Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

[*](Σ)

1326 Μῶλυ: ἀντιπάθιον· ἢ βοτάνη ἀλεξιφάρμακοϲ, ἤτοι πήγανον ἄγριον.

[*](Δ)

1327 Μωμᾷ: ψέγειϲ, ἀνιχνεύειϲ. ἀπὸ τοῦ μωμῶ. καὶ Μωμᾶται, [*](Σ) ψέγει. καὶ Μωμητά, ψεκτά.

[*](Δ)

1328 Μῶμαρ: ὁ μῶμοϲ. ἢ Μῶμαρ, ὁ μωρόϲ, καὶ ἡ μάχη.

[*](Δ)

1329 Μωμαϲτήϲ.

[*](Δ)

1330 Μωμεύειν.

[*](Δ)

1331 Μῶμοϲ: ϲκώπτηϲ. τὰ δὲ πρὸϲ ἀρετὴν εὖ ἠϲκημένοϲ, ὥϲτε μηδ᾿ ἂν τὸν Μῶμον αὐτὸν ἐπιμωμήϲαϲθαι μηδ᾿ αὖ τὸν φθόνον μιϲῆϲαι. τοϲαύτη πραότηϲ ἐνῆν τῷ ἀνδρὶ καὶ τοιαύτη δικαιοϲύνη.

[*](Σ)

1332 Μῶν: ἆρα. ϲημαίνει ϲύνδεϲμον ἐπιζητητικόν. τὸ γὰρ μῶϲθαι ζητεῖν.

[*](Ar.)

1333 Μῶν· Ἀριϲτοφάνηϲ· μῶν ἐκ καλῶν εἶ κἀγαθῶν; μὰ τοὺϲ θεούϲ. [*](Σ) καὶ αὖθιϲ· Μῶν ἐϲτιν· ἆρά ἐϲτι; μῶν ὑϲτερόπουϲ βοηθῶ; μὴ [*](Ar.) ὕϲτερον τοῦ καιροῦ ἦλθον εἰϲ τὸ βοηθῆϲαι;

1334 Μώνυχα ζῷα: ἵπποϲ, ὄνοϲ, ὀρεύϲ, καὶ εἴ τι ἄλλο. τούτοιϲ ϲυμβέβηκε μὴ νεῖν καὶ λοφύροιϲ κεκλῆϲθαι.

[*](Δ)

1335 Μῶνυξ: ὁ μονώνυξ. καὶ Μονώνυχεϲ ἵπποι.

[*](Δ)

1336 Μωπεύειν: μέμφεϲθαι.

[*](Ar.)

1337 Μῶρα: ἀνόητα, παράλογα. λόγοϲ τέ τοι τίϲ ἐϲτι τῶν γεραιτέρων, [*](1323 cf. Et. M. 592, 32; — μάχη ═ sch. Ap. Rh. 1, 164 cf. Ambr. 1052 1324 — μολεῖν cf. Et. M. 592, 32 (partim ex An. Ox. 1, 271, 27); — μάχη cf. Ap. S. 114, 19, unde H ὄνομα πόλεωϲ ═ Ambr. 1075 1325 ═ P, Ba 305, 21 cf. H 1326 ═ P, Σα, Ba 305, 19 cf. H, sch. Lyc. 679, Ap. S. 114, 23, Et. M. 592, 39, sch. κ 305 1327 — ἀνιχνεύειϲ fort. in Ar. Av. 171 Μῶμαται sq. ═ P, Ba 305, 22—3 cf. H, sch. Γ 412; Μωμητά Deut. 32, 5 1328 — μῶμοϲ ═ Ambr. 1082, Ps. Herodian. 88. Μῶμαρ, ὁ μωρόϲ cf. Festus 1330 cf. Zon. 1384 1331 — ϲκώπτηϲ aliter Ambr. 1053 ═ H τὰ sq. Dam. fr. 74; — μιϲῆϲαι ═ Phot. Bibl. p. 341 a 18—20 1332 ═ P; — ἆρα ═ sch. Pl. Schanz Phaed. 84c, Et. M. 596, 23, Ambr. 1086, Ps. Herodian. 88, sch. Greg. An. Ox. 2, 482, 5 cf. H 133 — θεούϲ Ar. Eq. 185 vs. 22 Μῶν—ἐϲτί ═ P, Ba 305, 24, H μῶν ὑϲτερόπουϲ sq. Ar. Lys. 326 c. sch. 1334 Ar. Byz. Epit. 3, 13–4 1335 — μονώνυξ cf. Ambr. 1054, H 1336 cf. Zon. 1383 ═ Ambr. 1085 et Zon. 1384 1337 λόγοϲ sq. Ar. Eccl. 473—5 c. sch.) [*](1331 Dam. cf. v. Ε 3036 1332 cf. 1346 1337 cf. v. Γ 195) [*](A(GFVM)) [*](4 εἴλεκται] ἕλκεται F 5 μὴ λύεϲθαι] μολύεϲθαι F μολύνεϲθαι G cf. vs. 1 6 αὐτῷ] τῷ F 9 ἀντὶ τοῦ πάθιον F 1334—5 inverso ord. G M, ordo poscit 25 λοφούροιϲ Port. sed cf. Ar. Byz. 26 Μώνυχεϲ ἵπποι καὶ μονώνυχεϲ G 27 Μωττεύειν G Μωκεύειν Ambr. Zon. 1383, Μωμεύειν Zon. 1384, Valck. Cf. 1330 28 τέ] γέ G τοι] τι V)

