Suidae lexicon
Suda
Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935
686 Καταξιοπιϲτεύεϲθαι· ἴνα δὲ μὴ δόξωμεν τῶν τηλικούτων [*](Ε) ἀνδρῶν καταξιοπιϲτεύεϲθαι, μνηϲθηϲόμεθα μιᾶϲ παρατάξεωϲ.
687 Καταξιοῦντεϲ: τιμῆϲ ἀξιοῦντεϲ. οἱ δὲ οὐ καταξιοῦντεϲ τὸν [*](Ε) Τίμαρχον, διὰ τὸ ϲυνειδέναι τίϲ ἦν, οὐ προϲεδέξαντο.
688 Κατὰ ξυμφοράν: κατὰ ϲυντυχίαν.
[*](Σ)689 Καταπαλαίω ϲε. καὶ Καταπανουργεύω· αἰτιατικῇ.
[*](Δ Synt.)690 Καταπαλαῖϲαι.
691 Καταπάϲω: καταποικιλῶ, πληρώϲω. Ἀριϲτοφάνηϲ· ἢν γάρ μεθυϲθῶ, [*](Ar.) πάντα ταυτὶ καταπάϲω.
692 Κατάπαϲτοϲ: κατάμεϲτοϲ, πλήρηϲ, καταπεποικιλμένοϲ. πράξειαϲ [*](Ar.) κατὰ νοῦν τὸν ἐμόν, πάλιν ὡϲ ἡμᾶϲ ἥξειϲ ϲτεφάνοιϲ κατάπαϲτοϲ.
693 Κατὰ πατέρα καὶ μητέρα· ὁ δὲ Ὀνόουλφοϲ ἔφυ ἐξ ἐθνῶν [*](Ε) κατὰ πατέρα μὲν Θεουρίγγων, τῶν δὲ Σκίρων κατὰ τὴν μητέρα.
694 Καταπατῶ· αἰτιατικῇ.
[*](Synt.)695 Καταπαύω· αἰτιατικῇ.
[*](Synt.)696 Κατάπαυϲιϲ: ἡ γῆ τῆϲ ἐπαγγελίαϲ. Δαβίδ· εἰϲελεύϲονται εἰϲ [*](Thur.) τὴν κατάπαυϲίν μου.
697 Κατάπαυϲιϲ: ἡ τοῦ ϲαββάτου, ἐν ᾗ ὁ θεὸϲ κατέπαυϲεν ἀπὸ πάντων τῶν ἔργων αὐτοῦ, καὶ ἦν Ἰουδαῖοι εἰϲῆλθον εἰϲ τὴν γῆν τῆϲ ἐπαγγελίαϲ, καὶ ἡ τῶν οὐρανῶν βαϲιλεία.
698 Καταπαίζω ϲου· γενικῇ.
[*](Synt.)699 Καταπέλτηϲ: εἶδοϲ κολαϲτηρίου. καὶ Καταπελτάϲουϲιν, [*](Σ) ἀντὶ τοῦ ἀκοντίϲουϲι, καταπολεμήϲουϲι· πέλτη γὰρ εἶδοϲ μηχανῆϲ, [*](Ar.) ἀφʼ ἦϲ ἀκόντια καὶ ἄλλα τινὰ ἀφιᾶϲιν. ἢ καταδραμοῦνται· πέλτη γὰρ ἀϲπὶϲ μικρὰ μὴ ἔχουϲα ἱμάντα. καὶ Καταπελταφέται, οἱ ταῦτα πέμποντεϲ. ἵϲτη δὲ προμάχουϲ, ξύλα παχέα ἔχονταϲ διπήχεα ϲεϲιδηρωμένα, Suid. ἃ ἔμελλον ὡϲ καταπέλταϲ ἐκ χειρὸϲ ἐϲ τοὺϲ ἐλέφανταϲ προϲκολλᾶν. [*](684 — κατατρίβων cf. P, H 685 Artem. 1, 11 686 Polyb. 12, 17, 1 688 ═ P, Ba 270, 26 689 — ϲε cf. Synt. Gud., Bk. 152, 21 691 Ar. Eq. 99 c. sch. 692 Ar. Eq. 498—9 + 501—2 c. sch. 693 ὁ sq. Malcho attr. Bhd. 694 ═ Synt. Laur. et Gud. 696 Thdr. in Ps. 94, 11, PG 80, 1644c 697 Io. Chrys. PG 63, 53 extr. 698 praeter ϲου ═ Synt. Laur. et Gud. 699 — κολαϲτηρίου ═ P, Ba 270, 27 cf. H Καταπελτάϲουϲιν— ἱμάντα sch. Ar. Ach. 160) [*](699 ἵϲτη—προϲκολλᾶν ex v. Α 4555) [*](6 δὲ om. A 7 πράξεωϲ F 11 καὶ — αἰτιατικῇ om. F καὶ om. G ArF(GVM) 690 om. F post 691 V 14 ταῦτα F 15. 16 πράξειαϲ FV, Ar.: πράξαϲ rell. 16 ἥξειϲ om. FV ss. M ἔλθοιϲ Ar. κατάπαυϲτοϲ V 17 ὁ — 20 αἰτιατικῇ om. F 18 μὲν om. V ss. M Θουρίγγων G Σκίρρων G 24 καὶ καθ’ ἣν AGM sed cf. Chrys. 31 ἵϲτη—p. 54, 2 ποδῶν om. F 32 ἐϲ V. v. Α 4555: εἰϲ AGM)
700 Καταπέπτωκεν: ἐπτοήθη.
701 Καταπέρτεροϲ.
702 Καταπεϲών: ἀντὶ τοῦ φοβούμενοϲ.
703 Καταπέττει: καταταράττει, καταβάλλει.
704 Καταπεφρόντικα: εἰϲ τοὺϲ φροντιϲτὰϲ ἀνάλωϲα, εἰϲ τὴν παίδευϲιν καταδεδαπάνηκα. Ἀριϲτοφάνηϲ Νεφέλαιϲ· τὸ θοιμάτιον ἀπώλεϲαϲ; ἀλλ᾿ οὐκ ἀπολώλεκʼ, ἀλλὰ καταπεφρόντικα. πρὸϲ τὸν υἱὸν λέγει ὁ πρεϲβύτηϲ.
705 Καταπειθέϲ: πειθήνιον. ἄλλωϲ τε ἀτάϲθαλον εἶναι καὶ οὐδαμῇ καταπειθὲϲ τοῖϲ ἐξηγουμένοιϲ.