Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

[*](EV)

566 Κατακαλῶν: ἐπιμελῶϲ ἐκζητῶν. Πολύβιοϲ· ὁ δὲ Περϲεὺϲ ἀνανεωϲάμενοϲ τὴν πρὸϲ Ῥωμαίουϲ φιλίαν εὐθέωϲ ἑλληνοκοπεῖν ἐπεβάλετο, κατακαλῶν ἐϲ τὴν Μακεδονίαν καὶ τοὺϲ τὰ χρέα φεύγονταϲ καὶ τοὺϲ πρὸϲ καταδίκαϲ ἐκπεπτωκόταϲ καὶ τοὺϲ ἐπὶ βαϲιλικοῖϲ ἐγκλήμαϲι παρακεχωρηκόταϲ, καὶ τούτων ἐξετίθει προγραφὰϲ εἴϲ τε Δῆλον  καὶ Δελφούϲ, διδοὺϲ οὐ μόνον τὴν ἀϲφάλειαν τοῖϲ καταπορευομένοιϲ, ἀλλὰ καὶ τῶν ὑπαρχόντων κομιδήν, ἀφʼ ὧν ἕκαϲτοϲ ἔφυγεν.

[*](call.)

567 Κατακᾶϲα: κατωφερήϲ, ἢ ἀξία τοῦ κατακαυθῆναι. ἢ ὅτι [*](Ecl.?)  κόϲον τὸ ϲπέρμα τοῦ ἀνδρόϲ. ὅθεν καὶ καϲίγνητοϲ.

[*](Synt.)

568 Κατακαυχῶμαι· γενικῇ.

[*](Σ)

569 Κατακαχρύϲαι: ῥῆξαι, ψοφῆϲαι ποιῆϲαι. ἀπὸ τῶν φρυγομένων κριθῶν.

[*](Σ + Ε)

570 Κατακαίνειν: ἀναιρεῖν, φονεύειν. ὁ δὲ τοξότηϲ ἠφίει βέλοϲ, εὔϲτοχοϲ ὢν τοϲούτουϲ κατακαίνειν, ὅϲα ἠφίει βέλη. Εὐνάπιόϲ φηϲι.

[*](Σ+ Ε)

571 Κατακαίνων: ἀναιρῶν, πλήττων. τοὺϲ μὲν κατακαίνων ἐν [*](Ε) χερϲί, τοὺϲ δὲ πλήττων, τοὺϲ δὲ φοβήϲαϲ. καὶ Ξενοφῶν· τοὺϲ μὲν κατακαίνοντεϲ, τοὺϲ δὲ καταδιώξαντεϲ.

[*](Suid.)

572 Κατακεκλίϲθαι καὶ κατακεῖϲθαι ἐπὶ τραπέζηϲ, ἀνακεῖϲθαι δὲ ἐπὶ ἀνδριάντων.

[*](Ar.)

573 Κατακέλευϲον: ἀντὶ τοῦ ϲιωπὴν κήρυξον. οἱ γὰρ κελευϲταὶ πολλάκιϲ ϲιωπᾶν παραγγέλλειν εἰώθαϲι, ϲιώπα λέγοντεϲ, καὶ ἄκουε, καὶ τὰ ὅμοια. Ἀριϲτοφάνηϲ Ὄρνιϲιν· ὦ τριϲμάκαρ· ὦ κλεινότατε· ὦ ϲοφώτατε· ὦ γλαφυρώτατε. ἐπεὶ οὐκ ἤκουε, φηϲίν, ὦ κατακέλευϲον, ὥϲπερ τοῖϲ ἐρέϲϲουϲι. καὶ ὦ, λέγει, παύϲαϲθαι παρακέλευϲαί μοι.

[*](561 ═ P, Ba 269, 16 cf. H 562 — καταπηδῶντα ═ Cyrill. καταθρώϲκοντα sq. Hdt. 6, 134, 2 563 ═ P, Ba 269,17 cf. sch. D in Κ 383, H, Et. Gen. 564 cf. sch. A (Aristonic.) in Κ 383 565 — διαϲτήματα ═ P, Ba 269, 25 cf. gl. Dionys. PG 4, 26 566 ὁ sq. Polyb. 25, 3, 1—2 ═ EV 2, 175, 1 — 8 567 — κατακαυθῆναι cf. Et. M. 494, 38 et 493, 28, H (et ad Call. fr. 82 Κ.) 568 ═ Synt. Laur. et Gud. 569 ═ P cf. H, Et. M. 495, 10 570 — ἀναιρεῖν cf. P v. κατακάνειν (sec. Wentzel) ὁ— βέλη Eunap. fr. 3, FHG 4,13 571 vs. 25 τοὺϲ tert. sq. Xen. An. 4, 2, 5 573 Ar. Av. 1272—3 c. sch.)[*](566 cf. vv. Δ 444, Ε 840, Περϲεύϲ 1 572 ex v. Α 1898)[*](Ar F(GVM))[*](7 ὑπὸ V 9 δυοῖν F 10 Καταναλῶν V Πολύβιοϲ—16 ἔφυγεν om. F 12 ἐπεβάλλετο V 17 καταθῆναι F 22 Κατακαίειν A 23 ἠφία F ἠφίη G βέλοϲ V 24 τοὺϲ—27. 28 ἀνδριάντων om. F τοὺϲ—25 πλήττων om. V 29 οἱ—33 μοι om. F 33 λέγει A, sch.: λέγουϲι GM λέγων V)
47

574 Κατακερτομεῖν· αἰτιατικῇ. καταχλευάζειν.

[*](Σ)

575 Κατακεχρημένηϲ: παραλόγωϲ καὶ ἀφειδῶϲ ἀπολαυούϲηϲ. τῇ τε κουφότητι τοῦ ἀνδρὸϲ κατακεχρημένηϲ.

576 Κατακηλοῦϲαν· αἰτιατικῇ θέλγουϲαν, πραΰνουϲαν.

[*](Σ)

577 Κατακλείϲ, κατακλεῖδοϲ: ἡ τοῦ τραχήλου.

[*](Δ)

578 Κατακληρουχῶ· αἰτιατικῇ.

[*](Synt.)

579 Κατακλινήϲ: ἐπὶ κλίνηϲ ἀνακείμενοϲ. ὁ δὲ ἔτυχε τότε κατακλινὴϲ ὢν καὶ μαλακιζόμενοϲ.

580 Κατάκλιτα: κλίναϲ, θρόνουϲ εἰϲ ἀνάκλιϲιν ἐπιτηδείουϲ.

[*](Σ)

581 Κατακλῶθέϲ τε βαρεῖαι: αἱ κατακλώθουϲαι καὶ καταμοιροῦϲαι [*](Hom.) ἑκάϲτῳ τὸ εἱμαρμένον. καὶ Κατακλώθη, ἡ εἱμαρμένη.

[*](Δ)

582 Κατάκλυζε: κατακλύζεϲθαι ποίηϲον· ὅ ἐϲτι γέμιϲον ὕδατοϲ. [*](Ar.) Ἀριϲτοφάνηϲ· καὶ τὴν πύελον κατάκλυζε καὶ θέρμαιν᾿ ὕδωρ.

583 Κατακολουθῶ· δοτικῇ.

[*](Synt.)

584 Κατακοντίζω ϲε: ἐπὶ πολέμου, μετὰ αἰτιατικῆϲ.

585 Κατακοντίζω· αἰτιατικῇ.

[*](Synt.)