Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

424 Κάρτα ἐπαφρόδιτοϲ.

[*](Soph.)

425 Κάρτα· ἐκ τῶν Σοφοκλέουϲ. Αἴαϲ φηϲὶ πρὸϲ τὸ ἴδιον τέκνον· τὸ μὴ φρονεῖν γὰρ κάρτ᾿ ἀνώδυνον κακόν, ἕωϲ τὸ χαίρειν καὶ τὸ λυπεῖϲθαι μάθοιϲ.

426 Κάρταλλοϲ. ἀρχὰϲ ἅλωνόϲ μου καὶ ληνοῦ προϲφέρω Χριϲτῷ, κάρταλλον δὲ βοτρύων τῷ Παρακλήτῳ. κόφινοϲ ὀξὺϲ τὰ κάτω.

[*](Phil.)

427 Καρτερία: ἡ ἐπιϲτήμη ἢ ἕξιϲ ὧν ἐμμενετέον καὶ μή, καὶ οὐδετέρων.

[*](412 ═ P cf. H v. κάρπεα; Xen. An. 6, 1, 7 413 ═ P, Ba 268, 5, H 414 cf. Ambr. 21 415 cf. Thdr. in Ps. 127, 2; δύο sq. cf. Choer. Epim. Ps. 46, 21 ex quo Et. M. 492, 21 416 κεγχραμίδεϲ sq. ═ Philop. 217, 33 —5 417 cf. H 418— καλεῖται ═ P cf. Bk. 190, 17 Λυϲίαϲ (fr. 72) sq. Harp. ═ P 419 ═ Synt. Gud. 420 ═ Synt. Laur., An. Ox. 4, 295, 27 421 ═ P, Ba 268, 6 cf. H 423 — μεγάλωϲ ═ P, Ba 268, 7, sch. Pl. Tim. 25 d, sch. Luc. 25, 13 cf. H ληΐζεται sq. Th. Simoc. 3, 6, 8 425 Soph. Ai. 554—5 427 Laert. 7, 93)[*](422 cf. v. Ε 75 425 cf. v. Ζ 61)[*](ArF(GIVM))[*](7 ἐπικάρπιον A 8 ἐλαιῶν A, Philop.: ἐλαῶν rell. 9 αὐτῷ F 417 om. V 11 γ᾿] γῆϲ Phot. Gsf. 12. 13 παρὰ ἐπικάρπω F 13 καλεῖται] λέγεται F καὶ—19 δοτικῇ om. F 14 Δημοϲθένην V cp. G 16 οὕτωϲ VlacM, Phot. Harp. ep.: οὕτω G οὖτοϲ Alec, Harp. plen. 23 ἐχήρευε— 24 ἐπαφρόδιτοϲ om. F 23 ϲτρατηγήϲοντοϲ Iec, Bhd. Theophyl. 24 ἐπαφρόδιτοϲ A: ἐπ᾿ Ἀφροδίτηϲ GIVM 25 Κάρτα] Κάρπατα V. 30 ἡ om. F, Laert.)
37

428 Καρτερόϲ: ὁ δυνάμενόϲ τινοϲ κρατεῖν. ὁ δὲ ἐδύνατο καρτερὸϲ εἶναι τῆϲ πόλεωϲ, ἀλλ’ ἐνέδωκε ταύτην τῷ βαϲιλεῖ. καὶ αὖθιϲ· τήν [*](Ε) τε πόλιν καὶ τὴν χώραν, ἧϲτινοϲ οἱ Νιϲιβηνοὶ καρτεροί εἰϲιν, ἐνδώϲοντεϲ. καὶ αὖθιϲ· καὶ αὐτὸϲ ἐγώ, ἐν ᾧ ἔτι Ἀρμενίαϲ καρτερὸϲ ἦν. καὶ μάχηϲ καρτερᾶϲ διαγενομένηϲ, διαφθείρεται πᾶϲα ἡ ϲτρατιὰ τῷ Ἀντιόχῳ. πρὸϲ δοτικὴν ἡ ϲύνταξιϲ.

429 Καρτερόϲ: ὁ ἐγκρατήϲ. ὅπερ οὐκ ἦν νόμιμον δρᾶϲθαι ἐν [*](Δ) γῇ, ἧϲ τινοϲ Ῥωμαῖοι ἐκ παλαιοῦ καρτεροί εἰϲιν. ἀντὶ τοῦ κύριοι, [*](Ε) ἐγκρατεῖϲ.

430 Καρτερῶ· δοτικῇ.

[*](Synt.)

431 Καρτερώνυχαϲ: ἰϲχυροὺϲ ὄνυχαϲ ἔχονταϲ.

[*](Σ)

432 Καρτερώτατοϲ.

[*](Δ)

433 Καρύα: τὸ δένδρον. Κάρυα δὲ ὁ καρπόϲ.

[*](Δ)

434 Καρύανδα: πόλιϲ Καρίαϲ.

[*](Harp.)

435 Καρυκεύων: ἀρτύων, ἡδύνων.

[*](Σ)

436 Καρυκεία: ἡ ἡδύτηϲ τῶν ζωμῶν.

[*](Σ)

437 Καρύκη: ἔδεϲμα ἐκ πολλῶν ϲυγκείμενον. βρῶμα Λύδιον ἐξ [*](Σ) αἵματοϲ καὶ ἄλλων ἐδεϲμάτων· ἀφʼ οὗ καὶ τὸ ϲυνταράττειν τι καὶ ἀναδεύειν καρυκεύειν φαϲί. καὶ Καρυκοποιεῖν, τὸ κοϲμεῖν [*](Ar.) ποικιλίᾳ τινὶ ῥημάτων τὸν λόγον. καρυκεύματα γὰρ τὰ ἡδύϲματα καὶ ἀρτύματα. καὶ καρύκη, ἡ κοιλία, ἣν νῦν μονθυλευτὴν καλοῦϲι. καὶ παροιμία· Μήτε Λυδῶν κάρυκαϲ μήτε μαϲτίγων ψόφουϲ.

