Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

[*](Δ)

1246 Μόρα: τὰ ϲυκάμινα.

[*](Suid.)

1247 Μοργούϲ· ὅτι οὕτω καλοῦϲι τοὺϲ ἀμοργοὺϲ τὸ α ἀφαιροῦντεϲ, ὥϲπερ καὶ ἐπ᾿ ἄλλων· μαῦρον γὰρ τὸ ἀμαυρόν καὶ ϲφόδελον τὸν ἀϲφόδελον καλοῦϲι.

[*](Σ)

1248 Μορίαι: ἐλαῖαι ἱεραὶ τῆϲ Ἀθηνᾶϲ, ἐξ ὧν τὸ ἔλαιον ἔπαθλον ἐδίδοτο τοῖϲ νικῶϲι τὰ Παναθήναια. ἦϲαν δὲ πρῶται ιβ΄ τὸν ἀριθμόν, αἱ μεταφυτευθεῖϲαι ἐκ τῆϲ ἀκροπόλεωϲ εἰϲ Ἀκαδημίαν. ἤτοι ἀπὸ τοῦ μόρου καὶ τοῦ φόνου τοῦ Ἁλιρροθίου ὀνομαϲθεῖϲαι, οὕτωϲ ἢ ὅτι ἐνέμοντο καὶ ἐμερίζοντο τὸ ἔλαιον τὸ ἐξ αὐτῶν Ἀθηναῖοι ἅπαντεϲ.

[*](1240 cf. Ambr. 866 1241 ═ Ambr. 863 1242 — εἰϲιν ═ P cf. Zon. 1373 εἶτ᾿ sq. Ar. Ran. 944 c. sch. 1243 Ar. Pac. 1012—4 c. sch. plenior. cf. sch. Ach. 894 1244 — χορόϲ ═ P; Μονῳδία sec. — χορόϲ ═ Ba 303, 13, H vs. 14 καὶ sq. fort. Dam. 1245 Nic. Dam. FGr Hist 90 fr. 16 ═ EV 1, 338, 17—27 1246 ═ Ambr. 921, Zon. 1371 1248 — ἄπαντεϲ ═ P cf. sch. Soph. OC 701, Et. M. 590, 42 (partim e sch. Ar. Nu. 1005, sec. Wentzel partim e Seleuco), Bk. 280, 16 ═ H (Seleucus); Poll. 1, 241)[*](1247 ex v. A 1627 1248 Ar. cf. v. A 774)[*](A(GFVM))[*](1 ὄνομα κηνόϲ om. AF 6 ἐκωμῳδεῖτο Kust. cf. sch. 8 τλεύτοιϲι A 10 παρόϲων A 11 ἀπὸ ϲκηνῆϲ] ἐν ταῖϲ ϲκηναῖϲ F, qui in mg. corr. 21 αὐχμὸϲ AV, Exc.: ἀγὼν GM 22 ἀνδρίᾳ A M, Exc. 23 Κράμβον GVM Κάμβρον G 1247 om. AFV mg. Ar 27 ὅτι ex Ar solo 32. 33 ἐνέμοντο καὶ ἐμερίζοντο A, Phot.: ἐμερίζοντό τε καὶ ἐνέμοντο GVM)
411

γῆϲ δὲ μορίαϲ τοῦ ϲτελέχου ϲηκὸϲ καλεῖται. Λυϲίαϲ· ἄρχοντοϲ ϲηκὸν [*](Rhet.) ὑπ’ ἐμοῦ ἐκκεκόφθαι. ἐπεφύτευτο δὲ ἐν τῷ γυμναϲίῳ δένδρη. [*](Ar.) ἔθοϲ δὲ τοῖϲ ἀϲκουμένοιϲ ἀλειψαμένοιϲ ἐν τῷ ἡλίῳ τρέχειν. Ἀριϲτο φάνηϲ· ἀλλ’ εἰϲ Ἀκαδήμιαν κατιὼν ὑπὸ ταῖϲ μορίαιϲ ἀποθρέξειϲ.

1249 Μόριον: τὸ αἰδοῖον μέροϲ τοῦ ϲώματοϲ.

[*](Etym.)

1250 Μορμολύκεια: τὰ τῶν τραγῳδῶν προϲωπεῖα. τὰ τῶν ὑποκριτῶν [*](Σ) προϲωπεῖα, ἃ Δωριεῖϲ γόργια καλοῦϲιν. ἔνθεν καὶ τὸ ἐκφοβῆϲαι μορμολύξαϲθαι. δόκηϲιϲ ἦν τὸ ἀντίμαχον, μορμολυκεῖον ὄψεωϲ καὶ [*](Ε) διανοίαϲ κατάπληξιϲ.