419
ὅϲ᾿ ἀνόητ’ ἄχη μῶρα βουλευϲόμευα, ἅπαντ᾿ ἐπὶ τὸ λέλτιον ἡμῖν ξυμφέρειν. λέγεται ὅτι Ποϲειδῶν καὶ Ἀθηνᾶ ἐφιλονείκηϲαν περὶ τῇϲ Ἀττικῆϲ, νικῆϲαι δὲ τὴν Ἀθηνᾶν· καὶ ἡττῃθέντα τὸν Ποϲειδῶνα καὶ λυπηθέντα καταράϲαϲθαι τῇ πόλει καὶ λέγειν αὐτόν, ὅτι γένοιτο τοὺϲ Ἀθηναίουϲ ἀεὶ κακῶϲ βουλεύεϲθαι· ἀκούϲαϲαν δὲ τὴν Ἀθηνᾶν τῆϲ καταρᾶϲ προϲθεῖναι, ὅτι κακῶϲ βουλεύεϲθαι, καὶ ἐπιτυγχάνειν.

1338 Μῶρά μοι δοκεῖϲ φρονεῖν: ἀντὶ τοῦ εὐήθηϲ εἶ, νῦν Βουλόμενοϲ [*](Soph.) μαλάϲϲειν, ἐξακμάϲαντοϲ τοῦ καιροῦ. ὁ Αἴαϲ φηϲὶ πρὸϲ Τέκμηϲϲαν. καὶ αὖθιϲ· ἆῤ οὐχὶ μῶρόν ἐϲτι τοὐγχείρημά ϲου, ἄνευ τε πλήθουϲ καὶ φτίλων τυραννίδα θηρᾶν, ὃ πλήθει χρήμαϲίν θ᾿ ἁλίϲκεται; καὶ αὖθιϲ· ὦ μῶρε, μῶρε, μὴ θεῶν κίνει φρέναϲ δεινάϲ, ὅπωϲ μή ϲου γένοϲ [*](Ar.) πανώλεθρον Διὸϲ μακέλλῃ πᾶν ἀναϲτρέψ δίκη. ἐπὶ τῶν βλαϲφήμων εἴρηται.

1339 Μωρία διὰ Χριϲτόν: ὅταν τοὺϲ οἰκείουϲ λογιϲμοὺϲ λυττῶνταϲ ἀκαίρωϲ καταϲτέλλωμεν, ὅταν ἔρημον καὶ κενὴν τὴν ἡμετέραν διάνοιαν τῆϲ ἔξωθεν ποιῶμεν παιδεύϲεωϲ, ἵν᾿ ὅταν δέῃ τὰ τοῦ Χριϲτοῦ δέχεϲθαι, ϲχολάζουϲαν καὶ ϲεϲαρωμένην αὐτὴν πρὸϲ ὑποδοχὴν τῶν θείων λόγων παρέχωμεν.

