Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

[*](Synt.)

706 Καταπειράζω· γενικῇ καὶ αἰτιατικῇ.

[*](Ε)

707 Καταπῆγαϲ: τὰ πηγνύμενα ξύλα ἐν τοῖϲ ὕδαϲιν. ἐπεὶ τὰ ὑποκείμενα οὐχ οἷά τε ἦν καταπῆγαϲ δέχεϲθαι, ὑφ’ ὧν ἔδει ϲυνέχεϲθαι τὰ ἐπὶ τοῦ ῥεύματοϲ καθιέμενα.

[*](Synt.)

708 Καταπηδῶ· αἰτιατικῇ.

[*](Σ)

709 Καταπημήνειε: καταβλάψειεν ἄν.

710 Κατὰ πῆχυν ἐπεδίδου: ἐπὶ τῶν ἐπὶ τὰ κρείττω προκοπτόντων. ὁ δὲ φιλόϲοφοϲ ἀνεμπόδιϲτοϲ εἰϲ ἐπίδοϲιν διετέλει καὶ ἐπεδίδου κατὰ πῆχυν, ὡϲ φάναι ἀτεχνῶϲ, ἄχρι τοῦ πανικοῦ δυϲτυχήματοϲ.

[*](Σ)

711 Καταπίονα: λιπαρά.

[*](Δ + Ε)

712 Καταπλῆγεϲ: κατεπτηχότεϲ. τούτων δὲ γενομένων οἱ ἐναντίοι καταπλῆγεϲ ἦϲαν.

[*](Harp.)

713 Καταπλήξ: ὁ ϲυνεχῶϲ πεπληγμένοϲ. Θεόπομποϲ· ἀλλ᾿ ἡ μὲν Εἰλείθυια ϲυγγνώμην ἔχει, ὑπὸ τῶν γυναικῶν οὖϲα καταπλὴξ τὴν τέχνην.

[*](Synt.)

714 Καταπληϲτεύω· γενικῇ καὶ αἰτιατικῇ.

[*](Synt.)

715 Καταπλήττω· αἰτιατικῇ.

[*](Σ)

716 Κατὰ πόδα: παραυτά, κατὰ τάξιν.

[*](Prov.)

717 Κατὰ ποδὸϲ βάϲιν: παροιμία ἐπὶ τῶν κατὰ μικρόν τι πραττόντων καὶ κατὰ τέχνην καὶ μὴ ἀθρόωϲ.

[*](699 δεϲμοῖϲ sq. Metaphr. PG 116, 553c 700 l. cf. L 701 cf. P 702 sch. Ar. Av. 89 704 Ar. Nu. 856—7 c. sch. 705 ἄλλωϲ sq. Dam. fr. 285 706 — γενικῇ ═ Synt. Laur cf. Gud. 708 ═ Synt. Laur. et Gud. 709 cf. P ═ Ba 270, 28, H 710 ὁ sq. Dam. fr. 166 711 ═ P, Ba 270, 29 cf. sch. Α 40, H 712 κατεπτηχότεϲ cf. H v. καταπεπληγώϲ 713 Harp.; — πεπληγμένοϲ ═ An. Ox. 2, 496, 21; Theopomp. com. fr. 59 (1, 749 K.) 715 ═ Synt. Laur. et Gud. 716 ═ P, Ba 270, 30, sch. Pl. Soph. 243d cf. H 717 ═ Cohn Z. d. P. 78, n. 59 710 cf. v. Ε 2307)[*](ArF(GVM))[*](3 ἐπτοήθη Hemst. et Valck.: ἐπτωήθη F ἐπτώθη AGVM 4 Καταπέντεροϲ G Καταπέρπεροϲ Phot. Port. 6 κατάραττει coll. 761 Bhd. cf. etiam v. Μ 1253 8 Ἀριϲτοφάνηϲ—10 πρεϲβύτηϲ om. F 11 ἄλλωϲ — 13 αἰτιατικῇ om. F 14"ἐπεὶ—17 αἰτιατικῇ om. F 14 ἐπεὶ] ἐπὶ Gsf. 18 ἄν om. ed. pr., Phot, Ba, Hes. 19 ἐδίδου F 20 ὁ — 21 δυϲτυχήματοϲ om. F 20 ἀνεμποδίϲτωϲ Bhd. 21 πανοικίου Toup, Hemst. post 716 Καταπειράζω· γενικῇ add. V cf. 706)
55

718 Καταπολαύω· γεννικῇ.

[*](Synt.)

719 Καταπολεμῶ ϲε.

[*](Δ)

720 Καταπολιτεύομαί ϲε. Καταπολιτεύω ϲοι δὲ δοτικῇ.

[*](Δ Synt.)

721 Καταποντωθῆναι: κινδυνεῦϲαι.

[*](Δ)

722 Καταπορευθέντων: ἐπανόδου τυχόντων τῶν φυγάδων. Πολύβιοϲ· [*](Ε) ἣν οὐχ οἷόν τε ἀναλαβεῖν, μὴ οὐχὶ καταπορευθέντων τῶν πεφυγαδευμένων.

723 Καταπορνεύω· γενικῇ.

[*](Synt.)

724 Κατὰ ποϲόν: πλεονάκιϲ.

[*](Σ)

725 Καταπότηϲ: λάρυγξ.