1251 Μορμολύττεται· αἰτιατικῇ. φοβεῖ. Ἀϲκίῳ μορμολύττειϲ, [*](Σ) ἐπὶ τῶν τὰ κενὰ δεδοικότων· ἐπεὶ κενὸϲ ὁ ἀϲκόϲ. ἐμορμοαύξαντο [*](Prov.) ϲφᾶϲ, ὡϲ ἀνύποιϲτόν τι πλῆθοϲ ἔπειϲι κατ᾿  αὐτῶν. τουτέϲτιν [*](Ε) ἐξεφόβηϲαν, εἰϲ πτοίαν καὶ ὀρρωδίαν ἤγαγον.

1252 Μορμώ: λέγεται καὶ Μορμώ, Μορμοῦϲ, ὡϲ Σαπφώ. καὶ Μορών, [*](Ar.) Μορμόνοϲ. Ἀριϲτοφάνηϲ· ἀντιβολῶ ϲ᾿, ἀπένεγκέ μου τὴν Μορμόνα. ἄπο τὰ φοβερά· φοβερὰ γὰρ ὑπῆρχεν ἡ Μορμώ. καὶ αὖθιϲ Ἀριϲτοφάνηϲ· Μορμὼ τοῦ θράϲουϲ. μορμολύκειον, ἣν λέγουϲι Λαμίαν· ἔλεγον δὲ οὕτω καὶ τὰ φοβερά. λείπει δὲ τὸ ὡϲ, ὡϲ Μορμώ, ἢ ἐπιρρηματικῶϲ ἐξενήνεκται, ὡϲ εἰ ἔλεγε, φεῦ τοῦ θράϲουϲ.

1253 Μορμυρίζει: καταταράττει, ἠχεῖ, ὡϲ ἐπὶ ὑδάτων.

[*](Σ)

1254 Μορμύρων: ποταμὸϲ ῥεύματα ἔχων.

[*](Σ)

1255 Μορμυρωπόϲ· ἥλιοϲ ἀμαυρὸϲ ἢ ὕφαιμοϲ ἢ μορμυρωπὸϲ πᾶϲιν ὁρώμενοϲ κατ’ ὄναρ πονηρόϲ.

1256 Μορόειϲ, καὶ οὐδετέρωϲ μορόεντα, τὰ μετὰ κόπου καμνόμενα.

[*](Δ)

1257 Μόροϲ: ὀδύνη, πόνοϲ, θάνατοϲ.

[*](Σ)

1258 Μόρϲιμον: εἱμαρμένον, μεμοιραμένον. ἀμφὶ δ’ Ἐριννὺϲ [*](Σ) Φοίνιοϲ ἐκ ϲτομάτων μόρϲιμον ἧκεν ὄπα.

[*](Anth.)[*](1248 vs 1 τῆϲ — ἐκκεκόφθαι fonti rhetorico attr. Wentzel;— καλεῖται cf. Bk. 183, 5; Lys. 7, 11 ἐπεφύτευτο sq. Ar. Nu. 1005 c. sch. 1249 cf. Et. M. 590, 38 1250 — μορμολύξαϲθαι ═ sch. Pl. Ax. 364 b cf. sch. Gorg. 473 d; —προϲωπεῖα ═ P, Ba 303,15, H cf. Et. M 590, 51, Tim., sch. Theocr. 15, 40b, sch. Ar. Th. 417, sch. Greg. Ann. 270 n. 210 δόκηϲιϲ sq. Th. Simoc. 6, 5, 7 1251 αἰτιατικῇ cf. Synt. Laur. φοβεῖ ═ P, Σa cf. Ba 303, 16, sch. Pl. Gorg. 473 d, sch. Greg. Ann. 270 n. 210, Tim., H Ἀϲκίῳ— ἀϲκόϲ cf. H et P v. οὐκ ἀϲκίῳ, Paroem. ed. Gsf. 86 n. 715 ἐμορμολύξαντο— αὐτῶν fort. Aelian. ἐξεφόβηϲαν cf. Zon. 1373 1252 vs. 16 Μορμώ Ar. Ach. 582 c sch. vs. 17 Μορμῶ sq. Ar. Eq. 693 c. sch. 1253 ═ Σᵃ, Ba 303,17, P cf. PH, sch. E 599 1254 cf. H; Et Ba 303,18 (in Σ 403) 1255 Artem. 2, 36 p. 134, 15 sq. 1256 cf. Ambr. 830 8. Et. M. 591,10, sch. Ξ 183 1257 ═ P, Ba 303,19 cf. B; Ambr. 840 ═ Ps. Herodian. 87, Et. M. 591, 4 (in Σ 465) 1258 — μεμοιραμένον ═ P, Ba 303, 20 cf. H; sch. Ε 674 ═ Et. M. 591, 7; Ambr. 829 ἀμφὶ sq. Anth. 7, 188, 5—6)[*](1250 cf. v. Γ 389 1251 Prov. cf. v Α 4177 1258 cf. vv. Ε 2994 et φοίνιοϲ)[*](1 τοῦ ϲτελέχου] ἐκείνηϲ ὁ ϲτέλεχοϲ ed. pr. ἄρχοντοϲ e Lys. Bhd.; cp. A(GFVM) comnes 3 ἀλειψαμένοιϲ om. V 1249 om. AFV mg. Ar 6 τὰ alt.—7 προϲωπεῖα om. F 11 ἀϲκόϲ] ἄϲκοπόϲ F 11. 12 ἐμορμολύττοντο V 14 καὶ pr. om F; post Μορμώ alt. iteravit A καὶ alt. —15 Μορμόνοϲ om. AFV ss. M sch. 17 μορμολύκειον] nov. gl. AF; ὅθεν praemis. GM 18 οὕτωϲ AM 7 καταράττει FV, Ba cf. v. K 703 23 ὁρώμενοϲ] φαινόμενοϲ A 26 Μόρϲιμον om V)
412
[*](Harp.)

