Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

[*](Σ)

2671 Κυλλόϲ: ὁ πεπηρωμένοϲ οὐ μόνον πόδα, ἀλλὰ καὶ [*](Proω.) ὁμοίωϲ. καὶ χωλὸϲ καὶ ἐπὶ ποδὸϲ καὶ ἐπὶ χειρόϲ. οἱ δὲ Κύλλου [*](Ar.) ἀναγινώϲκουϲιν ὡϲ Κύκνου. τὸ μὲν κυλλὸν ἐπὶ τοῦ ποδὸϲ ἔταϲϲον, ὡϲ ὁ ποιητήϲ· ὄρϲεο Κυλλοπόδιον. τὸ δὲ χωλὸν ἐπὶ τῆϲ χειρόϲ, ὡϲ ξὕπολιϲ· ὅτι χωλόϲ ἐϲτι τὴν ἑτέραν χεῖρα, οὐ λέγειϲ. ἢ ἐπειδὴ πολὺ παρ᾿  αὐτοῖϲ ἐϲτι τὸ ποδὶ λευκῷ, ποδὶ κούφῳ, πόδα τιθείϲ, τὸ κυλλὸν προϲέθηκεν. Ἀριϲτοφάνηϲ Ὄρνιϲι.

[*](Σ)

2672 Κυλλοῦ Πήραν: ἡ Πήρα χωρίον πρὸϲ τῷ 'Υμηττῷ, ἐν ἱερὸν Ἀφροδίτηϲ καὶ κρήνη, ἐξ ἧϲ αἱ πιοῦϲαι εὐτοκοῦϲι καὶ αἱ ἄγονοι γόνιμοι γίνονται. Κρατῖνοϲ δὲ ἐν Μαλθακοῖϲ Καλλίαν αὐτήν φηϲιν, οἱ δὲ Κυλλουπήραν. τάττεται δὲ ἡ παροιμία ἐπὶ τῶν τὴν φύϲιν [*](Ε) βιαζομένω ἐξ ἐπιτεχνήϲεωϲ. Αἰλιανόϲ· ὁ δὲ ἀλεκτρυὼν ἑϲτὼϲ ἐπὶ θατέρου ποδὸϲ προὔτεινε τὸν λελωβημένον καὶ κυλλόν, ὥϲπερ οὖν μαρτυρόμενοϲ καὶ ἐμφαίνων, οἷα ἐπεπόνθει.

[*](Δ)

2673 Κυλώνειον ἄγοϲ: ἀπὸ Κύλωνοϲ. ὃν καταφυγόντα ἐπὶ τὰϲ ϲεμνὰϲ θεὰϲ ἀποϲπάϲαντεϲ αὐτὸν οἱ περὶ τὸν Περικλέα τὸν Ἀθηναῖον ἀπέκτειαν.

[*](2667 ═ Ambr. 1933 2668 sch. Ar. Eq. 906 2669 in Φ 331 2670 Κυλλοὺϲ sq. cf. Miller Mel. 362 n. 37, Paroem. ed. Gsf. 67 n. 571; Eup. fr. 247 cf. 343, Poll 4,188 2671 vs. 16 χωλὸϲ —χειρόϲ cf. Lex. rhet fr. 448 Schwabe ap Eust. l. 206, 43 vs. 16 οἱ —17 Κύκνου ═ Miller Mél. 362 n. 37 vs. 17 τὸ sq. sch. Ar. Av. 1379; Φ 331; Eup. fr. 343 2372 — ἐπιτεχνήϲεωϲ ═ P cf. H; Crat. fr. 102 vs. 26 ὁ sq. Aelian. fr. 98 2673 Κύλωνοϲ cf. Ambr. 1920)[*](2670—1 cf. v. χωλόϲ 2673 cf. v. Περικλῆϲ 1)[*](A(GFVM))[*](1 ὁ om. G ante ὅρκοϲ M ἀνδρὶ G V M 2 ϲπείϲομαι A βιάζεται GM 2. 3 προϲκυνήϲομαι GVM 6 Κυλίω] κυλίνδω add. F 11 ἐπὶ τῶν om. A 2671 om F 15 Κυλλόϲ—17 μὲν] τινὲϲ τὸ V 16 καὶ pr. A: δὲ GM κύλλου G M, Athous; κύκλου A (corr. in κύλλου Ar) κύλλον ed. pr. 17 Κύκνου] κύκνον ed. pr. τὸ A; καὶ τὸ GM ἔταϲϲον A, sch.: τάττουϲιν GVM 18 Κυλλοποδίων Gac Mac Κυλοποδιόνων V τῆϲ om. GVM 19 χεῖρ’ A 25 Κολλοπήραν Phot.)
221

2674 Κυλοιδιόων: τὰ κοῖλα οἰδῶν· ἔϲτι δὲ τὰ ὑπὸ τοὺϲ ὀφθαλμούϲ. [*](Σ) Θεόκριτοϲ· δηθὰ κυλοιδιόωντα.

