Suidae lexicon
Suda
Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935
1205 Μολπή: ᾠδή. παρὰ Ὀμήρῳ δὲ τὸ παίγνιον. μολπῇ τ᾿ [*](Σ) ὀρχηθμῷ τε· τὰ γάρ τʼ ἀναθήματα δαιτόϲ. καὶ αὖθιϲ· μολπῆϲ δ’ [*](Hom.) οὐ λῆγε μελιτερπέοϲ.
[*](Anth.)1206 Μόλπιϲ: μετὰ τοὺϲ λ΄ δέκα ἄνδρεϲ ἦρχον ἐν τῷ Πειραιεῖ, ὧν [*](Harp.) εἷϲ ἦν ὁ Μόλπιϲ.
1207 Μολύβδαινα: μολυβδίδα.
[*](Σ)1208 Μολυβδίνη: ὄνομα πόλεωϲ.
[*](Δ)1209 Μόλυβδοϲ· εἰϲ ἐλαϲμοὺϲ μολύβδων γράφοντεϲ.
[*](Suid.)1210 Μολύνω· αἰτιατικῇ.
[*](Synt.)1211 Μολυρίϲ, Μολυρίδοϲ. μολυρίδαϲ τὰϲ ἀκρίδαϲ φαϲί.
[*](Δ)1212 Μομβρώ: ἡ μορμώ. καὶ τὸ φόβητρον.
[*](Σ)1213 Μονανδρεῖ. οὐκ ᾔδειϲαν Αἰγυπτίων αἱ γυναῖκεϲ τὸ παλαιὸν [*](Δ) μονανδρεῖν.
1214 Μοναρχία: μονοκρατία. Πολύβιοϲ· ἡ τῶν μονάρχων ἀϲφάλεια [*](Δ) τοπαράπαν ἐν τῇ τῶν ξένων εὐνοίᾳ κεῖται καὶ δυνάμει. καὶ [*](Ε) Μοναρχῶ· γενικῇ.
[*](Synt.)1215 Μοναχῇ: ἐπίρρημα, ἀντὶ τοῦ μοναχῶϲ. Ξενοφῶν· ὡϲ ἐπὶ [*](Δ) τῇ ὑπερβολῇ τοῦ ὄρουϲ, ἥπερ μοναχῇ εἴη πορεία, ἐπιθηϲόμενοι τοῖϲ [*](Ε) Ἕλληϲι.
1216 Μοναχόϲ· φηϲὶ Διονύϲιοϲ· ἡ δὲ τῶν τελουμένων ἁπαϲῶν [*](E V) ὑψηλοτέρα τάξιϲ ἡ τῶν μοναχῶν ἐϲτιν ἱερὰ διακόϲμηϲιϲ, πᾶϲαν μὲν ἀποκεκαθαρμένη κάθαρϲιν ὁλικῇ δυνάμει καὶ παντελεῖ τῶν οἰκείων [*](1203 Ar. Ran. 55 c. sch. 1204 Polyb. 15, 21, 1 —2 ═ Ε V 2, 140, 1 7 23 1205 — ᾠδή ═ P, Ba 303, 3, Σa cf. Zon. 1369, sch. Α 472, Apion, H παίγνιον sch. δ 19 (ed. Dind.; Aristonic.) ═ Zon. 1369 (cf. Bielohlawek, Wiener St. 44, 3 sqq. 125 sqq.); α 152 μολπῆϲ sq. Anth. 7, 25, 9 1206 Harp. ═ P 1207 ═ P, Ba 303, 4 cf. H, sch. Ω 80, Et. M 590, 11 1208 ═ Armbr. 899, Theognost. An. Ox. 2, 113, 33 1210 cf. Synt. Laur. 1211 cf. Ambr. 890 1212 ═ P, H 1214 ἡ— δυνάμει Polyb. 11, 13, 8 Μοναρχῶ sq. ═ Synt. Gud. 1215 ὡϲ sq. Xen. An. 4, 4, 18 1216 — p. 408, 15 ἱερουργουμένη Georg. 337, 8—338, 11 EV 1,125, 20—126, 17) [*](1203 cf. 1053 1204 cf. v. Δ 412 1205 cf. 541 1209 ex v. E 746) [*](1 Ἀριϲτοφάνηϲ 3 λωποδύται om. F 2 ἐπὶ— 3 λωποδύται om. G V; A(GFVM) παὶ προεγράφη add. G 3 δὲ A: om. M 4 οὖτοϲ— 9 ἐξουϲίαν] ὄνομα κύριον F 3 μετὰ—14 Μόλπιϲ] ὄνομα κύριον F 15 μολυβδίδα] nov. gl. M 1209 —10 om. AFV; Μολύνω καὶ μολῦναι· αἰτιατικῇ mg. add, Ar 19 Μολυρίϲ om. ιϲ supra Μολυρίδοϲ add. A cf. Ambr. μολυρίδαϲ] nov. gl. A)
1217 Μόναιϲοϲ: ὄνομα κύριον.