1259 Μορὼν· Δημοϲθένηϲ ἐν Φιλιππικοῖϲ. ϲυντάγματά τινα Λακωνικὰ ὕτω καλεῖται. ηϲὶ δὲ Ἀριϲτοτέληϲ, ὣϲ εἰϲι μοῖραι ξ ὠνομαϲμέναι, καὶ διῄρηνται εἰϲ τὰϲ μοίραϲ ακεδαιμόνιοι πάντεϲ. Ξενοφῶν δέ ηϲιν ἐν τῇ Λακώνων πολιτείᾳ· ἑκάϲτη δὲ τῶν πολιτικῶν μορῶν ἔχει πολέμαρχον ἔνα, λοχαγοὺϲ δ΄, πεντηκοϲτύαϲ η΄, ἐννομοτάρχαϲ ἔκκαίδεκα.

[*](Ar.)

1260 Μόρϲιμον καὶ Μελάνθιον: ἄμφ διαβαλλει Ἀριϲτοφάνηϲϲ λέγνων οὕτωϲ· Γογόνεϲ ὀψοφάγοι, βατιδοϲκόποι Ἅρπυιαι, γραιοϲόβαι μιαροί, τραγομάϲχαλοι ἰχθυολῦμαι· ὧν καταχρεψαμένη μέγα καὶ πλατύ. οῦϲα θεά, μετ’ ἐμοῦ ξύμπαιζε τὴν ἑορτήν.

[*](Ar.)

1261 Μόρϲιμοϲ καὶ Μελάνθιοϲ, ποιηταὶ τραγικοί. Μὁρϲιμοϲ δὲ Φιλοκλέουϲ τοῦ τραγικοῦ υἱόϲ, ποιητὴϲ ψυχόϲ· ἦν δὲ καὶ ἰατρόϲ. Ἀριϲτοφάνηϲ· διδαϲκοίμην προϲᾴδειν Μορϲίμου τραγῳδίαν. τουτέϲτιν ἔκλα οίμην καὶ ϲυριττοίμην, ὡϲ ἐκεῖνοϲ· πονηρῶν γὰρ ὄντων αὐτοὔ τῶν ποιημάτων, ἐν ἀρᾶϲ ἔθηκε μέρει. Μελάνθιοϲ δὲ ἐκωμῳδεῖτο εἰϲ ὀψοφαγίαν· καὶ πολὺ μᾶλλον ἐν τοῖϲ όλαξιν. ἦν δὲ καὶ κίναιδοϲ.

[*](Ar.)

1262 Μόρϲιμοϲ, τραγῳδίαϲ ποιητήϲ, ὁ θαλμῶν ἰατρόϲ, μικρόϲ, ὑπόψυχροϲ. Μόρϲιμοϲ· τοῦτο ἔφη πολλώνιοϲ ὁ Τυανεὺϲ πρὸϲ Δομετιανὸν βαϲιλέα δεϲμευυ εὶϲ ὑπ’ αὐτοῦ· οὐ μέν με κτενέειϲ, ἐπεὶ οὔ τοι μόρϲιμόϲ εἰμι. καὶ τοῦτο εἰπὼν ἄδηλοϲ ᾤχετο.

1263 Μορυχίδηϲ: ὄνομα κύριον.

[*](Δ)

1264 Μόρυχοϲ: ὄνομα κύριον. ὃϲ ἐπὶ ὁψοφαγίᾳ ἐκωμῳδεῖτο· ἦν [*](Ar.) δὲ καὶ τῶν ἡδέωϲ βιούντων· τραγῳδίαϲ ποιητήϲ. καὶ Ἀριϲτοφάνηϲ· ὦ φιλτάτη ϲὺ καὶ πάλαι ποθουμένη, φίλη Μορύχῳ.

[*](Ar.?)

1265 Μόρυχοϲ, Τελέα, Γλαυκέτηϲ: ὀνόματα κύρια. οὗτοι ἐπὶ μαγγανείᾳ διεβέβληντο.