2675 Κῦμα· Ἀριϲτοφάνηϲ· καὶ ταῦτ’ ἔχοντεϲ κυμάτων ἐν ἀγκάλαιϲ. [*](Ar.) ἀντὶ τοῦ ὄντεϲ ἐν πολλοῖϲ κινδύνοιϲ καὶ ἀνάγκαιϲ. ὅτι τὰ μεγάλα [*](suid.) κύματα ἐν τῇ ϲυνηθείᾳ αἶγεϲ λέγεται. ἐξ οὗ καὶ ἐπαιγίζω ἐπὶ τοῦ ϲφοδρῶϲ πνέω.

2676 Κυμάτια: αἱ ὑπεροχαὶ παρὰ τέκτοϲι καὶ λιθοποιοῖϲ.

[*](Σ)

2677 Κυματίαϲ: ὁ κυματώδηϲ.

[*](Δ)

2678 Κυματωγή. Ἀγαθίαϲ· νῆεϲ φορτίδεϲ μεγάλαι πρὸϲ τῇ [*](Δ) κυματωγῇ τῆϲ θαλάττηϲ καὶ ταῖϲ ἐκβολαῖϲ τοῦ Φάϲιδοϲ ἐφορμοῦϲαι [*](Ε) μετεώρουϲ εἶχον τὰϲ ἀκάτουϲ, καὶ ἀμφ’ αὐτὰ ἤδη που τὰ καρχήϲια τῶ ἱϲτῶν ἀνιμηθείϲαϲ. οἱ δὲ ἐπορεύοντο τὴν αὐτὴν τῷ ποταμῷ διὰ [*](Ε) τῆϲ κυματωγῆϲ βρέχοντεϲ τοὺϲ πόδαϲ, ὅπου μηδὲ ἴχνοϲ ἔμελλε ϲυμβαίνειν.

2679 Κύματοϲ ἄκρον ἄωτον: ὁ ἀφρόϲ.

[*](Call.)

2680 Κύμβαλα: θυμελικὰ παίγνια. ἐν Ἐπιγράμμαϲι· καὶ κύμβαλ᾿ [*](Anth.) ὀξύδουπα, κοιλοχείλεα.

2681 Κύμβαχοϲ: ἐπὶ κεφαλὴν πεϲὼν καὶ ἄνω τοὺϲ πόδαϲ.

[*](Σ)

2682 Κυμβία: τὰ μαζία τῶν χρυϲίων.

[*](D)

2683 Κύμβιον: εἶδόϲ τι ἐκπώματοϲ ἐπίμηκεϲ καὶ ϲτενόν, καὶ τῷ [*](Harp.) ϲχήματι παρόμοιον τῷ πλοίῳ, ὃ καλεῖται κυμβιον.

2684 Κυμαίνει: ταράϲϲει. καὶ ἐπὶ τοῦ ζέειν. αἶψα δὲ κυμαίνου [*](Σ) ϲαν ἀπαίνυτο χυτρίδα κοίλην. Αἰλιανόϲ· ὅμωϲ ἡ ψυχὴ ὑπὸ τοῦ [*](call.) πόθου κυμαίνεται αὐτῷ καὶ φλέγεται καὶ ἀκράτωρ ἑαυτοῦ ἦν.

[*](Ε)

2685 Κυμαῖοϲ: ἀπὸ τῆϲ Κύμηϲ. ϲημαίνει δὲ καὶ ὄνομα κύριον. [*](Δ) Κύμη δὲ ὄνομα πόλεωϲ.

2686 Κυμίνδιοϲ: ὁ ἀετόϲ. καὶ Κύμινδοϲ.

