Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

121 Μαμμάκυθοϲ: ὄνομα κύριον. Ἀριϲτοφάνηϲ· τέωϲ δ᾿ ἀβελτερώτατοι [*](Ar. ?) κεχηνότεϲ Μαμμάκυθοι, Μελιτίδαι κάθηνται.

[*](Suid.)

122 Μάμαϲ· ὅτι ἐν τῷ ἁγίῳ Μάμαντι γέφυρα ἦν μεγάλη, ιβ΄ καμάραϲ ἔχουϲα· ὕδατα γὰρ κατήρχοντο πολλά. ἔνθα καὶ δράκων ἵϲτατο χαλκοῦϲ, διὰ τὸ δοκεῖν δράκοντα οἰκεῖν ἐκεῖϲε· ἔνθα καὶ πολλαὶ παρθένοι ἐτύθηϲαν. Βαϲιλίϲκοϲ γάρ τιϲ ἐραϲθεὶϲ τοῦ τόπου, ὃϲ ἦν Νουμεριανοῦ Καίϲαροϲ, ἐκεῖϲε κατῴκηϲε καὶ ναὸν ἤγειρεν· ἅπερ Ζήνων κατέλυϲεν. καὶ ἐπὶ κλητικῆϲ ὦ Μάμαν.

123 Μαμαίαϲ, Ἀλέξανδροϲ, βαϲιλεὺϲ Ῥωμαίων.

[*](Suid.)

124 Μαμερτῖνοϲ: ὄνομα κύριον.

[*](Δ)

125 Μὰ μήκωνοϲ χλόην· ναὶ ναὶ μὰ μήκωνοϲ χλόην.

[*](Prov.)[*](116 cf. P 117 Metaphr. PG 114, 721 b extr. 120 cf. Phot. Bibl. c. 78 ἐν ᾗ sq. Hesychio abiudic. Flach. 121 — κύριον fort. sch. Ar. Ran. 990 122 — κατέλυϲεν ═ Preger 161, 15—162, 7 124 ═ L 125 ναὶ sq. cf. Paroem. ed. Gsf. 83, n. 686)[*](119 ex v. Δ 1169 121 Ἀριϲτοφάνηϲ sq. ex v. B 468 123 ex v. Α 1124 125 cf. v. N 100)[*](4 λέγωμεν] ὅτι add. GVM 5 γάρ] δέ A 116 om. F 6 ἡ παροιμία A(GFVM) om. (in fine v.) A 7 ὑπὸ Κροίϲου om. V 10 δὲ om. V 117 om. AF mg. Ar 13 χειρὸϲ] δὲ add. Ar καὶ καθαίρουϲι om. Ar 14 ὄνομα GVM: ὁ om. A ἐθνικόν] ἐθ᾿ A ἐθνικόϲ F 119 om. AF post 117 V 16 ἔγραψεν — 20 αὐτά om. F 21 Ἀριϲτοφάνηϲ—22 καθήνται om. AF 122 om. F 23. 24 ἔχουϲα καμάραϲ A 24 ἔνθεν V 25 et 27 ἐκεῖ V 26 ἐραϲτὴϲ GVM 28 καὶ Μάμαν om. A mg. Ar 123 om. AF mg. Ar post 124 V 29 Μαμέαϲ Ar 124 om. F)
316
[*](Σ)

126 Μαμμίαν: Ἀττικοὶ τὴν μητέρα. ἀπὸ τοῦ τὰ παιδία μαμμᾶν τὸ φαγεῖν λέγειν.

[*](Suid.)

127 Μαμιανόϲ, πατρίκιοϲ. ζήται ἐν τῷ Πρίϲκοϲ.

[*](Σ)

128 Μαμωνᾶϲ: χρυϲόϲ, γήϊνοϲ πλοῦτοϲ. οὐχὶ ὁ ἐκ τοῦ Σατᾶν, ἀλλ᾿ ὁ περιττὸϲ καὶ ὑπὲρ τὴν χρείαν.

[*](Σ)

129 Μάννα: θυϲία, ϲπονδή. καὶ ἡ ἄνωθεν πίπτουϲα τροφή. ϲημαίνει δὲ τί τοῦτο· ὃ ἑϲπέρᾳ τοῦ ϲαββάτου μόνον ἐκρύπτετο. καὶ Χριϲτόϲ, ὁ γλυκαϲμὸϲ τῆϲ ζωῆϲ, τῇ παραϲκευῇ τῷ τάφῳ καλύπτεται.

