Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

[*](Σ)

1366 Μυᾶται: ϲκαρδαμύττεται.

[*](Ar.)

1367 Μυᾶτε: μυᾶν ἐϲτι τὸ τὰ χείλη πρὸϲ ἄλληλα ϲυνάγειν. τὸ δὲ αὐτὸ καὶ μύλλειν λέγεται. τινὲϲ δέ, τοὺϲ ὀφθαλμοὺϲ ϲυνάγετε δυϲαρεϲτοῦϲαι. ἢ ὥϲπερ μύεϲ καταδύεϲθε καὶ ϲκαρδαμύϲϲεϲθε. ἢ μύλλετε ἢ μυκτηρίζετε. Ἀριϲτοφάνηϲ· τί μοι μυᾶτε κἀνανεύετε; τί χρὼϲ τέτραπται; τί δάκρυον κατείβεται;

[*](Δ)

1368 Μυγαλῆ: εἶδοϲ ζῴου.

[*](Σ (Δ))

1369 Μύγηϲ: γέροντοϲ ἀδυναμία.

1370 Μυγδόνιοϲ.

[*](Σ)

1371 Μύγματα: καταξέϲματα.

[*](Δ)

1372 Μυγμόϲ: ὁ ϲτεναγμόϲ. καὶ ὁ τοῦ μ ἦχοϲ.

[*](Σ Soph.)

1373 Μυδαλέαϲ: διαβρόχουϲ. μυδαλέα δάκρυϲι. καὶ Μυδαλέον, [*](Σ) δίυγρον παρὰ Ἀρχιλόχῳ, διάβροχον. λέγει δὲ τὸ ἐπίδακρυ [*](Δ) καὶ κάθυγρον αἷμα, τὸ ἐννότερον, ῥυπαρόν. καὶ Μυδαλέοϲ ὁμοίωϲ.

[*](Σ)

1374 Μυδᾶν: νοτιᾶν· δίυγρον εἶναι καὶ ϲήπεϲθαι. δευτέραϲ ϲυζυγίαϲ [*](Ecl.) τῶν περιϲπωμένων. ϲημαίνει δὲ τὸ οἰδαίνειν καὶ φυϲᾶϲθαι καὶ ὀγκοῦϲθαι. οἰδαίνουϲι τοίνυν οἱ τάφοι τοῖϲ νεκροῖϲ κατὰ τὰ ἔνδον.

[*](Δ)

1375 Μυδόωϲαν: ὄζουϲαν.

[*](Δ)

1376 Μύδωνοϲ καὶ Μυδῶνοϲ: ὀνόματα κύρια.

[*](Σ)

1377 Μυδῶντεϲ: βρέχοντεϲ, διυγραμμένοι, ϲαπέντεϲ. καὶ ἐν Ἐπιγράμμαϲι· [*](Anth.) ἧϲ παρὰ Κύπριδι ταῦτα μύροιϲ ἔτι πάντα μυδῶντα κεῖνται, παρθενίων ὑγρὰ λάφυρα πόθων.

