Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

[*](Ar.)

1266 Μόρυχοϲ· ὅπερ ἔοικε Μορύχου γένοϲ καὶ ϲάγμα. ϲάγμα δὲ ἡ [*](Prov.) θήκη τοῦ ὅπλου. καὶ παροιμία· Μορύχου εὐηθέϲτεροϲ· ἐπί τῶν εὔηθέϲ τι διαπραττομένων. ἐπίθετον δέ ἐϲτι τοῦ Διονύϲου,ν ἀπό τοῦ μορύξαι, ὅ ἐϲτι μολῦναι, ἐπειδὰν τρυγῶϲι, τῶν βοτρύων τῷ γλεύκει καὶ τοῖϲ χλωροῖϲ ϲύκοιϲ.

[*](1259 Harp. ═ P v. μωρῶν; Dem 13, 22, Aristot. fr. 497, e Lac. pol. 11 1260 Γοργόνεϲ sq. Ar. Pac. 810 — 818 1261 — μέρει Ar. q. 401 c sch plenior. vs. 15 Μελάνθιοϲ sq. sch. Ar. Pac 803 1 262 — ὑπόψυχροϲ sch. Ar. Ran. 151 τοῦτο sq. Philostr. 8, 5 1264 — κύριον ═ Ambr. 852 ὃϲ sq. Ar. Ach. 885, 883 c. sch. 887 1265 fort. sch. Pac. 1008 1266 — ὅπλου sch. Ar. Vsp. 1142 Μορὺχου sq. cf. Zen. V 13)[*](1260 cf. 457 cett. 1261 cf. v. ψυχρόϲ 1262 cf. v. 358 1266 Ar. εἰ v. Κ 1137 et v. ϲάγμα; Prov. cf. 1343)[*](A(GFVM))[*](1259 ο A post 1257 G M, ordo poscit; post 1345 iterat V 1 Μοιρῶν VII ϲυναλλάγματα V1 2 φηϲὶ— 26 διεβέβληντο ο F 2 ἓξ VI, Ha p,: καὶ GV??M 5 ἕνα] ἐν πρώτῳ VI (propter cp.) 8 γραοϲόβαι G, Ar. se cf. v. Γ 448 10 Μοῦϲαι V 14 ἐκβαλοίμην ed. pr. ἐκβαλλοίμην Bhd. 18 Μόρϲιμοϲ] ?? gl. G 18. 19 Δομετιανὸν e Philostr. Kust.: Δομέτιον omnes 21 Μορύχοι V 1265 om. V 26 μαγγανείᾳ] λαιμαργίᾳ temere Ruhnken; Ath. 1, 9 c contulit ὠ Add. Gsf.)
413

1267 Μορφή: εἶδοϲ, ἰδέα, πρόϲοψιϲ. Μορφὴ καὶ εἶδοϲ ταὐτόν [*](Σ) ἐϲτι. καὶ μορφὴ μὲν ἐπὶ ἐμψύχων, ϲχῆμα δὲ ἐπὶ ἀψύχων. τὶ διαφέρει μορφὴ ϲχήματοϲ· ὁ δὲ Ἀπόϲτολοϲ· καὶ ϲχήματι εὑρεθεὶϲ ὡϲ ἄνθρωποϲ.

1268 Μορφνόν: ϲκοτεινόν.

[*](Δ)

1269 Μορφνόϲ: εἶδοϲ ἀετοῦ. οἱονεὶ μορόφονόϲ τιϲ ὤν, ὁ ἀεὶ [*](Σ) περὶ φόνου μεμορημένοϲ· μόνοι γὰρ οὗτοι τῶν ἀετῶν οὐ κυνηγοῦϲιν, [*](Ecl.?) ἀλλὰ νεκροῖϲ ϲώμαϲι τρέφονται.

1270 Μόρφωϲιν: ϲχηματιϲμόν, εἰκόνα.

[*](Σ)

1271 Μορφοῦμαι· δοτικῇ.

[*](Synt.)

1272 Μόϲϲυνεϲ: ἐπάλξειϲ, πύργοι.

[*](Σ)

1273 Μοϲχεύματα: ἁπαλὰ φυτὰ δένδρων καὶ λαχάνων.

[*](Σ)

1274 Μοϲχεύων: μεταφυτεύων. Εὐνάπιοϲ· οὗτοι μὲν ὧδε μένοντεϲ [*](Σ) ὑπεμόϲχευον τὸν πόλεμον. ἀντὶ τοῦ ὑπέϲτρεφον, ὑπεφύτευον.

[*](E)

1275 Μόϲχια: ἁπαλὰ φυτά.

