Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

445 Καρχηδών: ἡ Ἀφρική· ἐξ ἦϲ ὡρμᾶτο ὁ μέγαϲ Κυπριανόϲ. ταύτην Σκηπίων καθεῖλεν εἰϲ ἔδαφοϲ· ἡ μετὰ τὸν πρῶτον ϲυνοικιϲμὸν ἑπτακόϲια ἔτη κρατήϲαϲα τῶν περιοίκων.

[*](Ar.)

446 Καϲαλβάδεϲ: ἑταῖραι, τουτέϲτιν ἀεὶ ἐπὶ τέγουϲ καὶ οἰκήματοϲ ἑϲτῶϲαι γυναῖκεϲ, ἐπὶ μιϲθῷ παρέχουϲαι τοῖϲ βουλομένοιϲ ἑαυτάϲ.

[*](Ar.)

447 Καϲαλβάϲ· πόρνη. καϲάλβαι δὲ εἴρηνται, ἀφʼ οὖ ποιοῦϲι. καλοῦϲι μὲν οὐκ ἔχουϲαι τοὺϲ ἐραϲτάϲ· ϲοβοῦϲι δὲ τοὺϲ ὄνταϲ, ἵνα ἄλλουϲ λάβωϲι. παρὰ τὸ καλεῖν οὖν καὶ τὸ ϲοβεῖν.

[*](Ar.)

448 Καϲαλβάϲω: λοιδορήϲω. Ἀριϲτοφάνηϲ· καϲαλβάϲω τοὺϲ ἐν Πύλῳ ϲτρατηγούϲ.

[*](Δ)

449 Καϲάνδρα.

[*](Ar.)

450 Καϲαυρίοιϲ ἢ Καϲαλβίοιϲ: τουτέϲτι τοῖϲ πορνείοιϲ. Ἀριϲτοφάνηϲ· ἐν καϲαυρίοιϲ λείχων τὴν ἀπόπτυϲτον δρόϲον.

[*](Δ)

451 Καϲϲία: ὄνομα πόλεωϲ. ϲημαίνει δὲ καὶ κύριον ὄνομα θυγατρὸϲ τοῦ Ἰώβ. ἔϲτι δὲ καὶ εἶδοϲ ἀρωματικοῦ. καὶ Δαβίδ· ϲμύρνα καὶ ϲτακτὴ καὶ καϲϲία.

[*](Σ)

452 Καϲίγνητοϲ: ἀδελφὸϲ γνήϲιοϲ. Καϲίγνητοι κοινότερον οἱ [*](Hom.) ϲυγγενεῖϲ· ὁ δὲ Ὅμηροϲ τοὺϲ ἀνεψιοὺϲ εἶπε καϲιγνήτουϲ. Ἕκτωρ δὲ καϲίγνητοϲ.

[*](Δ)

453 Καϲϲιέπεια: ἡ καλλονή. καὶ ὄνομα κύριον.

[*](440 ═ Ambr. 18 441 Ar. Byz. Epit. 2, 10—13 cf. Et. M. 493, 2 442 — τραχύ ═ P, Ba 268, 11 cf. sch. Κ 360, H, Ap. S. 95, 10, Et. M. 493, 8 Ambr. 16, sch. Luc. 229, 25 καὶ κόρχαρόν sq. Babr. 94, 6—8 446 sch. Ar. Eq. 355 447 sch. Ar. Eccl. 1106 cf. sch. Eq. 355, H, Et. M. 493, 32; — πόρνη ═ Ba 268, 15 448 Ar. Eq. 355 c. sch. 450 Ar. Eq. 1285 c. sch. cf. H 451 ϲμύρνα sq. Ps. 44, 9 452 — γνήϲιοϲ cf. P ═ Ba 268, 16; An. Ox. 1, 238, 16 ex quo Et. M. 493, 14; Ambr. 14, Apion, H Καϲίγνητοι— καϲιγνήτουϲ ═ sch. A (Aristonic.) in Ο 545 cf. sch. D. Ἕκτωρ sq. Ζ 430)[*](440 cf. 438 443 ex v. Γ 277 444—5 cf. v. Α 4648 448 cf. v. Θ 581 451 cf v. Ι 471)[*](ArF(GVM))[*](440 om. G 5 καὶ—8 αὐτοῦ om. F 6 μειδιάϲαϲ A 7 ἐξελθεῖν GVM 11 καὶ—Ἀφρικανόϲ om. F 13 Σκιπίων G; ἤγουν ῥάβδοϲ ss. V 19 τὸ pr. om. G τὸ alt. om. F 449 om. F 23 Καϲϲαυρίοιϲ AGM Καϲαλβρίοιϲ F 24 καϲϲαυρίοιϲ AGM 451—2 inverso ord. FV 25 et 27 Καϲία F 28 Καϲίγνητοι] nov. gl. F κοινότεροι F)
39