[*](Prov.)

438 Καρφαλέον: ξηρόν. καὶ καρχαλέον, κατάξηρον.

[*](Σ)

439 Κάρφη: ὁ ξηρὸϲ καὶ κοῦφοϲ χόρτοϲ. διφθέραϲ εἶχον ϲκεπάϲματα [*](Δ) ἐπίμπλαϲαν χόρτου κούφου. εἶτα ϲυνῆγον καὶ ϲυνέϲπων τὰϲ [*](Ε) διφθέραϲ, ὡϲ μὴ ἅπτεϲθαι τῆϲ κάρφηϲ τὸ ὕδωρ. λέγεται δὲ θηλυκῶϲ. [*](Δ) Ἀρριανόϲ· καὶ αἱ διφθέραι τῆϲ κάρφηϲ ἐμπιπλάμεναι καὶ ἡ [*](Ε) ὄχθη πᾶϲα πλήρηϲ φαινομένη οὐκ εἴα ἠρεμεῖν τὸν Πόρον. λέγεται [*](Δ) καὶ οὐδετέρωϲ τὸ κάρφοϲ, τῷ κάρφει.

[*](428 ὁ—βαϲιλεῖ Arr. Parth. fr. 97. τὴν — ἐνδώϲοντεϲ Arr. Parth. fr. 51. vs. 4 καὶ αὐτὸϲ — 6 Ἀντιόχῳ Arr. Parth. fr. 97 429 — ἐγκρατήϲ cf. H, sch. ο 533 ὅπερ — εἰϲιν Arr. Parth. fr. 97 430 ═ Synt. Laur. 431 ═ P, Σa, sch. Ε 329 432 ═ Ambr. 141 433 — δένδρον cf. L 434 Harp. ═ P 435 ═ P, Ba 268, 20 cf. H, Herodian. schem. Jb. 149, 344, n. 112 436 ═ P, Ba 268, 9 H cf. Moer. 200, 34 437 — φαϲί cf. Didym. ap. Et. Gen. et Et. M. 492, 51. — ϲυγκείμενον ═ P, Σa cf. Theognost. An. Ox. 2, 110, 12, Erotian. 49, 6. βρῶμα — φαϲί ═ H cf. Ba 268, 19, sch. Luc. 119, 2, Zen. V 3, Herodian. schem. Jb. 149, 344, 112 Καρυκοποιεῖν — καλοῦϲι sch. Ar. Eq. 343 μήτε sq. cf. Zen. V 3 438 ═ P, Ba 268, 10 cf. Erotian. 48, 22, H; — ξηρόν ═ L, Zon. 1159 cf. sch. Φ 541, Ap. S. 95, 14 439 — χόρτοϲ cf. H διφθέραϲ—ὕδωρ Xen. An. 1, 5, 10 θηλυκῶϲ ═ L vs. 27 καὶ pr. — 28 Πόρον Arr. An. 5, 9, 3 κάρφοϲ cf. H)[*](438 cf. 440)[*](1 ὁ pr.] καὶ ὁ AGIM 2 καὶ — 6 ϲύνταξιϲ om. F 3 Νιϲιβηνὸϲ A ArF(GIVM) 4 Ἀρμανίαϲ A Ἀρμενία V 5 γενομένηϲ I δὴ γενομένηϲ Bhd. 432, 4301 434, 433 ordo in V 11 ἔχονταϲ ὄνυχαϲ F 432 om. F 16 τῶν om. V 17 Καρύβη F 24 διφθέραϲ—28 Πόρον om. F 24 ἃϲ εῖχον Xen. 25 ἐπίμπλαϲαν V: ἐμπίπλαϲαν AGIM 28 Πῶρον Arr. 29 οὐδέτερον V)
38
[*](Δ)

440 Καρχαλέοϲ: ὁ ξηρόϲ.

441 Καρχαρόδοντα: ὅϲα ϲτρογγύλουϲ καὶ ἐναλλάϲϲονταϲ τοὺϲ ὀδόνταϲ ἔχουϲι, λέων, κύων, πάρδαλιϲ, ἀετίδεϲ καὶ ἰχθύων γένοϲ, ἃ ϲαρκοφάγα εἰϲί.

[*](Σ)

442 Καρχαρόδουϲ: τραχεῖϲ ὀδόνταϲ ἔχων. καὶ κάρχαρον, τὸ τραχύ. καὶ κάρχαρόν τι μειδήϲαϲ, ϲοὶ μιϲθὸϲ ἀρκεῖ, φηϲί, τῶν ἰατρειῶν, κεφαλὴν λυκείου φάρυγγοϲ ἐξελεῖν ϲώαν. ἐν Μυθικοῖϲ.

[*](Suid.)

443 Κἀρχέδημοϲ ὁ γλάμων· Ἀριϲτοφάνηϲ λέγει περὶ αὐτοῦ.

444 Καρχηδών, πόλιϲ Λιβύηϲ, μεγίϲτη τῶν κατὰ τὴν οἰκουμένην πόλεων καὶ δυναμικωτάτη ἐτύγχανεν οὖϲα, ἥτιϲ καὶ Βύρϲα ἐκαλεῖτο, ἀπὸ ἱϲτορίαϲ. καὶ ζήτει ἐν τῷ Ἀφρικανόϲ.