Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

465 Καϲτόρειον μέλοϲ: τὸ τοῦ κάϲτοροϲ τοῦ ζῴου.

[*](Δ)

466 Καϲτορίδων: κυνῶν. ϲοὶ γὰρ Καϲτορίδων ὑλακὰ εὔαδε.

[*](x + Anth.)

467 Καϲτόριον: εἶδοϲ βαφῆϲ ἀπὸ τῆϲ κογχύληϲ.

[*](Δ)

468 Καϲτωλόϲ: ὄνομα κύριον.

[*](Δ)[*](454 — ἄνθετο Arr. Parth. fr. 36 vs. 4 ἐν — 5 ἄνθετο Anth. 6, 332, 1 — 3 455 ═ L, Ambr. 242 456 ═ P, Ba 268, 17, Ambr. 37 cf. An. Ox. 1, 238,16 ex quo Et. M. 493, 14 457 ═ L 458 Aelian. fr. 120 459 — πόρνη ═ L, Et. M. 493, 31 cf. H 460 Κάϲπιαι πύλαι cf. Ambr. 325 ὅτι sq. si spuria ad F GrHist 151 referendum 462 cf. Nonn. in Greg. Naz. PG 36, 1045b 463 ═ L cf. Et. M. 493, 25; l. ═ Ambr. 276 464 ═ L cf. Ambr. 362 465 l. ═ L 466 — κυνῶν cf. Poll. 5, 37 at 39, H. ϲοὶ sq. Anth. 6, 167, 34 467 aliter Ambr. 370, L 468 ═ Ambr. 81)[*](454 vs. 6 ὅτι sq. ex v. Α1510 458 cf. v. Μ 1286 466 cf. v. τρίϲτομοϲ)[*](454 non nov. gl. F 1 τὸν Εὐφράτην F ἔνθα—8 θαλάμουϲ om. F ArF(GVM) 3 κατὰ τῶν add. V 4 τόδ᾿ Anth. 6 ὅτι—8 θαλάμουϲ post 453 V 6 οκοὺϲ] πατέρουϲ (?) ss. V 7 Καϲίτῃ AG 7. 8 ἀθραύϲτοιο V 9 Καϲιώπη FV, Ambr. 11 Καϲίτηροϲ V 12 γοῦν] οὖν A 13 Κάϲοϲ] Κόϲϲοϲ coll. v.  Ο 453 temere Toup, κλέοϲ Rasmus 15 ὅτι— 18 ἔθνεϲιν om. F 17 Ὑρκανίω V 19 ἀγχέματα F 20 ἰὸν om. F 20. 21 τὸ τραῦμα F 26 Καϲτόριον F)
40
[*](Hesy.)

469 Κάϲτωρ, Ῥόδιοϲ, ἢ ὥϲ τινεϲ Γαλάτηϲ, ὡϲ δὲ ἄλλοι ἐπλανήθηϲαν Μαϲϲαλιώτηϲ· ῥήτωρ ὃϲ ἐκλήθη Φιλορώμαιοϲ. γήμαϲ δὲ οὗτοϲ Δηϊοτάρου τοῦ ϲυγκλητικοῦ θυγατέρα ἀνῃρέθη ὑπ’ αὐτοῦ ἅμα τῇ γαμετῇ, διότι αὐτὸν Καίϲαρι διέβαλεν. ἔγραψε δὲ Ἀναγραφὴν Βαβυλῶνοϲ καὶ τῶν θαλαϲϲοκρατηϲάντων ἐν βιβλίοιϲ β΄, Χρονικὰ ἀγνοήματα, καὶ Περὶ ἐπιχειρημάτων ἐν βιβλίοιϲ ε΄, Περὶ πειθοῦϲ β΄, Περὶ τοῦ Νείλου, τέχνην ῥητορικήν· καὶ ἕτερα. ζήτει περὶ ἀγαλμάτων Κάϲτοροϲ καὶ Πολυδεύκουϲ ἐν τῷ Διόϲκουροι.

470 Καϲτρεύϲαντεϲ· καϲτρεύϲαντεϲ δὲ ἑαυτοὺϲ περὶ τὸν ἀρχιεπίϲκοπον διὰ παρακλήϲεωϲ πείθειν ἐνόμιζον.

471 Κάϲτρον: κατὰ Ῥωμαίουϲ παρεμβολὴ ἀϲφαλήϲ.

[*](Σ)

472 Κατά: κυρίωϲ ἐξ, ἐπί, ἐκ, ἀπό. ἢ ἀντὶ τοῦ εἶτα. κᾆτα ἐπειδὰν [*](Ε) ὑπεκβάντεϲ ποιήϲωνται τὴν ὁρμήν, ϲοὶ δῆτα μελήϲει. κᾆτα ἐϲκήψατο [*](Ε?) μεθύειν. ἀντὶ τοῦ ὑπεκρίθη.

[*](Synt.)

473 Κατανδρίζομαι· γενικῇ.

[*](Σ)

474 Κατάβα: ἀντὶ τοῦ κατάβηθι. Ἀριϲτοφάνηϲ βατράχοιϲ· κατάβα [*](Ar.) πανοῦργε. μόνωϲ γὰρ λέγεϲθαι ἀξιοῦϲί τινεϲ τὸ κατάβηθι. καὶ Καταβαίνειν, τὸ εἰϲ ἀγῶνα χωρεῖν. ἐνταῦθα καταβαίνει [*](Suid.) παραβαλλόμενοϲ.

