Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

666 Καταναυμαχῶ· αἰτιατικῇ.

[*](Synt.)

667 Κατὰ ναῦν: κατὰ τάξιν. εἴρηται δὲ ἀπὸ τῆϲ παροιμίαϲ· κατὰ [*](Σ) ναῦν τὰ ἄρμενα.

668 Κατανδρίζεϲθαι· γενικῇ. καταπαλαίειν.

[*](Σ)

669 Καταναῖοϲ: ὁ ἀπὸ Κατάνηϲ.

[*](Δ)

670 Καταναιϲχυντῶ· γενικῇ.

[*](Synt.)

671 Κατανεανιεύεται: κατιϲχύει, ἢ καυχᾶται.

[*](Σ)

672 Κατανομιϲτεύϲαϲ: νόμιϲμα ἐργαϲάμενοϲ. ὁ δὲ κατὰ ϲπάνιν [*](Ε) ἤδη χρημάτων, ὅϲον εἶχε κόϲμον, κατανομιϲτεύϲαϲ Ἀντωνίῳ καὶ τοῖϲ περὶ αὐτὸν ἔπεμψεν.

673 Κατὰ νοῦν: τουτέϲτι θυμῆρεϲ. οἰόμενοϲ, ὁπότερον γένοιτο, κατὰ νοῦν αὐτῷ ἔϲεϲθαι.

674 Κατανωτίϲαϲθαι: ἀντὶ τοῦ κατὰ νώτου φέρειν. μηδὲ τὴν [*](Σ) τοῦ Πλουτάρχου κατανωτίϲαϲθαι κρίϲιν, μηδὲ αὖ μείζω φρονεῖν τῆϲ κοινωφελοῦϲ προαιρέϲεωϲ. ἀντὶ τοῦ καταφρονεῖν, ὀπίϲω ῥίπτειν.

[*](652 ═ P cf. Poll. 4, 181, H 653 ═ Synt. Laur. et Gud. 356 l. cf. Ambr. 380, Synt. Gud. 658 ═ Synt. Gud. 659 ═ P, Σa cf. Ba 270,13 660 ═ Synt. Gud. 662 ═ Synt. Laur. et Gud. 664 ═ Synt. Laur. et Gud. 665 — ϲτόλου Polyb. 1, 46, 12 666 ═ Synt. Laur. et Gud. 667 ═ P 668 καταπαλαίειν ═ P, Ba 270, 14 cf. H 669 cf. L 670 ═ Synt. Gud. 671 ═ P, Σᵃ, Ba 270, 15 cf. H 672 ὁ sq. Ios. Bell. 1, 358 674 — φέρειν ═ P μηδὲ — προαιρέϲεωϲ Dam. fr. 150 ═ Phot. Bibl. 346a 12-14)[*](652 cf. v. Μ 940; hinc v. Μ 1059 656 cf. 945 663 cf. v. Α 1940 668 γενικῇ cf. 473)[*](1 Καταμήλην cett. G, Phot.: Καταμίλην cett. rell., οrdο poscit 2 τὰ ArF(GVM) om. AF 3 λέγουϲι V 5 καὶ — αἰτιατικῇ om. F Καταμοναχῶ V 655 ex V solo 660—4 om. F 661 post 666 V 27 ὅϲον—28 ἔπεμψεν om. F 30 αὐτῶν F 31 μηδὲ — 33 τοῦ] καὶ F)
52
[*](Σ)

675 Κάταντα: κατωφερῆ.

[*](EL)

676 Καταντήϲωϲι: παραγένωνται. τότε ποιήϲεται πρὸϲ αὐτοὺϲ τὰϲ ὑπὲρ τῆϲ εἰρήνηϲ ϲυνθήκαϲ, ὅταν οἱ βαϲιλεῖϲ αὐτῶν καταντήϲωϲι πρὸϲ αὐτόν.

[*](Synt.)

677 Καταντλοῦμαι τοῖϲδε, Καταντλῶ ϲου δὲ τάδε.

[*](Σ)

678 Κατανυγείϲ: λυπηθείϲ, μεταγνούϲ. καὶ ἀντὶ τοῦ ϲιωπῶ. Δαβίδ· ὅπωϲ ἂν ψάλῃ ϲοι ἡ δόξα μου, καὶ οὐ μὴ κατανυγῶ. ἀντὶ τοῦ ϲιωπήϲω.

[*](Δ)

679 Κατανυγῇϲ: αὐθυπότακτον.

680 Κατανυγῶ: ὁ μὲν γὰρ Χρυϲόϲτομοϲ ἀντὶ τοῦ οὐ μὴ μεταβληθῶ, οὐ μὴ μεταϲτῶ. καὶ ὁ Ἀπόϲτολοϲ· ἔδωκεν αὐτοῖϲ ὁ θεὸϲ πνεῦμα κατανύξεωϲ. οὐκ ἐνέργειαν δηλοῖ, ἀλλ’ ἀντὶ τοῦ ϲυνεχώρηϲε· τὴν γὰρ ἐπὶ τὸ χεῖρον ἕξιν τῆϲ ψυχῆϲ φηϲι, τὴν ἀνιάτωϲ ἔχουϲαν καὶ ἀμεταθέτων. ὥϲπερ γὰρ ὁ ἐν εὐλαβείᾳ κατανενυγμένοϲ οὐκ ἂν εὐκόλωϲ μεταϲτῇ, οὕτω καὶ ὁ ἐν πονηρίᾳ κατανυγεὶϲ οὐκ ἂν ῥᾳδίωϲ μεταβάλοιτο. ὁ δὲ Ἰϲίδωροϲ ἀντὶ τοῦ οὐ μὴ καταπλαγῶ, οὐ μὴ μεταϲτῶ.

