Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

586 Κατακορήϲ: ἄχρι κόρου ἐϲθίων. ϲιτίοιϲ καὶ ποτῷ κατακορὴϲ οὐδαμῆ γέγονεν, ἀλλὰ ϲχεδὸν ἄκρῳ δακτύλῳ γευϲάμενοϲ ἀπηλλάττετο.

[*](Ε)

587 Κατακορὴϲ ξυνουϲία: ἐπιπλεονάζουϲα. ἐν τῷ διάπλῳ [*](Σ) τούτῳ κατακορὴϲ γενομένη τῷ πάθει.

588 Κατὰ κόρρηϲ παίει αὐτόν.

589 Κατακόρου: ἀπλήϲτου. ἅτε τοῦ τῶν γυναικῶν γένουϲ καὶ [*](EV) λάλου καὶ κατακόρου ὄντοϲ.

590 Κατακούω· γενικῇ.

[*](Synt.)

591 Κατακωκῦϲαι: θρηνῆϲαι.

[*](Σ)

592 Κατὰ κῶλον: κατὰ λέξειϲ.

[*](Σ)

593 Κατακωμῳδῶ· αἰτιατικῇ.

[*](Synt.)

594 Κατακωχή: ἡ κατάϲχεϲιϲ. καὶ αὐτὸ τὸ χωρίον ἐπιτείχιϲμα ἦν πρὸϲ κατακωχὴν τῆϲ ὥραϲ. καὶ αὖθιϲ· τὴν δὲ εἶναι θείαν κατακωχὴν [*](Ε) ἠρέμα διανοίγουϲαν καὶ ἀποκαθαίρουϲαν τὰ τῆϲ ψυχῆϲ ὄμματα.

[*](574 αἰτιατικῇ ═ Synt. Laur. et Gud. καταχλευάζειν ═ P, Ba 269, 26 cf. H 576 αἰτιατικῇ ═ Synt. Gud. et Laur. θέλγουϲαν sq. ═ P, Ba 269, 27 cf. H 578 ═ Synt. Laur. et Gud. 579 ὁ sq. fort. Aelian. 580 ═ P, Ba 269, 28 581 — εἱμαρμένον sch. η 197 cf. Et. M. 495, 24 Κατακλώη sq. cf. L 582 Ar. Pac.  843 c. sch. 583 ═ Synt. Laur. et Gud., An. Ox. 4, 295, 28 584 Κατακοντίζω ═ Ambr. 520 585 ═ Synt. Laur. 586 ϲιτίοιϲ sq. Proc. h. a. 13, 28 587 — ἐπιπλεονάζουϲα ═ P ἐν sq. Proc. h. a. 1, 17 589 ἄτε sq. Polyb. 31, 26,10 ═ EV 2, 191, 17 — 8 500 ═ Synt. Laur., Bk. 154, 9 cf. Synt. Gud. 591 ═ P, Ba 269, 31 cf. H 592 ═ P, Ba 269, 32 593 ═ Synt. Laur. et Gud. 594 τὴν sq. Dam. fr. 32 ═ Phot. Bibl. 337a 324)[*](594 cf. v. Πρόκλοϲ 4)[*](5 κατακλεῖδοϲ om. F 13 πτύελον FV 583 om. F 585 om. F post ArF (GVM) 582 V 16 Κατακοντίζω V: Κατακοντυλίζω rell. Κατακονδυλίζω Kust. 17 κατακορὴϲ ποτῷ F 19 ϲυνουϲία F 588 om. F post 586 V 22 τοῦ om. F 29 καὶ — 30 ὄμματα ante 1081 iterum V; ζήτει τὴν χρῆϲιν πλατύτερον ἐν τῷ κατιϲχνεῖ ἔμπροϲθεν mg. V 30 ψυχῆϲ] διανοίαϲ in iterat. V; τῆϲ διανοίαϲ mg. add. M)
48

595 Κατακωχή: ἔνιοι ἀντὶ τοῦ κατοχή. τὴν βίβλον Πρόκλου τὴν Μητρῳακὴν εἴ τιϲ μετὰ χεῖραϲ λάβοι, ὄψεται, ὡϲ οὐκ ἄνευ θείαϲ κατακωχῆϲ τὴν θεολογίαν τὴν περὶ θεοῦ.

[*](Ε)

596 Κατακωχή· εἷϲ ἀνήρ, ὅνπερ ἀνῆκεν ἡ ἐξ Ἄρεωϲ κατακωχή, ἐμονομάχει.

597 Κατακώχιμοι· μένουϲι χρόνον ὑπόϲυχνον τοῖϲ αὐλήμαϲι κατακώχιμοι. τουτέϲτιν ἁλωτοί.

[*](Ε)

598 Κατάκραϲ: ἐπίρρημα. Θουκυδίδηϲ· ὁ δὲ Βραϲίδαϲ ἐπὶ τὰ μετέωρα τῆϲ πόλεωϲ ἐτράπετο βουλόμενοϲ κατάκραϲ καὶ βεβαίωϲ ἑλεῖν αὐτήν. [*](Ε) καὶ αὖθιϲ· ἐλπίϲαντεϲ τὴν πόλιν ἔχεϲθαι κατάκραϲ παραδιδόαϲι ϲφαϲ αὐτούϲ. ἀντὶ τοῦ ἐξ ὁλοκλήρου.

[*](Δ)

599 Κατάκραϲ: ἐπίρρημα. διόλου, παντελῶϲ. ὁ δὲ ἔλεγε μηδὲν [*](Ε) ἔτι λείπεϲθαι φυλακτήριον τὸ μὴ οὐ κατάκραϲ ἁλῶναι τὴν πόλιν. εἰ μήποτε εἴη κατ᾿ ἄκραϲ πόλεωϲ, ἀντὶ τοῦ κατ᾿ ἀκροπόλεωϲ.

[*](Suid.)

600 Κατὰ κράτοϲ.

[*](Synt.)

601 Κατακρατῶ ϲου· γενικῇ.

[*](Synt.)

602 Κατακραυγάζω ϲου· γενικῇ.

[*](Δ)

603 Κατακρῆθεν: κατὰ κεφαλῆϲ.

[*](Synt.)

604 Κατακρίνω· αἰτιατικῇ.

[*](Synt.)

605 Κατακροῶμαι· γενικῇ.