[*](1364 ═ P, H cf. sch. Nic. Th. 490 1365 cf. Paroem. ed. Gsf. 75, n. 632, Zen, II 84 1366 ═ P, H 1367 Ar. Lys. 126—7 c. sch. plenior. 126 1369 ═ P, Ambr. 1014, Zon. 1377, H v. μύδηϲ 1370 ═ Ambr. 970 1371 ═ P, Ba 304, 7, H cf. Zon 1378 (in Eur. Andr. 828) 1372 ἦχοϲ cf. Theodos. ed. Goettling. 17 1373 — διαβρόχουϲ ═ P, Ba 304, 8 cf. sch. Λ 54 ═ Et. M. 593, 30; sch. Soph. El. 167, sch. Ap. R. 2, 1106 μυδαλέα δάκρυϲι Soph. El. 167 Μυδαλέον – ῥυπαρόν cf. P, H, Ap. S. 113, 34; Archil. fr. 182 Μυδαλεόϲ sq. cf. Ambr. 955 1374 — ϲήπεϲθαι ═ P; praeter νοτιᾶν ═ Tim. δευτέραϲ sq. cf. Et. M. 593, 19 1375 ═ Ambr. 1039 cf. 1044 et sch. Nic. Th. 308, Et. M. 593, 20 1376 cf. Ambr. 973 1377— ϲαπέντεϲ ═ P cf. H s. v. et v. μυδῆϲαι (fort. in Nic. Th. 308) ἧϲ sq. Anth. 5, 198, 3—4)[*](A(GFVM))[*](1 Μύαγροϲ et μυοθήραϲ FVM, Phot. Hes., ordo poscit μυνθήραϲ vel μυρθήραϲ A (corr. m. rec.) 3 περὶ V μαντεύϲαιϲ V, Paroem. ed. Gsf. μαντεῦϲαι F 6 Μυᾶτε, ϲκαρδαμύττετε Kust. cf. vs. 10 7 Μυᾶται G F 11 κατείβετε AacG 13 Μύγιϲ Aec 1370 om. AFV mg. Ar, qui ὄν(ομα) (═ Ambr.) add. 18 δὲ om. F 19 τὸ—20 ὁμοίωϲ om, GVM 19. 20 Μυδαλέοϲ ὁμοίωϲ A cf. Ambr.: Μυδαλεμένοι F (propter cp.) 26 βρέχοντεϲ] βρεχθέντεϲ Pors. 27 ἧϲ AF, Anth.: οἷϲ GVM κεῖται G)
423

1378 Μύδροϲ: ϲίδηροϲ ἀργόϲ, πεπυρακτωμένοϲ. ἠέλιον πυρόεντα [*](Σ + Hdt.) μύδρον ποτὲ φάϲκεν ὑπάρχειν, καὶ διὰ τοῦτο θανεῖν μέλλεν Ἀναξαγόραϲ. [*](Phil.) οὗτοϲ ὁ φιλόϲοφοϲ τὸν ἥλιον μύδρον ἔλεγεν εἶναι διάπυρον καὶ μείζω τῆϲ Πελοποννήϲου.

1379 Μυελόεντα: τροφὴν ἔχοντα.

[*](Σ)

1380 Μύεϲ.

[*](Suid.)

1381 Μυζεῖ καὶ Μύζει: θηλάζει, λείχει. Ξενοφῶν· ἔδει δέ, εἴ [*](Δ + Σ) τιϲ διψῴη, λαβόντα εἰϲ τὸ ϲτόμα μυζεῖν τοὺϲ καλάμουϲ· καὶ πάνυ [*](E) ἄκρατοϲ ἦν ὁ οἶνοϲ, μή τιϲ ὕδωρ ἐπιχέοι.

1382 Μυζήϲαϲ· ὁ δὲ Δημοϲθένηϲ φάρμακον ἔχων ὑπὸ τῇ ϲφραγῖδι, μυζήϲαϲ ἀπέθανε.

1383 Μῦ, μῦ: ἀπὸ τοῦ μῦ παρῆκται τὸ μύζειν, πολλοῖϲ ἄλλοιϲ ὁμοίωϲ. [*](Ar.) μύζειν δέ ἐϲτι τὸ τοῖϲ μυκτῆρϲι ποιὸν ἦχον ἀποτελεῖν. Ἀριϲτοφάνηϲ· τὶ μύζειϲ; πάντα πεποίηται καλῶϲ.

1384 Μυζῶντεϲ: ἐκπιέζοντεϲ.

[*](Σ)

1385 Μυηθῆναι: ἐδόκουν οἱ μυούμενοι εἰϲ τοὺϲ εὐϲεβεῖϲ τάττεϲθαι. [*](Ar.) καὶ Ἀριϲτοφάνηϲ· δεῖ γὰρ μυηθῆναί με πρὶν τεθνηκέναι.

1386 Μύηϲιϲ: μάθηϲιϲ, κατήχηϲιϲ, ἐπιϲτήμη. εἴρηται δὲ παρὰ τὸ [*](Σ) μυϲτήρια καὶ ἀπόρρητα τελεῖϲθαι, ἢ διὰ τὸ μύονταϲ τὰϲ αἰϲθήϲειϲ καὶ ἐπέκεινα ϲωματικῆϲ φανταϲίαϲ γενομένουϲ τὰϲ θείαϲ εἰϲδέχεϲθαι ἐλλάμψειϲ.