Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

1225 Μονόζωνοι: ἔφοδοι βάρβαροι· ἢ ἀπελάται μάχιμοι. Σοφοκλῆϲ· [*](Σ) εἰ δ’ ἄνδρ’ ἕν’ οἰόζωνον αὐδήϲει, ϲαφῶϲ τοῦτ’ ἐϲτιν ἤδη τοὖργον [*](Soph.) εἰϲ ἐμὲ ῥέπον.

1226 Μονόζωνοι: οἱ τίμιοι τῶν ϲτρατιωτῶν, οἱ μὴ τὸν αὐτὸν τοῖϲ ἄλλοιϲ ζωϲτῆρα φοροῦντεϲ· οἱ ἀϲύντακτοι καὶ ὡϲανεὶ λῃϲταί. 1227 Μονοείμονα: μονοχίτωνα.

1228 Μονόκερωϲ: ζῷον, ὃ παρὰ τῆϲ φύϲεωϲ ἓν κέραϲ ἔλαβεν. [*](Thdr.) οὕτω καὶ οἱ τῆϲ εὐϲεβείαϲ τρόφιμοι μίαν προϲκυνοῦϲι θεότητα. Δαβίδ· καὶ ὑψωθήϲεται ὡϲ μονοκέρωτοϲ τὸ κέραϲ μου.

1229 Μονοκρήπιδι: τῷ Ἐρμῇ. φαϲὶ γὰρ τὸν θεὸν τοῦτον Περϲεῖ ἐπὶ τὴν τῆϲ Γοργοῦϲ τομὴν ἀπιόντι τὸ ἕτερον τῶν ὑποδημάτων δόντα, τὸ ἕτερον ἔχειν μόνον.

1230 Μονόλοπα: μονόδερμα, μονόφυλλα.

[*](Σ)

1231 Μονομαχοτροφεῖον.

[*](Δ)

1232 Μόνον καὶ ἐν διαφέρει: μονὰϲ ἡ ἐν τοῖϲ νοητοῖϲ οὖϲα, ἓν δὲ τὸ ἐν τοῖϲ αἰϲθητοῖϲ ἀριθμοῖϲ. καὶ ἡ μὲν μονὰϲ κατὰ τὴν ἰϲότητα καὶ μέτρον λαμβάνεται, ἡ δὲ δυὰϲ καθ’ ὑπερβολὴν καὶ ἔλλειψιν.

1233 Μονονοῦ: ἀντὶ τοῦ μονονουχί.

1234 Μονονουχί: ϲχεδόν, ἐγγύϲ. ἀντὶ τοῦ κυρίωϲ εἰπεῖν ἢ παρ’ [*](Σ) ὀλίγον εἰπεῖν. μονονουχὶ τὸ τῆϲ τραγῳδίαϲ ἐπιφθεγγόμενον· ἐχθρῶν [*](Ecl.) ἄδωρα δῶρα.

[*](EL)

1235 Μόνοϲ θεῶν θάνατοϲ οὐ δώρων ἐρᾷ· Αἰϲχύλοϲ φηϲί.

[*](Soph.)

1236 Μονοϲτόλῳ: μίαν ϲτολὴν ἔχοντι.

[*](Σ)

1237 Μονότροποϲ: μόνοϲ τραφείϲ, ἀγαθόϲ, ἀγύναιοϲ.

1238 Μονοτρόπουϲ: τοὺϲ ἔνα ϲκοπὸν ἔχονταϲ καὶ τῆϲ ἀρετῆϲ [*](Thdr.) μόνηϲ ἐπιμελουμένουϲ καὶ μὴ νῦν μὲν ταῦτα, νῦν δὲ ἐκεῖνα προαιρουμένουϲ.

1239 Μονουχία: ὁ μόνοϲ βίοϲ, χωρὶϲ γάμων.

[*](Σ)[*](1224 Ps. 21, 21 c explic. 1225 — μάχιμοι═ P. Ba 303, 8 cf. H (in 4 Reg. 5, 2) εἰ sq Soph. 0T 846— 7 c. sch. οἰόζωνον: μονόζωνον 1226 ═ Olympiodor. in Job 29, 25 PG 93, 308 b 4227 ═ P, Ba 303, 7 1228 Thdr. in Ps. 91, 11 PG 80, 1620 b 1229 Artem 4, 63 p 241, 7 sq. 1230 ═ P, Ba 303, 9 cf. H 1232 fort. e vita Pythag 1234 — ἐγγύϲ ═ P, Ba 303, 10, sch Pl. Ax. 365 b cf. H, Zon 1373 κυρίωϲ— εἰπεῖν ═ An. Ox 2, 460, 12 vs. 24 μονονουχὶ sq. Th. Simoc. 7, 15, 1  ═ EL 226, 18 —9 1235 Aeschyl. fr. 161 ex sch. Soph El. 139 1236 ═ P, Ba 303, 11 1237 ═ P, Ba 303, 12 cf. H 1238 Thdr. in Ps. 67, 7 PG 80, 1380 a 1239 ═ P)[*](1235 cf. vv. Θ 45 et Π 14)[*](1. 2 ὑπερβαλούϲῃ V 1233 om. AFV 25 δῶρα] κοὐκ ὀνήϲιμα F cf. Th., A(GFVM) fort e Soph. 28 ἀγαθόϲ] ἄγαμοϲ Rigaltius 29 τῆϲ om. F 30 μόνουϲ VM om. G ἐκείνου F)
410
[*](Δ |)

