sq. cf. Hellad. ap. Phot. Bibl. p. 531 a 2—3 1347 cf. Ios. Ant. 2, 228, Ps. Herodian. 88, Zon. 1382; —ὕδωρ ═ Ambr. 1080, H 1348 ἐν —18 Ἰϲραὴλ Georg. 115, 7—20 vs. 18 τοῦ—23. 24 ἀνάϲτημα Ios. Ant. 2, 220—1, 224, 231 ═ E V 1, 39, 22—7; 40, 6, 25—6)[*](1344 cf. v. Β 468 1346 cf. 1332 1348 Ios. cf. v. Α 2084, porro v. Θ 251; extr. ὅτι οὐδεὶϲ sq. ex v. Α 4619 1349 ex v. Α 1129)[*](A(GVM))[*](1344—5 inverso ord. G M, ordo poscit post 1345 1259 iterat V 7 ἐν] ὅτι ἐν V 8 οἱ om. V M 10 ἐν A Gec, Georg.: ἐν Gac VI (vid. ad 25.26)M 14 Χαρρὰν A, Georg. cf. vs. 10 15 δὲ alt. om. V 16 πζι΄M 17 Ἅβρα Α Ἄβρααμ V cf. Georg. Μὼϲ Α 18 τῆϲ A: γῆϲ GVM 25. 26 post γραφείϲαϲ vs. 7 ἐν—12 Χαναάν iterat V, qui add. τοῦ δὲ ἀριθμοῦ τὴν ποϲότητα παρήκαμεν et mg. διὰ τί δὲ ὁ θεὸϲ τὴν παροικίαν ταύτην παρέδωκε τῷ ϲπέρματι τοῦ πατριάχου; διὰ τὴν ἀντιλογίαν αὐτοῦ· ὅτι εἶπεν· ἐν τίνι γνώϲομαι τοῦτο; ὅρα ὅτι Θερμοῦδιϲ ὠνομάζετο ἡ θυγάτηρ Φαραώ. ὅρα ὅτι αἱ πλάκεϲ αἱ γραφεῖϲαι δακτύλῳ θεοῦ ἐκ ϲαπφείρου λίθου ἐτύγχανον· ὁ δὲ Μωυϲῆϲ δὶϲ μ΄ ἡμέραϲ ἐνήϲτευϲε. porro Θερμοῦθιϲ θυγάτηρ Φαραὼ ἡ τὸν Μωυϲῆν υἱοποιήϲαϲα mg. add. M 26 ὅτι– 27 εὐμορφίαϲ om. A mg. Ar 1349 ex mg. Ar solo)
421

1350 Μοῖρα: μερίϲ, τὸ καθῆκον· καὶ ἡ εἱμαρμένη. Ἰώϲηποϲ· μεγίϲτη [*](Σ) γὰρ ἦν μοῖρα τοῦ πολέμου ληφθεὶϲ ὁ Ἰώϲηποϲ.

[*](Ε)

1351 Μοιρηγενέϲ: ἀγαθῇ μοίρᾳ γεγεννημένε.

[*](Σ)

1352 Μοίριχοϲ: ὄνομα κύριον.

[*](Δ)

1353 Μοιροδοκῆϲαι: ἀντὶ τοῦ μέρουϲ μεταλαβεῖν. Ἀντιφῶν ἐν τῇ [*](Harp.) πρὸϲ τὴν Καλλίου ἔνδειξιν ἀπολογίᾳ.

1354 Μοιχάγρια: τὰ ἀντὶ τῆϲ μοιχείαϲ ἀγρεύματα, ἐπὶ τῷ ληφθῆναι [*](Σ) μοιχὸν ἀποτινόμενα.

1355 Μοιχάζω. ἀκολάϲτων γυναικῶν ἐμοίχαϲε.

[*](Δ Ε)

1356 Μοιχαλίϲ: ἡ πόρνη, ἡ μοιχευομένη.

1357 Μοιχεία· μοιχεία καὶ φαρμακεία ταυτόν ἐϲτιν. καὶ γὰρ ἀμφότερα λάθρα γίνεται. λέγονται δὲ καὶ ἐπιβουλαί· καὶ οὔτε ἡ μοιχευομένη οὔτε ἡ φαρμακεύουϲα φιλεῖ τὸν ἄνδρα.

1358 Μοιχίδιον: τὸν ἐκ μοιχοῦ γεγεννημένον. οὐχ ὅτι Ἑκαταῖοϲ, [*](Σ) ἀλλὰ καὶ Ὑπερίδηϲ.

1359 Μοιχόϲ: ὁ πόρνοϲ. ἐκ τοῦ μὴ καὶ τοῦ οἴχομαι. ὁ ἐπιτηρῶν [*](Δ) μὴ οἴχεται ὁ ἀνὴρ τῆϲ γυναικόϲ, ἵνα εἰϲέλθῃ. Μυχὸϲ δὲ ὁ ϲκοτεινὸϲ τόποϲ, παρὰ τὸ νύξ, νυκτόϲ, καὶ τροπῇ μυχόϲ.

