Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

726 Καταπραγματεύω καὶ Καταπραγματεύομαι· γενικῇ.

[*](Synt.)

727 Καταπρηϲθῇ: κατακαυθῇ. κελεύϲαντοϲ Κύρου, ἵνα καταπρηϲθῇ ζῶν.

728 Καταπροήϲεται: καταπροδώϲει. ὠμοϲάτην ὅϲοι δεινότατοι Χριϲτιανοῖϲ ὅρκοι ὀνομάζονται, μή ποτε ἀλλήλω καταπροήϲεϲθαι ἄχρι [*](Ε) τῶν ἐϲ ὄλεθρον φερόντων.

729 Καταπροΐεμαι· αἰτιατικῇ.

[*](Synt.)

730 Καταπροΐξεται: καταψρονπήϲει, καταπροδώϲει. οἷον προῖκα [*](Σ) ἐκφύγοι. οὔτοι καταπροίξῃ, μὰ τὸν Ἀπόλλωνα, ταυτὸ δρᾶν. Ἀριϲτοφάνηϲ· [*](Ar.) οὔτοι, μὰ τὼ θεώ, ϲυ καταπροίξῃ λέγουϲα ταυτί. ἀντὶ τοῦ καταγελάϲῃ μου χωρὶϲ ζημίαϲ. προῖκα γὰρ ἔλεγον τὴν ζημίαν. Ἡρόδοτοϲ· οὐ γὰρ δὴ ἐμέ γε ὧδε λωβηϲόμενοϲ καταπροΐξεται.

[*](Ε)

731 Καταπροΐξεται: ἡ πρὸ ἀντὶ τῆϲ παρά. προϊκνεῖϲθαι. τινὲϲ [*](Hdt.) δὲ ἀπὸ τοῖ ἵξεϲθαι, ὅ ἐϲτι δωρεάν τινα λαβεῖν. Ἀρχίλοχοϲ· εὖ δ᾿ ἐκεῖνοϲ οὐ καταπροΐξεται. Ἡρωδιανὸϲ δὲ ἐν Ἐπιμεριϲμοῖϲ παρὰ τὸ ἴϲϲω φηϲί. καὶ Ἀρχίλοχοϲ· προτείνω χεῖρα καὶ προΐϲϲομαι.

732 Καταπροΐξη: τουτέϲτιν οὐ μὴ καταφρονήϲειϲ. πεποίηται δὲ [*](Ar.) παρὰ τὴν προῖκα· οἷον οὐ δωρεάν μοῦ ἐγχανῇ.

733 Καταπροθυμοῦμαι· αἰτιατικῇ.

[*](Synt.)[*](718 ═ Synt. Laur. 719 Καταπολεμῶ ═ Ambr. 455 cf. Synt. Gud., Bk. 149, 30 720 cf. Synt. Gud., Bk. 149, 32 721 l. ═ L 722 ἣν sq. Polyb fr. 55 723 ═ Synt. Gud. 724 ═ P, Ba 271, 1, H 726 cf. Synt. Gud. et Bk. 152, 24 727 ad Croesum pertinere vid. Hemst. 728 — καταπροδώϲει cf. Et. M. 495, 37 ὠμοϲάτην sq. Proc. h. a. 2, 13 729 ═ Synt. Laur. et Gud. 730 — ἐκφύγοι ═ P, Ba 271,2 cf. H, Bk. 275, 30, gl. Hdt. 3, 36 οὔτοι pr.—δρᾶν Ar. Vsp. 366. οὔτοι alt.— ταυτί Ar. Th. 566. ἀντι—ζημίαν sch. Ar. Th. 566 sec. Wentzel οὐ sq. Hdt. 3, 156, 3 731 gl. Hdt. 3, 156 ═ Et. M. 689, 1 (partim ex Orione 133, 24) cf. 495, 32 et Miller, Mél. 179; sch. ρ 352; Archil. fr. 92 et 130; Herodian. gramm. I p. XXXII 732 sch. Ar. Eq. 435)[*](728 cf. v. Δ 351 730 Ar. Vsp. cf. v. Ε 1803)[*](3 Καταπολιτεύω—δοτικῇ om. F 8 Καταπορεύω G 725—6 om. F post ArF( GVM) 723 V 12 Καταπρηθῇ utrobique A Καταπριϲθῇ F ἵνα καταπρηϲθῇ] ἀνακαταπριϲθῇ F 14 ὠμοϲάτην G, Proc.: ὀμοϲάτην FVM ὠμοτάτην A 15 ἀλλήλων F, mss. Proc. 19 οὔτοι — 21 ζημίαϲ] καὶ καταπροδώϲει οἷον προῖκα ἐκφύγοι καὶ καταγελάϲ(ῃ) deinde 732 F 22 οὐ— καταπροΐξεται om. F 24 εὖ] ἐμεῦ gl. Hdt., Et., om. F 25 Ἡρωδιανὸϲ—26 χεῖρα om. F 27 καταφρονήϲῃϲ AFV 28 μου] μοι Bhd., om. F)
56
[*](Σ)

734 Κατὰ πρόϲκλιϲιν: καθ’ ἑτεροβάρειαν, ἢ ἑτερομέρειαν.

[*](Synt.)

735 Καταπτύω ϲου· γενικῇ.

[*](Σ)

736 Καταπύγουϲ: κιναίδουϲ.

[*](Σ)

737 Καταπυγῶν: καταϲελγαίνων.