1218 Μονειφορῶ: ἓν ἱμάτιον φορῶ.
1219 Μονήρηϲβίοϲ. τοῖϲ τὸν μονήρη ἐπανῃρημένοιϲ βίον οὕτω διάγειν ὡϲ μονήρη, καὶ τὸν ἱερᾶϲθαι λαχόντα ὁϲίωϲ ἱερατεύειν, καὶ ἕκαϲτον ἃ ἤϲκηται μετιέναι.
1220 Μονήτα: ἡ Ἣρα παρὰ Ῥωμαίοιϲ ἐξ αἰτίαϲ τοιᾶϲδε. Ῥωμαῖοι δεηθέντεϲ χρημάτων ἐν τῷ πρὸϲ Πύρρον καὶ Ταραντίνουϲ πολέμῳ ηὔξαντο τῇ Ἥρᾳ· τὴν δὲ χρῆϲαι αὐτοῖϲ, εἰ τῶν ὅπλων ἀνθέξονται μετὰ δικαιοϲύνηϲ. χρήματα αὐτοῖϲ μὴ ἐπιλείψειν. τύχοντεϲ οὖν οἱ Ῥωμαῖοι τῆϲ αἰτήϲεωϲ ἐτίμηϲαν Ἥραν Μονήταν, τουτέϲτι ϲύμβουλον, τὸ νόμιϲμα ἐν τῷ ἱερῷ αὐτῆϲ ὁρίϲαντεϲ χαράττεϲθαι.
1221 Μονιόϲ: ἄγριοϲ ὗϲ. ὁ μεμονωμένοϲ· ἢ ὁ μονόλυκοϲ.
1222 Μονίπποιϲ: τοῖϲ ἐπὶ ἑνὸϲ ἵππου ἀγωνιζομένοιϲ δρόμον.
1223 Μονιτάριοι: οἱ περὶ τὸ νόμιϲμα τεχνῖται· οἳ ἐπὶ Αὐρηλιανοῦ διέφθειραν τὸ νόμιϲμα καὶ τὸν ἴδιον ἄρχοντα Φηλικήϲμον ἀνελόντεϲ [*](1216 vs. 15 ἐκεῖϲε sq. Th. Simoc. 1, 14, 8 cf. Byz. Zt. 23, 60 1217 cf. Ambr. 853 ═ 857 1218 cf. Ambr. 931, Zon. 1373 1219 — βίοϲ cf. H 1221 — ὗϲ ═ P, Σα, Ba 303, 6 cf. H ὁ sq. Thdr. in Ps. 79, 14 (PG 80, 1516b c) contulit Pearson 1222 ═ P cf. Paus. Att. fr. 259 ex Eust. O. 1539, 30 1223 cf. Eutrop. p. 159) [*](A(GFVMB)) [*](6 τελειωτάτην GF τελειότητα V ἀγομένην M ἀγομένηϲ G 10 ϲυμπίξεϲιν G ϲυμπήξεϲιν V 13 οὐχ] ὡϲ οὐχ F 14 ἱεραρχικῆϲ] ἱεραρχικῶϲ GM ἱερουργικῆϲ Exc. Georg. 14. 15 τελειτουργίᾳ F, Exc. ἱερουργίᾳ G τελετουργίᾳ Georg. 15 περὶ — 18 κρείττονα mg V 15 ἐκεῖ V 16 17 κατωνομάζοντο F 19 Μόναυϲοϲ V 20 Μονειμοφορῶ B cf. Zon. Μονηφορῶ ed. pr., Ambr. Zon. 21 τοῖϲ] τοὺϲ Bhd. ἐπανῃρημένον βίον V βίον ἐπανηρῃμένοιϲ GF ἐπανηρημένουϲ β. Bhd. 27 αὐτοὺϲ Bhd. 30 ὁ pr. ex A solo 32 περὶ] ἐπὶ F)
1224 Μονογενῆ: τὴν μονότητα. Δαβίδ· καὶ ἐκ χειρὸϲ κυνὸϲ τὴν μονογενῆ μου.