130 Μάννα: ἡ ἄνωθεν χορηγουμένη τροφή. τουτέϲτι τί τοῦτο. ὃ καὶ Thdr. ἄρτοϲ ἀγγέλων λέγεται, ὡϲ ὑπ᾿ ἀγγέλου χορηγούμενοϲ. ὅτι παρὰ Suid. πολλοῖϲ λέγεται τὸ μάννα ἀμβλίϲιον.

131 Μαναΐμ, ϲτρατηγόϲ, ὁ νικήϲαϲ τοὺϲ Σκύθαϲ· οὗ ἡ ϲτήλη ἵϲτατο ἐν τῷ καλουμένῳ Ὠρείῳ, ὅ ἐϲτι μόδιοϲ. ἦν γὰρ ὠρεῖον, ἔνθα νῦν ἵϲτανται κίονεϲ πρὸ τοῦ οἴκου τοῦ Κρατεροῦ· ἔνθα ἵϲτατο καὶ μόδιοϲ χαλκοῦϲ, πληϲίον τῶν χειρῶν. ἦν δὲ δίκαιον μέτρον, ὡϲ ἂν τῷ χωρήματι αὐτοῦ πωλῶϲι πάντεϲ οἱ ϲιτοπράται καὶ ἀγοράζωϲιν οἱ ϲιτῶναι, καὶ τῷ ἴϲῳ μέτρῳ δίδοται ϲιτηρέϲιον. τοῦτο δὲ ἐνομοθέτηϲεν Οὐαλεντινιανόϲ, πιπράϲκεϲθαι τὸν ϲῖτον μοδίουϲ ιβ΄ τῷ νομίϲματι, μηδενὸϲ ἀντιλέγοντοϲ. ὅθεν τιϲ ναύτηϲ τοῦτο μὴ ποιήϲαϲ τὴν δεξιὰν χεῖρα ἀφῃρέθη. ὅθεν ἐτυπώθηϲαν αἱ χαλκαῖ χεῖρεϲ τοῖϲ λαμβάνουϲι καὶ τοῖϲ διδοῦϲιν, ἀμφοτέρουϲ ἐκ τῶν τεταγμένων μὴ ἀγανακτεῖν. ἦν δὲ καὶ Οὐαλεντινιανοῦ τοῦ βαϲιλέωϲ ϲτήλη ἔξαμμον ἔχουϲα ἐν τῇ δεξιᾷ χειρί, ἁρπαγῆναι εἰϲ πάκτον, διὰ τὸ καὶ αὐτὴν ὑπάρχειν ἀργυρᾶν μικράν, ὑπὸ Κουρίου πρωτίκτωροϲ, τῷ δευτέρῳ ἔτει Ἰουϲτινιανοῦ.

[*](Δ)

132 Μανάϊνοϲ: ὄνομα κύριον.

[*](Ε)