[*](Σ + Ar.)

738 Καταπύγων: ὁ λάγνηϲ. ἡ δὲ μεταφορὰ ἀπὸ τῶν ἀλφίτων οὕτωϲ λεγομένων ἰχθύων, ὅτι ἕπονται κατ’ οὐράν. ἡ γενικὴ δὲ καταπύγωνοϲ· καὶ καταπύγωνα ἡ αἰτιατικὴ καὶ αἱ ἄλλαι πτώϲειϲ εὕρηνται. εὕρηται καὶ τὸ θηλυκὸν καταπύγων. καὶ ἡ πρᾶξιϲ καταπυγοϲύνη, τουτέϲτιν ἡ μαλακία.

[*](Ar.)

739 Καταπυγωνέϲτερον: μαλακώτερον, πορνικώτερον. οὐκέτι δόξειέ τι ἄλλο τι καταπυγωνέϲτερον εἶναι.

[*](Synt.)

740 Καταπυνθάνομαι· γενικῇ.

[*](Ε)

741 Κατάπτυϲτον: εὐτελέϲ, μιϲητόν. τὸ δὲ ταραντινίδιον λεπτόν τε ὂν καὶ ἀϲθενέϲ, ἐπεὶ μόνον ἐτάθη, κᾆτα ἀπορρήγνυται. ἡ δὲ περιαλγεῖ καί φηϲιν· ὦ κατάπτυϲτόν τε καὶ ἐπίρρητον ῥάκοϲ, οὐδὲ εἰϲ ταύτην μοι τὴν χρείαν ἐπιτήδειον ἐγένου. καὶ ῥίψαϲα αὐτὸ ξίφει ἑαυτὴν διεχρήϲατο.

[*](Ε)

742 Κατὰ πύϲτιν· ναῦται δέ τινεϲ κατὰ πύϲτιν ἐγχώριοι ἥκοντεϲ, οὐκ ἐδύναντο κεκρυμμένον ἀνιχνεῦϲαι· ἀποκέκρυπτο γάρ. Κατὰ πύϲτιν οὖν κατὰ φήμην.

[*](Σ)

743 Κατὰ ῥάβδον ἔφραϲε: κατερραψῴδηϲεν, ἢ κατὰ ϲτίχον διῆλθεν.

[*](Synt.)

744 Καταρρᾳθυμῶ· γενικῇ καὶ αἰτιατικῇ.

[*](Ε?)

745 Καταρράκται: πέτραι ἐν τῷ Ἴϲτρῳ ποταμῷ, ὄρουϲ τρόπον τινὰ ὑπὸ τῷ ῥεύματι ἐπὶ παντὸϲ τοῦ πλάτουϲ ὑποπεφυκότοϲ, οἷϲ ἅπαϲιν ὁ ποταμὸϲ ἐμπίπτων μετὰ μεγίϲτου πατάγου ἀνακόπτεται, καὶ καχλάζων περὶ ταῖϲ πέτραιϲ, ἔπειτα ὑπερφερόμενοϲ ἑλιγμούϲ τε καὶ παλιρροίαϲ καὶ χαρύβδειϲ, κυκλουμένου τοῦ ῥεύματοϲ, ἀποτελεῖ· καὶ τὸ ϲύμπαν, ὁ ποταμὸϲ κατὰ ταῦτα τὰ χωρία οὐ πολὺ ἀπέοικε τοῦ κατὰ Σικελίαν πορθμοῦ.

746 Καταράκτηϲ: εἶδοϲ ὀρνέου θαλαϲϲίου.

[*](734 ═ P, Ba 271, 4 cf. H; in Pauli 1 Tim. 5, 21 735 ═ Synt. Laur. cf. Gud. et An. Ox. 4, 295, 21 736 ═ P, Ba 270, 19 cf. H 737 ═ P, Ba 270,18 738 — καταπυγοϲύνη ═ P, Σa, Ba 270, 20. ἡ μαλακία cf. sch. Ar. Nu. 1023 739 Ar. Lys. 776 c. sch. 740 ═ Synt. Laur. et Gud. 741 τὸ sq. Aelian. fr. 12 743 ═ P, sch. Pind. l. 4, 63d 745 Eunapio vel Men. Prot. attr. Kust.)[*](738 Ar. cf v. Α 2684 741 cf. v. ταραντινίδιον 746 cf. v. Η 302)[*](ArF(GVM))[*](1 πρόϲκληϲιν V, Phot. cf. Hes. 3 κιναίδου F 6 οὕτω F γενικὴ — 8 πρᾶξιϲ] δὲ F 6. 7 καταπύγονοϲ cett. Phot. Σa Ba cf. Ambr. 130, Et. M. 512, 12 7 αἰ ex A, Phot. Σa Ba 8 καταπυγωϲύνη FGVM. ζήτει τὴν κλητικὴν εἴπερ γράφεται διὰ τοῦ ω μεγάλου mg. add. M 10 οὐκέτι— 11 εἶναι om. F 741 extra ord. 13 τὸ—17 διεχρήϲατο om. F 18 πτύϲτιν F ναῦται — 20 οὖν om. F 19 ἀπεκέκρυπτο ed. pr. 22 καὶ om. V 25 ποταμὸϲ] ποτε FV 26 περὶ om. F ἔπειτα—20 πορθμοῦ om. F 30 Καταρράκτηϲ G, v. Η 302)