681 Καταξάναι.

[*](Ar.)

682 Καταξαίνειν εἰϲ φοινικίδα· Ἀριϲτοφάνηϲ· τί φειδόμεϲθα τῶν λίθων οἱ δημόται, μὴ οὐ καταξαίνειν τὸν ἄνδρα τοῦτον ἐϲ φοινικίδα; οἷοϲ αὖ μέλαϲ τὶϲ ὑμῖν θυμάλωψ ἐπέζεϲεν. ἀντὶ τοῦ μὴ οὐχὶ λίθοιϲ αὐτὸν αἱμάϲϲειν, ὡϲ φοινικοῦν αὐτοῦ ποιῆϲαι τὸ ϲῶμα. τὸ δὲ καταξαίνειν ὡϲ ἐπὶ ἐρίων ἐχρήϲατο. διὸ καὶ φοινικίδα εἶπεν ὡϲ ἐπὶ ἱματίου. ἐχρῶντο δὲ οἱ Λακεδαιμόνιοι φοινικίδι πρὸϲ τοὺϲ πολέμουϲ, τοῦτο μέν, ὅτι τὸ τῆϲ χρόαϲ ἀνδρικόν, τοῦτο δέ, ὅτι τὸ τοῦ χρώματοϲ αἱματῶδεϲ τῆϲ τοῦ αἵματοϲ ῥεύϲεωϲ ἐθίζει καταφρονεῖν. τὸ οὖν ἐν φοινικίδι, ἀντὶ τοῦ ἐν τάξει πολεμίων, ἀποφορήματα δηλώϲειεν ἂν εἰκότωϲ, ἐπεὶ τὸ φοινιχθῆναι, αἱμαχθῆναι. θυμάλωψ δὲ ὁ διακεκαυμένοϲ ἄνθραξ.

[*](Ε)

683 Καταξαινόμενοι: μαϲτιζόμενοι. πληγαῖϲ καταξαινόμενοι ὑπὸ τῶν ἀρχόντων οἱ ἄνθρωποι καὶ ἔξωθεν ὑπὸ τῶν πολεμίων ἀναιρούμενοι τὴν ἑτοιμοτάτην τῶν βαρβάρων ἡροῦντο τελευτὴν πρὸ τῆϲ [*](675 ═ Ba 270, 17, H, sch. Ψ 116 cf. P 676 τότε sq. Diod. 29, 12 ═ EL 400,18—20 678 — μεταγνούϲ ═ P, Ba 270, 16 cf. An. Ox. 2, 458, 28 ὅπωϲ—κατανυγῶ Ps. 29,13. ϲιωπήϲω cf. Thdr. PG 80, 1076c 680 Χρυϲόϲτομοϲ PG 60, 584 a. Ἀπόϲτολοϲ Rom. 11, 8. Ἰϲίδωροϲ Pelus. Ep. 4, 101, PG 78, 1168—9 682 sch. Ar. Ach. 320 cf. Et. M. 385, 24 683 πληγαῖϲ sq. fort. Eunap.) [*](682 cf. vv. Θ 546 et φοινικίδα) [*](ArF(GVM)) [*](2 τότε — 4 αὐτόν om. F 677 om. FV 67819 inverso ord. F 7 Δαβίδ om. F 10 γὰρ om. AF καταβληθῶ F 11 μεταναϲτῶ V 13 φηϲι] δηλοῖ A 15 μεταϲταίη Bhd. 681 om. F post 684 V 18 φειδόμεϲθα V, Ar.: φειδόμεθα rell. 19 οἱ] ὦ Ar. 20 οἷοϲ — ἐπέζεϲεν om. F οἷοϲ V, v. φοινικίδα, v. l. Ar.: οἷϲ AGM αὖ] ἂν V ἐπέζεϲεν—21 αἱμάϲϲειν om. V ἐπέζευϲεν A 21 λίθοιϲ om. F ἐκμάϲϲειν F αὐτοῦ] αὑτὸν GVM αὐτῷ sch. 23 ἐχρῶντο—25 καταφρονεῖν om. F 24 χρώματοϲ A, v. φοινικίδα, sch.: ϲώματοϲ GVM 26 ἂν om. F 27 ἐπεὶ F, v. φοινικίδα, sch.: ἐπὶ rell., V in v. φοινικίδα 30 καὶ—p. 53, 2 χρόνον om. F 31 ἑτοιμότητα GVM)

53
ἐκθέϲμου τε καὶ ἀϲελγεϲτάτηϲ παρατεινούϲηϲ τε καὶ τὸν ὀδυνηρὸν ἐχούϲηϲ χρόνον.

684 Καταξαίνων: κατατρίβων. καὶ ἐν τούτοιϲ τὸν ἅπαντα αὐτοῦ [*](Σ + x) καταξαίνων βίον.

685 Κατάξηροι ὄνειροι: οἱ μὴ ἔχοντεϲ λαβάϲ.