1240 Μονουχιῶνοϲ. ὄνομα μηνόϲ.

[*](Δ)

1241 Μονοχίτωνοϲ.

[*](Σ)

1242 Μονῳδεῖν: τὸ θρηνεῖν· ἐπιεικῶϲ γὰρ πᾶϲαι αἱ ἀπὸ ϲκηνῆϲ [*](Ar.) ᾠδαὶ ἐν τῇ τραγῳδίᾳ θρῆνοί εἰϲιν. Ἀριϲτοφάνηϲ· εἶτ᾿ ἀνέτρεφον μονῳδίαιϲ Κιφηϲοφῶντα μιγνύϲ. οὗτοϲ ὁ Κιφηϲοφῶν δοῦλοϲ ἦν ϲυμπονῶν αὐτῷ μάλιϲτα τὰ μέλη. ἐκωμῴδει ϲυνεῖναι τῇ γυναικί.

[*](Ar.)

1243 Μονωδεῖν ἐκ Μηδείαϲ· ὀλόμαν, ὀλόμαν, ἀποχειρωθεὶϲ τὰϲ ἐν τεύτλοιϲι λοχευομέναϲ. περὶ Μελανθίου λέγει τοῦ ὀψοφάγου, ὅτι ἀφικόμενοϲ ἐν τῇ ἀγορᾷ ἀψωνῆϲαι ἐγχέλειϲ καὶ μὴ εὑρὼν ϲχετλιάϲοι· παρόϲον οἱ μάγειροι μετὰ τεύτλων ἕψουϲι τὰϲ ἐγχέλειϲ.

[*](Σ)

1244 Μονῳδία: ἡ ἀπὸ ϲκηνῆϲ ᾠδὴ ἐν τοῖϲ δράμαϲι. καὶ μονῳδεῖν τὸ θρηνεῖν. Μονῳδία λέγεται, ὅταν εἷϲ μόνοϲ λέγῃ τὴν ᾠδὴν καὶ οὐχ ὁμοῦ ὁ χορόϲ. Μονῳδία ἐϲτὶ θρῆνοϲ ᾠδῆϲ μήτε προϲωποποιΐαν ἔχων μήτ᾿ ἠθοποιΐαν. καὶ τὸ μεῖζον, οἱ μὲν ἄλλοι τοὺϲ ἐκπεπτωκόταϲ ϲοφίαϲ θρηνοῦϲι, ϲὺ δὲ ὡϲ ἀλιτηρίουϲ καὶ μηδέποτε γευϲμένουϲ αὐτῆϲ τεθρήνηκαϲ.

[*](EV.)

1245 Μόξοϲ, Λυδόϲ· ὃϲ πολλὰ καὶ καλὰ ἐργαϲάμενοϲ καὶ τὸν Μήλην τῆϲ τυραννίδοϲ καθελὼν τοῖϲ Λυδοῖϲ παρεκελεύϲατο τὴν δεκάτην ἀποδοῦναι, καθ᾿ ὃ ηὔξατο, τοῖϲ θεοῖϲ, οἱ δὲ ἐπείθοντο καὶ ἀπαριθμοῦντεϲ τὰ κτήματα ἐξῄρουν δεκάτην ἀπάντων καὶ κατέθυον. ἐκ τούτου μέγιϲτοϲ αὐχμὸϲ καταλαμβάνει Λυδίαν. καὶ πολλὰϲ ϲτρατιὰϲ λέγεται πεποιῆϲθαι. καὶ ἦν αὐτοῦ κλέοϲ μέγιϲτον ἐν Λυδοῖϲ ἐπί τε ἀνδρείᾳ καὶ δικαιοϲύνῃ. ταῦτα πράξαϲ ἐπὶ τὴν Κράβον ἐϲτάλη καὶ ταύτην εἷλε καὶ ἐπόρθηϲε, τοὺϲ δὲ ἀνθρώπουϲ εἰϲ τὴν πληϲίον λίμνην ἀγαγὼν κατεπόντωϲε.