454 Κάϲιον ὄροϲ: πρὸϲ τῷ Εὐφράτῃ. καὶ Κάϲιοϲ Ζεύϲ· ἔνθα [*](Ε) Τραιανὸϲ ἀνέθηκε κρατῆραϲ ἀργυροῦϲ καὶ κέραϲ βοὸϲ παμμέγεθεϲ κεχρυϲωμένον, ἀκροθίνια τῆϲ κατὰ Γετῶν νίκηϲ. καὶ ἐπιγράμματα ἐν τοῖϲ ἀναθήμαϲιν Ἀδριανῷ πεποιημένα· Ζηνὶ τάδ’ Αἰνεάδηϲ Καϲίῳ [*](Anth.) Τραϊανὸϲ ἄγαλμα, κοίρανοϲ ἀνθρώπων κοιράνῳ ἀθανάτων ἄνθετο. ὅτι οἱ Κάϲιοι Πηλουϲιῶται φυϲικῇ τέχνῃ ἅμματα ἔπλεκον δοκοὺϲ ἐπὶ δοκοῖϲ [*](Suid.) ϲυνάπτοντεϲ. καὶ Καϲιώτῃ ἴϲον ἅμματα, δεϲμά. ἐν Ἐπιγράμμαϲι· χρύϲεοϲ ἀψαύϲτοιο διέτμαγεν ἅμμα κορίαϲ Ζεύϲ, διαδὺϲ Δανάαϲ χαλκελάτουϲ θαλάμουϲ.

455 Καϲϲιώπη: ὄνομα κύριον.

[*](Δ)

456 Κάϲιϲ: ἀδελφόϲ.

[*](Σ)

457 Καϲϲίτηροϲ.

[*](Δ)

458 Κάϲοϲ· Ῥωμαίων γοῦν ὁ νικήϲαϲ τὴν μουνὰξ μάχην ἀνεδεῖτο [*](Ε) ϲτεφάνῳ ἀγρώϲτεωϲ· καὶ ἦν Κάϲοϲ ἄμαχοϲ. φηϲὶν Αἰλιανόϲ.

459 Καϲϲωρίϲ: πόρνη, ἑταίρα.

[*](Δ)

460 Κάϲπια ὄρη· καὶ Κάϲπιαι πύλαι. ὅτι ἔϲτιν ἐκεῖ θάλαϲϲα [*](Δ + Ε) ἀπὸ τῆϲ ἐμβολῆϲ τοῦ Ὠκεανοῦ· καὶ τὸ μὲν ϲτενότατον αὐτῆϲ Κάϲπιαι πύλαι καλοῦνται, τὸ δὲ λοιπὸν Ὑρκανία θάλαϲϲα. περιοικεῖται δὲ βαρβάροιϲ ἔθνεϲιν.

461 Καϲπίῳ λίθῳ· οἱ Κάϲπιοι εἶχον ἀγχέμαχα δόρατα, τεθηγμένα [*](Ε) λίθῳ Καϲπίῳ, ὃν ὀξύτατόν τε φαϲὶ τρῶϲαι καί τινα ἰὸν ἐμποιεῖν τῷ τραύματι ὀλέθριον.

462 Καϲταλία: πηγὴ ἦν ἐν τῇ καλουμένη Δάφνῃ· ἐν ᾗ ἐλέγετο [*](Greg.) παρεδρεύειν τὸν Ἀπόλλωνα καὶ χρηϲμολογεῖν, αὔραϲ καὶ πνοῆϲ ἐκ τοῦ ὕδατοϲ ἀναδιδομένηϲ. ἐξ ὧν οἱ περὶ τὴν πηγὴν ἔλεγον, ἅπερ οἱ δαίμονεϲ ἔλεγον.

463 Καϲταναία: πόλιϲ.

[*](Δ)

όπιν τὸ Ῥωμαϊ

[*](Δ)