[*](Δ)[*](2674 cf. sch Ar. Lys. 472 ὀφθαλμούϲ═ Σᵃ, Ba 285, 1 cf P, sch. Theocr. 1, 38, sch. 1, An Ox 2, 437, 8, Poll. 2, 56, Tim. δηθὰ sq. Theocr. 1, 38 2675— ἀνάγκαιϲ Ar. Ran. 704 c. sch. 2676 ═ P, Σᵃ, Ba 285, 4 cf H 2677 cf. Ambr. 1779 et 1825 2678 l. ═ L cf. Ambr. 1852 νῆεϲ—ἀνιμηθείϲαϲ Agath. 3, 21 p. 185 οἱ sq. fort. Iambl. 2679 Call. (fr. 64, 4 K. an. 40 S) c. sch. 2680 καὶ sq Anth. 6, 94, 2 2381 P, Ba 285, 6 cf. H, sch. Ε 586, Apion 2682 ═ Ambr. 1927 2683 Harp. ═ P cf. Et. M. 545, 31, H 2684 — ταράϲϲει ═ P, Ba 285, 3 cf. H Zon. 1271; L ═ Ps. Herodian. 73 αἶψα sq. Call. fr. 25 Κ., an. 41 S. ὅμωϲ sq. Aelian. fr. 50 2685 — Κύμηϲ cf. Ambr. 1829 Ps. Herodian 73, L. ὄνομα κύριον ═ Ambr. 1786. Κύμη sq. ═ Ambr. 1864 Ps. Herodian. 73 2686 — ἀετόϲ ═ Zon. 1264 cf. Eust. l. 986, 32; H ═ L, Et. M. 545, 17)[*](2674 cf 2635 et 2545 2675 Ar. cf. 1205. ὅτι sq. ex v. Al 28 2384 Aelian. cf. vv. Α 968 eat Ε 3129)[*](1 κοῖλα AF, Σa Ba Phot.; κύλα GVM ἔϲτι δὲ] ὅ ἐϲτι A 2 Θεόκριτοϲ· A(GFVM) δηθὰ κυλοιδιόωντα om. A; Κυλοιδιᾶν· τὰ κοῖλα τῶν ὀφθαλμῶν οἰδεῖν ante θεόκριτοϲ add, F cf. 2545 4 ἀνάγκαιϲ] ἀγκάλαιϲ F ὅτι —5 πνέω om. AFV mg. Ar 5 λέγονται ArG 9 θαλάϲϲηϲ F cp. A ἐφορμοῦϲα F 10 μετεώρουϲ— 13. 14 ϲυμβαίνειν om. F 11 ἀνεμηθείϲαϲ A 15 θεμελικὰ V 2379 ante 2678 GM, ordo poscit; non nov. gl. F 17 πόδαϲ] ἔχων add. G VM 18 τοῦ χρυϲίου Coray 22 Αἰλινόϲ—23 ἦν om. F ὅμωϲ om. V 23 πόθου κ. αὐτῷ A: πόθου αὐτοῦ κ. G π αὐτῆϲ κ. π. αὐτʼ κ. M αὐτῷ om GVM ἦν om. G et in lac. M 24 ἀπὸ] ὁ ἀπὸ F ϲημαίνει δὲ om. F)
212
[*](Δ)

2687 Κύμινον: εἶδοϲ βοτάνηϲ.

[*](Ar.)

2688 Κυμινοπριϲτοκαρδαμόγλυφον· Ἀριϲτοφάνηϲ· τὸ γὰρ ὑίδιοn τηρεῖ με, καί τι δύϲκολον κἄλλωϲ κυμινοπριϲτοκαρδαμόγλυφον.

2689 Κυμοδόκη καὶ Κυμοθόη: ὀνόματα θεῶν ἐναλίων.

[*](Ε)

2690 Κυμοτόμοϲ: περὶ τὰϲ γεφύραϲ οἰκοδόμημα τρίγωνον τὸ ὀξὺ ἔχον ἔμπροϲθεν ἐν τριγώνῳ ϲχήματι, ὃ δὴ οἱ μηχανοποιοὶ κυμοτόμον καλοῦϲιν, ἐμβόλῳ νηὸϲ μακρᾶϲ ἀπεικαϲμένον· ὅπερ ὁ τῶν Ἀβάρων Χαγάνοϲ ἐτεκτήνατο γεφυρώϲαϲ τὸν ποταμὸν καὶ ἐϲ τὴν περὶ Δαρδαίαν ὄχθην διαβιβάϲαϲ τὸν ϲτρατόν.