Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

[*](E)

1306 Μουϲώνιοϲ· ἐπὶ Ἰοβιανοῦ ἦν βαϲιλέωϲ. πάντα ὅϲα ἦν ἄριϲτα, μικρὰ ἐφαίνετο πρὸϲ τὸν ὄγκον Μουϲωνίου καὶ τὴν ϲὺν τῷ δραϲτηρίῳ τῆϲ γνώμηϲ βαθύτητα· δι᾿ ἃ κατὰ λόγον εὐδοκιμῶν τήν τε ἁλιτενῆ χώραν τῆϲ Ἀϲίαϲ ἐπῆλθε καὶ ὁ τὴν ἀνθύπατον καὶ μείζονα ἔχων ἀρχὴν πρὸϲ τὰϲ ἐπιδημίαϲ ἐξίϲτατο, κἀκεῖνοϲ ἅπαντα ἐπιὼν ἐν ὀλίγαιϲ ἡμέραιϲ τὴν θάλαϲϲαν ἐπλήρωϲε τῶν ἀπὸ τῆϲ Ἀϲίαϲ εἰϲφορῶν. ἐπεκάλει δὲ οὐδεὶϲ ἄδικον οὐδὲν τοῖϲ γινομένοιϲ· ἀλλὰ παιδιά τιϲ ἦν ἅπαϲι τοῖϲ καταβάλλουϲι τὰ εἰϲφερόμενα. Εὐνάπιοϲ γὰρ ὁ ἐκ Φρυγίαϲ ῥήτωρ ἐπεϲτότει τοῖϲ πραττομένοιϲ.

[*](Σ E)

1307 Μοχθεῖ: κακοπαθεῖ. οἱ δὲ Κελτοὶ πολλὰ μοχθήϲαντεϲ κατὰ [*](Δ) τὴν ὁδὸν διὰ τὴν δυϲχωρίαν. λέγεται δὲ καὶ Μοχθίζω.

[*](Ar.)

1308 Μοχθηρία: ἡ τοῦ ἀργυρίου ἐπιθυμία· ἢ ἡ αἴτηϲιϲ τοῦ ἀργυρίου. Ἀριϲτοφάνηϲ· ὀνόματι περιπέττουϲι τὴν μοχθηρίαν. καί, μοχθηροῦ Βοὸϲ δέρμα. ἀντὶ τοῦ ἰϲχνοῦ καὶ λεπτοῦ καὶ κακοῦ καὶ λεπτοβύρϲου, [*](1304 Μεμούϲωμαι sq. Ar. Lys. 1124—7 c. sch. 1305 vs. 12 τὴν—19 Νέρων Iul. ep. 30 p. 35—6 βάρειϲ sq. cf. ad v. B 114 1306 [Eunap.] fr. 45, FHG 4, 33 1307 — κακοπαθεῖ ═ P, Ba 304, 4, H cf. Zon. 1373 1308 —μοχθηρίαν Ar. Pl. 159 c. sch. vs. 33 μοχθηροῦ sq. Ar. Eq. 316 c. sch.) [*](1305 extr. cf. v. Β 114) [*](5 Καπιτώνιοϲ G Βουλϲινίου Bas.: Βουαϲινίου AVM Μουαϲινίου G A(GFVM) 6 δ᾿ ex A solo 7 πολλῶν] διὰ δὲ τὸ ἐλεγκτικὸν αὐτοῦ ὑπὸ Νέρωνοϲ ἀναιρεῖται add. V cf. infra 8 Ἀπολλωνίου] πρὸϲ αὐτὸν add. A 12 εἰϲ om. V ὑμᾶϲ A (e coni. Maas): ἡμᾶϲ GVM, Iulian. 14 προμηθεῖϲθαι VM 23 λόγων V 24 καὶ μείζονα ex A solo 27 παιδεία V 34 καὶ λεπτοῦ post κακοῦ transpos. GM om. V)

417
ἢ θαναϲίμου, ἢ ἀϲθενοῦϲ. Ἀριϲτοφάνηϲ· ὅϲτιϲ ὑποτεμὼν ἐπώλειϲ δέρμα μοχθηροῦ βοόϲ.

1309 Μοχθηρία: κακία. ὡϲ Λυκοῦργοϲ ἐν τῷ κατὰ Λυκόρονοϲ· [*](Rhet.) οὐ γὰρ ὅϲιον τοὺϲ γεγραμμένουϲ νόμουϲ, δι’ ὧν ἡ δημοκρατία ϲῴζεται, παραβαίνοντα, ἑτέρων δὲ μοχθηρῶν ἐξηγητὴν ἐθῶν καὶ νομοθέτην γενόμενον ἀτιμώρητον ἀφεῖναι.

1310 Μοχθηόϲ· καὶ μόχθηροϲ προπαροξυτόνωϲ. ἐπίπονοϲ, ἢ [*](Σ) πονηρόϲ. παρὰ ῥήτορϲιν ὁ κακὸϲ ὑπείληπται. καὶ Μοχθηρία [*](Rhet) ἐπὶ τῆϲ κακίαϲ τέτακται. οὕτυϲ. Δείναρχοϲ. Ἀντιοῶν δὲ ὁ παλαιότατοϲ [*](Σ) τῶν ῥητόρων τῷ μὲν μοχθηρῷ ἐχρήϲατο οὐκ ἐπὶ τοῦ κακοῦ ἀνδρὸϲ καὶ εἰϲαγομένου εἰϲ δικαϲτήριον ἵνα κατηγορηθῇ ἀλλ’ ἐπὶ πατρὸϲ δίκην λαχόντοϲ ὑπὲρ ἀπεϲφαγμένου παιδὸϲ τὸν μοχθηρὸν ἔταξε. καὶ φηϲὶν οὕτωϲ ἐν προοιμίοιϲ καὶ ἐπιλόγοιϲ· κἀγὼ μὲν ὁ μοχθηρόϲ, ὅντινα ἐχρῆν τεθνηκέναι, ζῶ τοῖϲ ἐχθροῖϲ κατάγελωϲ.