1360 Μοιχόϲ: εἶδοϲ κουρᾶϲ κιναιδώδουϲ. Ἀριϲτοφάνηϲ· Κρατῖνοϲ [*](Ar.) ἀεὶ κεκαρμένοϲ μοιχὸν μιᾷ μαχαίρᾳ. ἀπρεπὴϲ κουρὰ καὶ κιναιδώδηϲ. καὶ κῆποϲ ἄλλο εἶδοϲ, καὶ ϲκάφη ἕτερον. καὶ παροιμία· Ἕλκει [*](Prov.) μοιχὸϲ ἐϲ μυχόν. ῥηθεῖϲα ἡ παροιμία τῷ Καλλίᾳ. ἐπὶ τοῖϲ [*](E?) μοιχοῖϲ οἱ νόμοι τοὺϲ δημίουϲ ὁπλίζουϲιν· οἱ δὲ κηπουροὶ τὰϲ ῥαφανίδαϲ Φυτεύουϲιν, αἷϲ εὐθύϲ, ἐὰν ἁλῷτιϲ,  τιμωρεῖται. καὶ τὸ ῥῆμα Μοιχῶ. [*](Δ.) καὶ Μοιχώμενοϲ, ἡ μετοχή.

1361 Μυῖα, Θεϲπιακή, λυρική. μέλη πρὸϲ λύραν ἁρμόζοντα.

[*](Hasy.)

1362 Μυῖα, Σπαρτιάτιϲ, ποιήτρια. ὕμνουϲ εἰϲ Ἀπόλλωνα καὶ Ἄρτεμιν.

[*](Hesy.)

1363 Μυῖα, Πυθαγόρου τοῦ μεγάλου καὶ Θεανοῦϲ, Σαμία.

[*](Hesy.)[*](1350 — εἱμαρμένη ═ P, Ba 302, 26 cf. Apion, Et. 589, 26 et 31; —μερίϲ ═ Ps. Herodian. 89 cf. sch. γ 40, H μεγίϲτη sq. los. Bell 3, 340 1351 ═ P, Ba 302, 27, ech. 182, Et. 589,28 cf. H 1352 ═ Ambr. 847, Zon.1366 4353 Harp.: Antiph. fr. 21 1354 ═ P, Ba 302, 28, Et Gen.. Et. 589, 37 cf. Ap. S 113, 17 unde H; sch. θ 332 1356 — πόρνη ═ Ps. Herodian. 89. ἡ μοιχευομένη ═ Ambr. 888; N. T. 1357 καὶ γὰρ sq. Artem. 4, 71 1358 cf. Bk. 108, 1, P; F Gr Hist 1, fr. 369; Hyper. fr.42 1359 — πόρνοϲ ═ Ambr. 831, An. Ox. 2, 391, 21 (unde Et. 589, 33) cf. H. Μυχὸϲ sq. cf. Et. 596,13 1330 — κιναιδώδηϲ Ar. Ach. 849 c. sch. κῆποϲ— ἕτερον sch. Ar. Av. 806 ἕλκει— Καλλίᾳ (fr.1 7, 693 Κ.) cf. Zen. IV 57 ἐπὶ—τιμωρεῖται fort. Aelian. 1363 cf. Porphyr. vit. Pyth. 4, Clem. Al. Strom. 4, 121, 4)[*](1360 Ar. cf. vv. 1528 et 2207, ϲκάφιον. Prov. cf. v. Θ 80 4361 cf. v. Κ 2087 1363 cf. v. Θ 84)[*](2 ὁ om. GVM ὁ Ἰώϲηποϲ om. F 3 γεγενημένη GFVM Ba 8 ἀποτεινόμενα A(GFVM) F Phot. Σa, v. l. Et. 9 ἀκολάϲτων] πολλὰϲ τῶν ἀ. Toup ἐμοιχάζε G 11 φάρμακον AFV γὰρ] γὰρ τὰ F 12 γίνονται V, v l. Artem. 14 τὸν] τὸ F, Bk. ἐκ] ἐκ τοῦ A γεγενημένον GFVM 20 κεχαρμένοϲ FVM κεχαρατμένοϲ A 1361 —5 extra ord.)
422
[*](Σ)

1364 Μυίαγροϲ: ὁ μυιοθήραϲ.

[*](Prov.)

1365 Μυίαϲ δάκρυον: διὰ τὴν Θηβαίων παρανομίαν εἰϲ τὸ ἐν Δωδώνῃ μαντεῖον· ἀφ᾿ οὗ εἴρηται καὶ τό, παρὰ Βοιωτοῖϲ μαντεύϲαιο. ἠϲέβηϲαν γὰρ καὶ οὗτοι εἰϲ τὴν ἱέρειαν ἐμβαλόντεϲ αὐτὴν εἰϲ τὸν ἐν Δωδώνῃ λέβητα, ἐρωτικῶϲ διατεθεῖϲαν εἰϲ ἕνα τῶν θεωρῶν.