Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

57

737 Κατάρατοϲ: κατάραϲ ἄξιοϲ. οὕτω μὲν οὖν ὁ κατάρατοϲ ϲυνήθωϲ [*](Ε?) τὸν ἄνθρωπον ἐκήλει.

748 Καταρραψῳδήϲει: φλυαρήϲει.

[*](Σ)

749 Καταργῶ· αἰτιατικῇ.

[*](Synt.)

750 Κατάρδων: χέων ὑποϲχέϲειϲ καὶ καταβρέχων ὑμᾶϲ τοῖϲ ἐπαίνοιϲ [*](Ar.) ὡϲ φυτά. Ἀριϲτοφάνηϲ οὐκ ἀπατῶν, οὐδέ τιϲι μιϲθοὺϲ διδούϲ, ἵνα αὐτὸν ἐπαινέϲωϲιν, οὔτε κατάρδων, ἀλλὰ τὰ βέλτιϲτα διδάϲκων.

751 Κατὰ ῥέθοϲ: μέλοϲ. ἧϲ ἔπι καλὸν ἄμυξε κατὰ ῥέθοϲ Ἀφρογένεια. ἀντὶ [*](Suid.) τοῦ ἐϲπάραξεν, ἔξεϲεν.

752 Κατάρρηϲιϲ: κατάγνωϲιϲ.

[*](Σ)

753 Καταρητορεύω.

754 Καταριπόω.

[*](Suid.)

755 Κατὰ ῥοῦν: κατὰ τρόπον, κατʼ εὐθεῖαν. πλήρηϲ τε γὰρ ἡ [*](Σ) ϲελήνη ἐτύγχανεν οὖϲα, καὶ οὐ χαλεπὸν ἦν διὰ πάϲηϲ τῆϲ νυκτὸϲ [*](Ε) κατιέναι κατὰ ῥοῦν.

756 Καταρῶμαι· αἰτιατικῇ. οἱ καταρώμενοί ϲε κακατήρανται. δοτικῇ δέ· οὐ [*](Synt.) γὰρ τοῖϲ πρώτωϲ ἐπαινέϲαϲιν ἡμᾶϲ καταράϲομαι.

757 Καταρτίζω· αἰτιατικῇ. τελειῶ.

[*](Δ)

758 Καταρτύϲων: παραϲκευάϲων, εὐτρεπίϲων. Σοφοκλῆϲ· ὡϲ πρὸϲ [*](Soph.) τί λέξων ἢ καταρτύϲων μολεῖν; καὶ Ὅμηροϲ· Κλυταιμνήϲτρα δόλον ἤρτυεν.

759 Καταρχαί.

760 Κατάρχω ϲου· γενικῇ.

[*](Synt.)

761 Καταϲείει· αἰτιατικῇ. καταράττει, καταβάλλει.

[*](Σ)

762 Καταϲίνεϲθαι: καταβλάπτεϲθαι.

[*](Σ)

763 Καταϲκαφεῖ: δοτική.

[*](Δ)

764 Καταϲκεδάζειν· γενικῇ. ἔθοϲ ἦν Θράκιον ἐν τοῖϲ ϲυμποϲίοιϲ, [*](Σ) ἵνα, ὅταν πίωϲι τοῦ οἴνου οἱ ϲυμπόται ὅϲον δύνωνται, τὸ λοιπὸν τοῦ οἴνου καταχέωϲι κατὰ τῶν ἱματίων τῶν ϲυμποτῶν· ὃπερ ἔλεγον καταϲκεδάζει. οὕτωϲ Ξενοφῶν ἐν τῷ ζ΄ τῆϲ τοῦ Κύρου Ἀναβάϲεωϲ. [*](747 οὕτω sq. ad Aelian. fr. 239 rettulit Bruhn, Rh. Mus. 45, 278; si interpolata Metaphr. 748 ═ P, Ba 271, 6 cf. H 749 ═ Synt. Laur. et Gud. 750 Ar. Ach. 658 c. sch. 657— 752 ═ P, Ba 271, 7 755 — εὐθεῖαν ═ P, Σa πλήρηϲ cf. Arr. p 50 n. 184 R, sed non in fr. 756 οἱ—κεκατήρανται Numer. 24, 9. δοτικῇ ═ Synt. Laur. et Gud. 757 — αἰτιατικῇ ═ Synt. Laur., An. Ox. 4, 296, 9 Ambr. 513 758 Soph. OC 71 c. sch.; λ 438 760 ═ Synt. Laur. cf. Gud. 761 αἰτιατικῇ ═ Synt. Laur., An. Ox. 4, 295, 30 καταράττει sq. ═ P, Σa cf. H 762 ═ P, Ba 271, 9 cf. H 764 γενικῇ ═ Synt. Laur. et Gud. ἔθοϲ sq. ═ P cf. Ath. 4, 150 f, 151d; 10, 432a; Xen. An. 7, 3, 32; Pl. Leg. 1, 637e) [*](751 ex v. Α 1683 754 ex 977 757 cf. 1060) [*](1 οὕτω—2 ἐκήλει om. F 5 ἡμᾶϲ AGM 6 Ἀριϲτοφάνηϲ — 7 διδάϲκων ArF(GVM) om. F 751 om. F post 755 V 8 μέλοϲ om. G ss. VM ἧϲ] ἧ V 753—4 om. F, inverso ord. V 12 Καταριπόω ed. pr., 977: Καταρρυπόω A Καταριπώω GVM 13 τε om. V ss. F 14 οὐ om. F τῆϲ om. A 756 om. F post 751 V 16 αἰτιατικῇ] δοτικῇ· κατὰ αἰτιατικὴν δὲ, omissis δοτικῇ δὲ V 18 αἰτιατικῇ om. F 20 τί] τινα F 759 — 60 om. F 24 καταταράττει F cf. 703; nov. gl. GV 30 ϲκεδάζειν F οὕτωϲ — p. 58, 3 κέραϲ om. P τοῦ om. A)

58
μέμνηται τούτου καὶ ὁ μέγαϲ Πλάτων ἐν τοῖϲ Νόμοιϲ. καὶ ὁ μὲν Ξενοφῶν λέγει· ἀναϲτὰϲ ὡϲ εὐθὺϲ ϲυνέπιε, καὶ ϲυγκατεϲκεδάϲατο μετ᾿ αὐτοῦ τὸ κέραϲ.

[*](Phil.)

765 Καταϲκευάζειν: παρὰ Ἀριϲτοτέλει τὸ καθόλου δεικνύναι, ἀλλὰ μὴ ἀναιρεῖν τὸ τιθέμενον. μάλιϲτα γὰρ καταϲκευάζειν ἐπὶ τοῦ [*](EV) καταφατικῶϲ τιθεμένου λέγεται. ἀδικώτατον δὲ καὶ κακοπραγμονέϲτατον περὶ τὰϲ τῶν φίλων καταϲκευάϲ.

[*](Synt.)

766 Καταϲκηνῶ· αἰτιατικῇ.