1276 Μοϲχίδια ϲύκων: οὕτω καλοῦνται αἱ νέαι ϲυκαῖ. μοϲχίδια [*](Ar.) δὲ τὰ νέα βλαϲτήματα. καὶ ἡ ἁπαλὴ καὶ νέα λύγοϲ μόϲχοϲ. Ὅμηροϲ· μόϲχοιϲι λύγοιϲι.

1277 Μόϲχον: ἁπαλόν.

[*](Σ)

1278 Μόϲχοϲ, Συρακούϲιοϲ, γραμματικόϲ, Ἀριϲτάρχου γνώριμοϲ. οὗτόϲ [*](Hesy.) έϲτιν ὁ δεύτεροϲ ποιητὴϲ μετὰ Θεόκριτον, τὸν τῶν βουκολικῶν δραμάτων ποιητήν. ἔγραψε καὶ αὐτόϲ.

1279 Μόϲχοϲ δων Βοιώτιον: Μόϲχοϲ φαῦλοϲ κιθαρῳδὸϲ πολλὰ [*](Ar.) ἀπνευϲτὶ ᾄδων. τὸ δὲ Βοιώτιον οὕτω καλούμενον εὗρε Τέρπανδροϲ, ὥϲπερ καὶ ὁ Φρύγιοϲ.

1280 Μόϲχοϲ Λιβάνου: ὃν ἐν Χωρὴβ ἐθεοποίηϲαν· ὃν ωϋϲῆϲ [*](Thdr.) ϲνέτριψε καὶ ἐλέπτυνε.

1281 Μοτάριον: ᾧ χρῶνται ἰατροὶ ἐν ταῖϲ πληγαῖϲ, πρὸϲ τὸ μὴ ϲυντόμωϲ ἐμφράττεϲθαι αὐτάϲ.

1282 Μοτώϲει: ἰάϲεται διʼ ὀθονίων.

[*](Σ)

1283 Μοτοφαγία: θυϲία τιϲ ἐν Σαλαμῖνι τῆϲ Κύπρου ἐπιτελουμένη.

[*](Σ)[*](1267— πρόϲοψιϲ ═ P, Ba 303, 21 Ἀπόϲτολοϲ Philipp. 2, 7 1268 cf. Zon. 1971 (in Ω 316) 1289 — ἀετοῦ P, Ba 303, 22, H cf. sch. Ω 316, unde Et. M. 594, 16 ὁ—μεμορημένοϲ ═ Et. M 591, 22 cf. sch. Ω 316 1270 ═ P, Σa, H (in Rom. 2, 20) cf. Ba 303, 23, Zon.1370 4271 ═ Synt. Gud. et Laur. 1272 ═ P cf. H, Ap. R. 2,1016—7, Zon 1370 1273 ═ P, Ba 303, 24 (in Sapient. 4, 3) cf. Bk. 28 18 1274 — μεταφυτεύων ═ P, Ba 303, 25 οὖτοι—πόλεμον Eunap. fr. 92, FHG 4,53 1275═ Ba 303, 26, P cf. H 1276 sch. Ar. Ach. 995; Λ 105 1277 ═ P, Ba 303, 27 1279 sch. Ar. Ach. 13 1280 Thdr. in Ps. 28, 6, PG 80)[*](1065 d sq. 1282 ═ P, Ba 304,1, H (in Hoseae 6, 1) 1283 ═ P, H)[*](2 τὶ—3 ϲχήματοϲ ex mg. ArM; 3 ὁ— ἄνθρωποϲ ex mg. Ar solo 6 φόνουϲ A(GFVM) t. κυνηγετοῦϲιν GVM 10 Μόϲυνεϲ GM cf. Et. M. 591, 33 13 ἐμὲϲχευον male Bhd. ἀντὶ τὸῦ ex A solo ὑπέτρεφον Kust. 16 Ὅμηρὸϲ om GM 20 δεύτεροϲ om. V 21 ἃ ante ἔγραψε add. Gutschmid, βουκολικὰ post αὐτόϲ Κust. 24 τὸ Φρύγιον ed. pr., sch. 25 ὃν alt.— 26 ἐλέπτυνε add Ar. Δαυίδ· καὶ λεπτυνεῖ νεῖ αὐτὸν ὡϲ τὸν μόϲχον τὸν λίβανον (Ps. 28, 6) mg. add Ar 27 ἰατροὶ] οἱ ἰ. GF ἐν ταῖϲ om. V, ταῖϲ om. F 1282 —3 inverso ord. GM, Phot.; ordo poscit)
414
[*](Σ)

1284 Μοτοῖ: τιτρώϲκει, ταράϲϲει.

1285 Μουκιανόϲ, ὁ Ῥωμαῖοϲ, ζήτει ἐν τῷ ἀγήλειεν.