[*](Σ)

475 Κατάβαλε: οἷον ῥῖψον, ἄφεϲ, κατάθου.

[*](Synt.)

476 Καταβάλλω· αἰτιατικῇ.

[*](Synt.)

477 Καταβαίνω ϲου· γενικῇ.

478 Καταβελεῖϲ: πολλῶν βελῶν βολὰϲ δεξάμεναι.

[*](Synt.)

479 Καταβλακεύω· αἰτιατικῇ.

480 Καταβοή: μέμψιϲ, κατηγορία. ὁ δὲ οὐχ ἥκιϲτα ἐπιμέμφεται [*](EL) αὐτῷ καὶ καταβοὴν πεποίηται τἀνδρὸϲ οὐκ ἐλαχίϲτην.

[*](Σ)

481 Καταβολή: περιοδικὴ λῆψιϲ πυρετοῦ. τῶν δὲ Μακεδόνων ἐκ [*](Ε) καταβολῆϲ ϲυνερειϲάντων τοῖϲ βαρβάροιϲ, εὐθέωϲ ἐκκλίναντεϲ ἔφευγον.

[*](Harp.)

482 Καταβολή· Δημοϲθένηϲ θ΄ Φιλιππικῷ· ὥϲπερ περίοδοϲ ἢ καταβολὴ [*](471 ═ Lex. Rom. Barocc. 472 — εἶτα ═ P; ἀπὸ ═ Ba 268, 18 cf. Bk. 268, 5; εἶτα cf. H 474 — κατάβηθι ═ P κατάβα — κατάβηθι Ar. Ran. 35 c. sch 475 ═ P cf. H 476 ═ Synt. Laur. et Gud., An. Ox. 4, 296, 5 480 κατηγορία cf. sch. Thuc. 1, 76, 1 ὁ sq. Men. Prot. fr. 11, FHG 4, 216a ═ EL 185, 31—2 481 — πυρετοῦ Tim. ═ P cf. sch. Pl. Hipp. min. 372e τῶν sq. Polyb. fr. 168 482 Harp. ═ P; Dem. 9, 29) [*](469 hinc 402 473 cf. 668 474 ἐνταῦθα sq. ex v. Α 1941) [*](ArF(GIVM)) [*](1 ὡϲ — 8 Διόϲκουροι om. FI 2 ὃϲ — 8 Διόϲκουροι] καὶ ζήτει ἐπάνω G 3 ϲυγκλητικοῦ] Γαλατικοῦ Wachsmuth cf. Gelzer Iul. Afr. 2, 70 4 γαμέτῇ VM, 402: γυναικί A διέβαλλεν VM 4. 5 Βαβυλῶνοϲ] βαϲιλέων Gutschmid 5 β΄ cett. plene scr. A 7 ζήτει AM: ὅτι V 9 Καϲτρατεύϲαντεϲ et καταϲτρατεύϲαντεϲ V παρὰ F 10 παράκληϲιν F 11 παραβολὴ F 12 κᾆτ᾿ F 13 δῆτα] δὴ τἆλλα Bhd. 16 Ἀριϲτοφάνηϲ—17 κατάβηθι om. F 18 ἐνταῦθα — παραβαλλόμενοϲ om. F 20 κατάθου om. AGIM 477 mg. M post 473 GI, post 489 FV 23 δεξάμενοι I δεξάμενοϲ FGV 25 ὁ—26 ἐλαχίϲτην om. F 26 αὐτῶν GIG 481 om. G 28 καταβολῇ μεταβολῆϲ Schweigh. cf. p. 41, 7 ϲυνεριϲάντων AIM ἐγκλίναντεϲ Bekk. 29 Φιλιππικῶν AGIM cf. Harp. et ad p. 44, 13)

41
πυρετοῦ. ἐν ταῖϲ περιοδικαῖϲ νόϲοιϲ λέγεταί τιϲ καταβολή, διὰ τὸ ἐν ἀποδεδειγμένῳ προϊέναι χρόνῳ, καθάπερ οἱ ἐρανιϲταὶ τὰϲ καταβολὰϲ ποιοῦνται τῶν χρημάτων.

483 Καταβολή: καινούργηϲιϲ. ἐκ καταβολῆϲ πεντήκοντα ναῦϲ ναυπηγήϲαϲθαι, πεντήκοντα δὲ ὑπαρχουϲῶν κατελθεῖν ἐκ τῶν νεωρίων. [*](Ε) Πολύβιοϲ. οἱ δὲ πειραταὶ θεαϲάμενοι τὸν ἐπίπλουν τῶν Ῥωμαϊκῶν πλοίω ἐκ καταβολῆϲ ἐποιοῦντο τὴν ἀναχώρηϲιν. λέγεται δὲ καὶ [*](Σ) θυϲία, περίοδοϲ, τελετή.

484 Καταβοῶ: τὸ κατακραυγάζω. γενικῇ.

[*](Synt.)

485 Καταβόϲτρυχοϲ: ταῖϲ θριξὶ κεκαλυμμένοϲ.

[*](Δ)