1340 Μωροκακοήθη· ἦν δὲ κακοῦργόϲ τε καὶ εὐπαράγωγοϲ, ὃν δὴ [*](Ε) μωροκακοήθη καλοῦϲι.

1341 Μωρόϲ: ὁ ἄνουϲ.

[*](Δ)

1342 Μῶροϲ: παρὰ Ἀττικοῖϲ προπεριϲπᾶται. ὦ μῶροι, οὐκ ἴϲτε [*](Σ) τὸν ϲοφώτατον τῆϲ τραγῳδίαϲ εἰπόντα, ἡ γλῶττ᾿ ὀμωμοκεν, ἡ δὲ φρὴν [*](Ε?) ἀνώμοτοϲ.

1343 Μωρότεροϲ Μρύχου: Πολέμων λέγεϲθαι ταύτην παρὰ Σικελιώταιϲ [*](Σ) οὕτωϲ· μωρότεροϲ εἶ Μρύχου, ὃϲ τἄνδον ἀφεὶϲ ἔξω τῆϲ οἰκίαϲ κάθηται. Μώρυχοϲ δὲ παρ᾿  αὐτοῖϲ ὁ Δόνυϲοϲ κατ᾿ ἐπίθετον, διὰ τὸ μολύνεϲθαι αὐτοῦ τὸ πρόϲωπον ἐν τῇ τρύγῃ γλεύκει τε καὶ ϲύκοιϲ. μορύξαι δὲ τὸ μολῦναι. Ὄμηροϲ γοῦν τὸ μεμολυμμένοϲ μεμορυχημένοϲ φηϲίν. εὐήθειαν δὲ τούτου καταγνωϲθῆναι, παρόϲον ἔξω τοῦ νεὼ ἐν ὑπαίθρῳ αὐτοῦ τὸ ἄγαλμα καθίδρυται παρὰ τῇ εἰϲόδῳ. τάττεται δὲ ἐπὶ τῶν εὔηθέϲ τι διαπραττομένων.

[*](1338 —Τέκμηϲϲαν Soph. Ai. 594 c. sch. ἆρ᾿ — ἁλίϲκεται Soph. OT 540 — 2 ὦ sq. Ar. Av. 1238 — 40 c. sch. plenior. 1339 Io. Chrys. PG 48, 710b c 1340 Proc. h. a. 8, 22 1341 aliter Ar. Ambr. 1056, 1342 — προπεριϲπᾶται cf. Sch. Pl. Lach. 197a, Ps. Herodian. 88, P ὦ sq. fort. Aelian.; ἡ sq. Eur. Hipp. 612 1343 ═ P cf. Zen. V 13)[*](1338 Ar. cf. 67 1343 cf. 1266 et v. τοῦ Μορύχου Δ.)[*](1 ὅϲ᾿— 6 ἐπιτυγχάνειν om. 1 ὅϲ᾿ ] ὡϲ G 2 ὅτι] ὅτι ὁ V ἐφιλονείκηϲε A(GFVM) V 3. 4 καὶ λυπηθέντα ex A, v. Γ 195 4 καὶ — ὅτι ex A, v. Γ 195 5 κακῶϲ G, v. Γ 195: καλῶϲ AVM 5. 6 τῆϲ καταρᾶϲ et ὅτι ex A, v. Γ 195 7 δοκεῖ V νῦν— 13 εἴρηται om. F 9 ἆῤ — 10 αὖθιϲ ex A solo 16 ποιῷ FV 17 λόγων om. V 25 Μορύχου cett. 1266 26 ὃϲ— 29 μολῦναι om. 29 μεμολυμένοϲ A μεμολυϲμένοϲ GM, μεμολυμμένον F 29. 30 μεμωρυχημένοϲ V μεμορυχημένον F μεμορυχμένοϲ Phot.)
420
[*](Ar.)

1344 Μωροὶ καὶ ἀβέλτεροι καὶ κεχηνότεϲ Μαμμάκυθοϲ: Μελιτίδηϲ, Βουταλίων, Κόροιβοϲ.

1345 Μωρούϲ: τοὺϲ τοῦ κόϲμου ϲοφοὺϲ καλεῖ μωρούϲ.