1311 Μόχθοϲ: κόποϲ. Πιϲίδηϲ· οὐκ εἶχε μόχθον εἰϲ τὸν Εὐφράτην [*](Δ) πόρον.

1312 Μοχλόϲ.

[*](Δ)

1313 Μωδεείμ: ὄνομα κύριον. καὶ Μωαβίτηϲ, ὁ ἀπὸ τῆϲ τοῦ Μωὰβ [*](Δ) Φυλῆϲ.

1314 Μωάω.

[*](Δ)

1315 Μωδεείμ: ὄνομα πόλεωϲ παρὰ Ἰωϲήπῳ.

[*](Δ)

1316 Μωκίζω: ἐμπαίζω.

[*](Δ)

1317 Μωκία. καὶ Μωκιϲία κινϲτέρνα, ἥν ἔκτιϲεν Ἀναϲτάϲιοϲ ὁ Δίκοροϲ

[*](Δ Suid.)

1318 Μώκιοϲ: ὄνομα κύριον.

[*](Δ)

1319 Μῶκοϲ: χλευαϲτήϲ, μωρόϲ, ϲκώπτηϲ· καὶ μωκωμένηϲ· [*](Σ) χλευαζομένηϲ.

1320 Μωκώμενοϲ: κατατρώγων.

[*](Δ)

1321 Μνκῶ ϲε· αἰτιατικῇ.

[*](Synt.)

1322 Μωλόχιον: λαχανηρὸν γένοϲ.

[*](Δ)[*](1309 — κακία ═ Et. 592, 3; fonti rhetorico attr. Wentzel; Lycurg. fr. 70 4310 ἐπίπονοϲ ἢ πονηρόϲ ═ P, a 304, 5, H cf. mon., Et. 592, 9 (partim ex Orion. 102, 2) κακὸϲ ═ P cf. Bk. 281, 24; παρὰ—ὑπείληπται fonti rhetorico attr. entzel Μοχθηρία sq. ═ P; Dinarch. fr. LXXXIX 22; Antiph. fr. 72 1311 οὐκ sq. Pisid. fr. 120 1313 cf. Ps. Herodian. 88, Ambr. 1061 —2 et 1073 1315 ═ Ambr. 1076 cf. Ps. Herodian. 88; los. Ant. 12, 265 1316 cf. Zon. 1383 aliter L 1317 Μωκία ϲ Ambr. 1079 1318 ϲ Ambr. 1067, Ps. Herodian. 88 1319 ═ P, Ba 305,17 cf. H, Et. M. 593, 7; ῶκοϲ Sirach. 36, 6 1320 aliter. Ambr. 1084 1322 cf. Zon.1382 v. Μωλάχιον)[*](1317 ὅτι sq, ex v. K 1648)[*](4 τοὺϲ] τὸν τοὺϲ μὲν Bhd. νόμουϲ om. A περιϲῴζεται G 5 ἑτέροιϲ A(GFVM) Bhd. sed vid. Baiter εἰϲηντὴν Cobet 8 καὶ om. V 15.16 Εὐφράτου GM cp A 18 καὶ— 19 φυλῆϲ om. V 1313, 1319, 1318, 1320 1322, 1314 —7 ordo in V 1314—5 om. F 20 Μῶα (dorice pro οῦϲα) Port. 1316 — 7 inverso ord. GM, poscit 23 καὶ— Δίκοροϲ om. AF; ὅτι τὴν Μουκιϲίαν κίνϲτερναν ὁ βαϲιλεὺϲ Α. ὁ Δ. κτίζει mg. Ar, v. Κ 1648 Μουκιϲία G cf. v. Κ 1648 1322 extra ord. 29 Μωλώχιον GMec Μολοχίον VMac, v. l Zon. cf. Ambr. 1081)
418
[*](Δ)

1323 Μῶλοϲ: ἡ μάχη. διὰ τὸ μολύνεϲθαι αἵματι· ἢ ἀπὸ τοῦ μολύνεϲθαι τῶν ἀποθνηϲκόντων τὰ ϲώματα ἐν πολέμῳ· ἢ παρὰ τὸ μόλιϲ ἐκφυγεῖν· ἢ ὅτι μειοῖ, ὅ ἐϲτιν ἐλαττοῖ, τοὺϲ ὄχλουϲ· ἢ ὅτι εἰϲ αὐτὸν εἴλεκται τὰ πλήθη.

1324 Μῶλοϲ: ἡ πολυχρόνιοϲ μάχη· παρὰ τὸ μὴ λύεϲθαι· ἢ παρὰ [*](Δ) τὸ μολεῖν. δεῖ γὰρ ἐν αὐτῷ ϲπεύδειν. ϲημαίνει δὲ καὶ ὄνομα πόλεωϲ.

[*](Σ)

1325 Μώλωψ: ἔναιμον ἄλγοϲ.