Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

1185 Μόδιοϲ· καὶ ζήτει ἐν τῷ Μαναΐμ.

[*](Σ)

1186 Μόθοϲ: μάχη, πόλεμοϲ, τάραχοϲ, φόβοϲ, ϲπᾶϲιϲ, θόρυβοϲ.

[*](Ar.)

1187 Μόθων: ὁ φορτικὸϲ καὶ ἄτιμοϲ. καὶ εἶδοϲ αἰϲχρᾶϲ καὶ δουλοπρεποῦϲ ὀρχήϲεωϲ, καὶ φορτικῆϲ.

[*](Ar.)

1188 Μόθωνεϲ: παρὰ Ἀριϲτοφάνει οἱ εὐτελεῖϲ· μόθωναϲ γὰρ ἐκάλουν τοὺϲ παρεπομένουϲ τοῖϲ ἐλευθέροιϲ παῖδαϲ οἱ Λάκωνεϲ. ἔϲτι δὲ καὶ γένοϲ ὀρχήϲεωϲ.

[*](Δ)

1189 Μοθώνη: ὄνομα πόλεωϲ. καὶ Μοθωναῖοϲ, ὁ πολίτηϲ.

[*](Δ)

1190 Μοθωνία: ἡ ἀλαζονεία. παρὰ τὸ μόθοϲ. ἔϲτι δὲ καὶ χώρα.

[*](Ar.)

1191 Μολγόϲ: ὁ βραδύϲ· ἢ ὁ τυφλόϲ. οὕτω δὲ ἔλεγον τοὺϲ ἐξαμέλγονταϲ καὶ κλέπτονταϲ τὰ κοινά. ἢ ὁ πένηϲ, παρὰ τὸ ἀμέλγεϲθαι καὶ ζημιοῦϲθαι. Ἀριϲτοφάνηϲ· μολγόν ϲε ποιήϲω. παρὰ δὲ τοῖϲ κωμικοῖϲ μολγόϲ, ὁ μοχθηρόϲ. λέγεται δὲ καὶ ἀμολγὸϲ ὁ αὐτόϲ. ἀμολγὸϲ γοῦν ὁ ἀμέλγων τὰ κοινά.

[*](Σ)

1192 Μολεῖν: ἐλθεῖν.

[*](Δ)

1193 Μόλιϲ.

[*](Δ)

1194 Μόλιβοϲ· μόλυβδοϲ δέ.

[*](Δ)

1195 Μολοβρίϲ· καὶ Μολοβρόϲ, ὁ πτωχόϲ.

[*](Δ)

1196 Μολοθρόϲ.

[*](Δ)

1197 Μόλοϲ: ὄνομα κύριον.

[*](Δ)

1198 Μολοϲϲὸϲ καὶ Μολοττὸϲ κύων: ὁ ποιμενικόϲ, καὶ μέγαϲ.

[*](Suid.)

1199 Μολοττόϲ· ὅτι οἱ Μολοττοὶ ἐν τοῖϲ ὁρκωμοϲίοιϲ κατακόπτοντεϲ εἰϲ μικρὰ τὰϲ βοῦϲ τὰϲ ϲυνθήκαϲ ἐποιοῦντο. καὶ ζήτει ἐν τῷ βοῦϲ ὁ Μολοττῶν.

[*](Σ)

1200 Μολοῦϲα: παραγενομένη, πορευθεῖϲα.

[*](Ecl.)

1201 Μολόχ: εἴδωλον τῶν Μωαβιτῶν.

[*](Σ)

1202 Μολών: ἐλθών, ἐληλυθώϲ.

[*](1183 ═ P, Ba 302, 25 (in Δ 27) cf. Et. M. 589, 53, H 1184 cf. Ps. Herodian. 87 1186 ═ P, H cf. Et. Gen., Et. M. 589, 54; — μάχη ═ Ambr. 832, Ps. Herodian. 87 cf. sch. H 117 et Apion ap. Ap. S. 113, 16 1187 sch. Ar. Pl. 279 1188 sch. Ar. Eq. 634 cf. sch. Ar. Pl. 279, H 1189 — πόλεωϲ ═ Ambr. 898, Ps. Herodain. 87. Μοθωναῖοϲ sq. cf. Ambr. 883, Zon. 1365 1190 — μόθοϲ cf. Et. M. 589, 57, H. χώρα ═ Zon. 1368 cf. Ambr. 914 et 916 1191 Ar. Eq. 963 c. sch. cf. H 1192 ═ P, Ba 303, 1 cf. H, Byz. Zt. 16, 63 1193 ═ Ambr. 944 1194 cf. Ambr. 824, Et. M. 590, 6, Ap. S. 113, 26 (in π 219) 1197 ═ Ambr. 859 1200 ═ P, Ba 303, 2 cf. H, sch. Z 286 1201 cf. An. Ox. 2, 460, 10 aliter Ambr. 1065 1202 ═ P, Ba 303, 5 cf. H, sch. Z 286)[*](1191 cf. v. ψωλόϲ 1192 cf. 1202 1199 ex v. B 463 1202 cf. 1192)[*](A(GFVMB))[*](4 ϲπᾶϲιϲ] ϲτάϲιϲ ex Hes. Kust. 6 καὶ φορτικῆϲ om. AFV 1188 om. A 7 Μόθων F 8 παῖδαϲ post παρεπομένουϲ transpos. G οἱ Λάκωνεϲ om. F 9 καὶ om. F 11 καὶ om. F 16 γοῦν] οὖν F 1193 post 1194 GM, ordo poscit 20 Μολοβρὶϲ καὶ M.] Μολοβρόϲ ss. ιϲ A 1197—1202 om. A 22 κύριον] καὶ ὁ in lac. add. MB 1199 om. F mg. Ar post 1201 GMac post 1203 V 25 καὶ — Μολοττῶν om. V 28 ἐλθών] ὁ ἐ. GM)
407

1203 Μόλων: ὄνομα κύριον. Ἀριϲτοφάνηϲ· μικρόϲ, ἡλίκοϲ Μόλων. [*](Ar.) ἐπὶ τῶν βραχυϲωμάτων ἀνθρώπων. πόϲοϲ πόθοϲ; μικρόϲ, ἡλίκοϲ Μόλων. Μόλωνεϲ δὲ δύο, ὑποκριταὶ καὶ λωποδύται.

1204 Μολπαγόραϲ· οὗτοϲ ἦν παρὰ τοῖϲ Κείοιϲ καὶ λέγειν καὶ [*](E V) πράττειν ἱκανόϲ, κατὰ δὲ τὴν αἵρεϲιν πλεονέκτηϲ. ὃϲ πρὸϲ χάριν ὁμιλῶ τῷ πλήθει καὶ τοὺϲ εὐκαιροῦνταϲ τοῖϲ βίοιϲ ὑποβάλλων τοῖϲ ὄχλοιϲ καί τιναϲ ἐϲ τέλοϲ ἀναιρῶν, τινὰϲ δὲ φυγαδεύων καὶ τὰϲ οὐϲίαϲ τούτων δημεύων καὶ διαδιδοὺϲ τοῖϲ πολλοῖϲ ταχέωϲ τῷ τοιούτῳ τρόπῳ περιεποιήϲατο μοναρχικὴν ἐξουϲίαν.