133 Μαναϲϲῆϲ, βαϲιλεὺϲ Ἱερουϲαλήμ, υἱὸϲ Ἐζεκίου, βαϲιλεύϲαϲ ἔτη νε΄ Ἰουδαίαϲ· ὃϲ ἐγένετο μιαρώτατοϲ καὶ ἀϲεβέϲτατοϲ καὶ παρανομώτατοϲ ὑπὲρ πάνταϲ ἀνθρώπουϲ ἐπὶ εἰδωλομανίᾳ καὶ αἱματεκχυϲίᾳ· καὶ [*](126 P cf. H v. μάμμη, Lex. rhet. fr. 419 Schwabe ap. Eust. l. 565, 24 128 πλοῦτοϲ ═ P, Ba 295, 9 cf. Lagarde 194, 59, Ambr. 2 129 — ϲπονδή cf. Ba 295, 10 ═ P; Lagarde 183, 37 τοῦτο cf. Thdr. Quaest. in Ex. interr. 29, 30, PG 80, 257 c, 260 a, Et. M. 574, 90 130 ἄρτοϲ—χορηγούμενοϲ Thdr. in Ps. 77, 25, PG 80, 1489 c 131 ═ Anonym. Treu ap. Preger 27 132 cf. Ambr. 31 133 — p. 317, 9 ἐδεήθη + vs. 12 ὁ δὲ — ἐφύλαξε + δεδεμένῳ 24 Georg. 235, 10—236, 6; 236, 13—22 cf. Herm. 21, 25) [*](130 ὅτι sq. ex v. Α1522 131 cf. v. Ω 177) [*](A(GFVM)) [*](127 om. A mg. Ar 3 ζήτει—Πρίϲκοϲ om. V καὶ ζήτει Ar ὅτι GVM; Χριϲτὸϲ θάπτεται mg. add. M 10 ἀγγέλου AF: ἀγγέλων GVM; ἄρτοϲ ἀγγέλων τὸ μάννα mg. add. M; Δαβίδ· ἄρτον ἀγγέλων ἔφαγεν ἄνθρωποϲ (Ps. 77, 25). τούτεϲτι τὸ μάννα ὡϲ ὑπ᾿ ἀγγέλου χορηγούμενον mg. infer add. Ar ὅτι 11 ἀμβλίϲιον om. AF 14 οἴκου] οἶκοϲ οὗτοϲ ὃ νῦν Ῥω(μαῖοι?) Δ(ιί)π(πιον) (cf. Preger 169 8) γέροντοϲ· τὸ μυρέλαιον (cf. Preger 253, 1) mg. add. Ar; χεῖρεϲ τῶν Ἀμαϲτρια(νῶν) (cf. Preger 179, 3 et 203, 11) mg. inter. add. M τὸ νῦν λεγόμενον μυρέλαιον. μόδιοϲ χαλκοῦϲ mg. exter. add. M 16 πάντεϲ om. ἀγοράζουϲιν GVM 18 Οὐαλεντιανὸϲ GV 20 χεῖρεϲ] θῦρεϲ V 22 ἔξαμον Preger; ϲτήλη· ἔξαμμον mg. add. M 24 ὑπὸ A: ὑποὺ GVM 25 Μανάιδοϲ V)

317
τὸν μέγαν Ἡϲαΐαν πρίϲαϲ καὶ τὴν Ἱερουϲαλὴμ αἱμάτων ἀθῴων πληρώϲαϲ οὐχ ἧττον εἰδωλολάτρηϲε τῶν Ἀμοραίων καὶ μέντοι καὶ τὸν οἶκον κυρίου καταμολύναϲ καὶ τετραπρόϲωπον εἴδωλον τοῦ Διὸϲ ἐν αὐτῷ ϲτήϲαϲ οὐ διέλειπεν οἰωνιζόμενοϲ καὶ φαρμακεύων καὶ αἰϲχρουργῶν καὶ μοιχώμενοϲ καὶ πᾶν εἶδοϲ κακίαϲ μεθ᾿ ὑπερβολῆϲ διαπραττόμενοϲ. διὸ καὶ κατὰ θείαν ὀργὴν ϲυλληφθεὶϲ ὑπὸ Μαροδὰχ βαϲιλέωϲ Ἀϲϲυρίων δέϲμιοϲ εἰϲ Νινευὴ τὴν πόλιν αἰχμάλωτοϲ ἀπήχθη, καὶ ἐϲ τὸ χαλκοῦν ἄγαλμα καθείρχθη. ϲυνιεὶϲ δὲ ἐπὶ τοῖϲ πλημμελήμαϲιν ἀξίαν εἰληφέναι τὴν τιμωρίαν ἐδεήθη τοῦ κυρίου ϲυγγνῶναί οἱ ἐπὶ ταῖϲ ἁμαρτίαιϲ· μὴ γὰρ εἶναι μέγα θεοῦ ἐγκώμιον, εἰ δίκαιον ϲώϲειεν· ἀγαθοῦ δέ, εἰ μετάνοιαν ἁμαρτωλοῦ προϲοῖτο. καὶ τὸ μὲν ἄγαλμα θείᾳ δυνάμει διερράγη. ὁ δὲ θεὸϲ ἠγάθυνε τὸν βαϲιλέα καὶ εἰϲ Ἰερουϲαλὴμ αὐτὸν ἐξέπεμψεν. ὁ δὲ ἐπανελθὼν καὶ θείαϲ χρηϲτότητοϲ πεῖραν λαβὼν πᾶϲαν μὲν εἰδωλικὴν κατέϲτρεψε ϲκηνήν· τὸ δὲ ἱερὸν τοῦ θεοῦ ἥγνιϲε καὶ τὸν νόμον ἐφύλαξε καὶ τὴν πόλιν τειχίϲαϲ καὶ ἐπικτίϲαϲ διεῖπε δικαίωϲ καὶ εὐϲεβῶϲ. δεδεμένῳ δὲ ὄντι ἐν φυλακῇ ἐν πέδαιϲ χαλκαῖϲ ἐν Βαβυλῶνι ἐδίδοϲαν αὐτῷ ἐκ πιτύρων ἄρτον βραχὺν καὶ ὕδωρ ὀλίγον ϲὺν ὄξει μετρητῷ, πρὸϲ τὸ ζῆν αὐτὸν καὶ μόνον. καὶ τότε προϲηύξατο πρὸϲ κύριον· κύριε παντοκράτορ· καὶ ἐπακούϲαϲ ὁ θεὸϲ τῆϲ φωνῆϲ αὐτοῦ ἔλυϲεν αὐτὸν ἀπὸ τῶν δεϲμῶν καὶ ὑπέϲτρεψεν εἰϲ Ἱερουϲαλήμ· καὶ λατρεύϲαϲ κυρίῳ ἐξ ὅληϲ καρδίαϲ ἐλογίϲθη δίκαιοϲ.

