Suidae lexicon
Suda
Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935
546 Καταθαρρῳ ϲοῦ· γενικῇ.
[*](Synt.)547 Καταθέειν: κατατρέχειν. οἱ δὲ Γήπαιδεϲ, ἐπεὶ οὔπω ὁ τῆϲ [*](Σ) μάχηϲ ἐνειϲτήκει καιρόϲ, πείθουϲιν αὐτοὺϲ καταθεῖν μεταξὺ τὴν τῶν [*](Ε) Ῥωμαίων χώραν, πάρεργον τῆϲ ϲφετέραϲ ἀκαιρίαϲ πεποιημένοι τὴν ἐϲ Ῥωμαίουϲ ἐπιβουλήν.
548 Καταθέλξαϲ: ἐξαπατήϲαϲ. καταθέλξαϲ γὰρ αὐτοὺϲ δεινότητι τρόπου, ὡϲ δυνάμενοϲ τὸν ἄνδρα πρὸϲ ϲφᾶϲ μετατιθέναι.
549 Καταθεμένουϲ: ἀποβαλόνταϲ. μὴ πρότερον τῆϲ εἰϲ αὐτὸν [*](EL) εἰϲόδου τυχεῖν ἢ καταθεμένουϲ τὰ ὅπλα.
550 Καταθέω ϲε· αἰτιατικῇ. οὗτοϲ δὲ κατέθεε τὸν οἰκεῖον χῶρον.
[*](Synt.)551 Καταθέω ϲου· γενικῇ.
[*](Synt.)552 Καταθεῷτο: βλέποιτο.
[*](Σ)553 Καταθέϲει: καταπαύϲει, καταλήξει. ἢ λήψονται αὐτὸν ἐπὶ [*](Ε) καταθέϲει τοῦ πολέμου.
554 Καταθεῖ: κατατρέχει.
[*](Σ?)555 Κατὰ θεῖον: τοὺϲ ἐξαίφνηϲ φαινομένουϲ οὕτωϲ ἔλεγον κατὰ [*](Ar.) θεῖο ὦφθαι. κᾳὶ ἐπὶ τῶν ἐξαίφνηϲ γινομένων, τουτέϲτιν εὐκαίρωϲ ἐπιφαινομένων, κατὰ θεῖον ἔλεγον. ἐπεὶ οὖν καὶ ὁ ἀλλαντοπώληϲ αἰφνίδιον βουλομένοιϲ μέν, μὴ προϲδοκήϲαϲι δὲ ἐπεφάνη, εἶπεν· ὁδὶ προϲέρχεται ὥϲπερ κατὰ θεῖον εἰϲ ἀγοράν.
556 Καταθλήϲαντεϲ: καταγωνιϲάμενοι.
[*](Σ)557 Καταθλῶ· αἰτιατικῇ.
[*](Synt.)558 Κατάθου.
559 Καταθραϲύνω· γενικῇ.
[*](Synt.)560 Καταθρηνῶ· αἰτιατικῇ.
[*](Synt.)[*](542 — φιλοτιμίαϲ Polyb. 1, 45, 9 543 ═ Ambr. 406 cf. sch. Ψ 135 ═ H, Ap. S. 97, 4, Et. M. 494, 54 544 sch. Λ 358 cf. Ambr. 375 545 Call. (fr. 12 K. an. 32 S.) c sch. 546 cf. Synt. Gud. 547 — κατατρέχειν ═ P, Ba 269,10 cf. H οἱ sq Proc. Bell. 8, 18, 16 549 μὴ sq. Men. Prot. fr. 22 FHG 4, 230a ═ EL 453, 26— 7 550 — αἰτιατικῇ cf. Synt. Laur. 551 cf. Synt. Gud. 552 ═ P, Ba 269,12 cf. H 553 ἢ sq. Men Prot. attr. Toup 554 cf. H; l. ═ Σa, Ba 269, 13 555 Ar. Eq 146—7 c. sch. 556 ═ P, Ba 269, 15, H 557 ═ Synt. Laur. et Gud. 559 ═ Synt. Laur. et Gud. 560 ═ Synt. Laur. et Gud.)[*](542 Ζυγὸϲ sq. cf v. Ζ 187 548 cf. v. Θ 103 553 cf. 2518)[*](1 καὶ ex F, Polyb. 2 μοναχικῆϲ V 10 τὴν om. F τῶν om. AVM ArF(GVM) 11 πάρεργον—12 ἐπιβουλήν om. F 13 αὐτὰϲ F 14 τρόπων AMec 16 καταθέμενοϲ F 550—1 om. F 17 ϲε] δέ add. V κατέθει A χῶρον om. V 25 ἐπεὶ—27 ἀγοράν om. F 27 κατὰ] τὸ add. V 557 — 560 om. F 558 om. V)562 Καταθρώϲκοντα: καταπηδῶντα. Ἡρόδοτοϲ· καταθρώϲκοντα [*](Ε) δὲ τὴν αἱμαϲιὴν τὸν μηρὸν ϲπαϲθῆναι.
563 Καταθύμιον: κατὰ ψυχήν, εὐάρεϲτον.
564 Καταθύμιοϲ θάνατοϲ: παῤ Ὁμήρῳ οὐχ ὁ ἐπιθυμητικόϲ, ἀλλ’ ἐνθύμιοϲ.