134 Μανδαλωτόν: εἶδοϲ φιλήματοϲ ποικίλον καὶ ἡδύ. θηλυδριῶδεϲ [*](Ar.) καὶ κατεγλωττιϲμένον καὶ μανδαλωτόν. Ἀριϲτοφάνηϲ φηϲί.

135 Μανδάτωροϲ: εἶδοϲ ἀξιώματοϲ.

[*](Δ)

136 Μανδραγόραϲ: ὑπνωτικὸϲ καρπόϲ. ἢ λήθηϲ ποιητικόϲ. [*](Σ Rhet.) καὶ φανεῖται πολὺν τὸν μανδραγόραν ἐκπεπωκώϲ.

137 Μανδραγορίζω.

[*](Δ)

138 Μάνδρων: ὄνομα κύριον. καὶ ζήτει περὶ τούτου παροιμίαν ἐν τῷ ἐγένετο [*](Suid.) καὶ Μάνδρωνι.

139 Μανδύαϲ: εἶδοϲ ἱματίου, ὅπερ καλεῖται λωρίκιον.

[*](Σ)

140 Μάναιχμοϲ, Ἀλωπεκοννήϲιοϲ, κατὰ δέ τιναϲ Προικοννήϲιοϲ, [*](Hesy.) [*](134 Ar. Th. 131—2 c. sch. cf. sch. Ach. 1201, H 135 l. ═ Ambr. 79, Ps. Herodian. 193 136 — καρπόϲ ═ P, Ba 295, 11, sch. Pl. Rep. 488 c cf. H λήθηϲ ποιητικόϲ cf. Bk. 280, 20, unde Et. M. 574, 60 καὶ sq. lul. ep. 81 vs. 11—2 137 ═ Ambr. 274 139 ═ P, Ba 295, 12 cf. H) [*](134 cf. v. Κ 912) [*](1 Ἡϲαΐαν] Μαναϲϲῆϲ πρίζει Ἡϲαίαν τὸν ἅγιον mg. add. Ar Ἡϲαΐαϲ πρίζεται A(GFVM) mg. add. M 10 θεοῦ] θυῶν V cf. p. 319, 4 11 ἀγαθοῦ] ἀγαϲτὸν M. Schmidt δέ om. V 13 θείαν A 16 διεῖπε] ἤγουν διωχηνόμεν(ον) διεκυβέρνα ss. V 18 ὀλίγον] ὅλον V 19 κύριον] τὸ add. A παντοκράτωρ M, v. l. Georg. 20 ἐπάκουϲον V 25 Μαμάντωροϲ F 26 λήθηϲ] λίθοϲ FV 27 ἐκπεπτωκώϲ F, v. l. lul. 137 post 140 A 28 Μανδραγωρίζω AV 138 om. AF post 135 V 29 καὶ — 30 Μάνδρωνι om. V 32 κατὰ—Προικοννήϲιοϲ om. GM)

318
φιλόϲοφοϲ Πλατωνικόϲ. ἔγραψε φιλόϲοφα· καὶ εἰϲ τὰϲ Πλάτωνοϲ Πολιτείαϲ βιβλία γ΄.